Πολλά «γιατί» μπορούν να προστεθούν στη τραγική αυτή ιστορία, και είναι καιρός να συνειδητοποιήσουμε ότι έχουμε ένα μεγαλύτερο ζήτημα ως κοινωνία.
γράφει ο Γιάννης Παντελάκης
Τι συμβαίνει στα μυαλά αυτών των ανθρώπων και δεν κάνουν κάτι αυτονόητο με βάση τη λογική, την ενσυναίσθηση, την αξιοπρέπεια, όλα αυτά που τέλος πάντων συνιστούν την έννοια άνθρωπος;
ΚΑΝΟΥΜΕ ΜΙΑ ΑΠΛΗ υπόθεση: ο 36χρονος Αντώνης Καρυώτης, ο επιβάτης που καθυστέρησε λίγα λεπτά να φτάσει στην προβλήτα του Πειραιά εκείνο το βράδυ της Τρίτης, δεν είναι ένας φτωχοδιάβολος, κάτι το οποίο προφανώς μάθαμε αργότερα, και προφανώς πρόδιδε η εμφάνιση και το παρουσιαστικό του, αλλά ένας εξαιρετικά καλοντυμένος τύπος με σχετική άνεση στις κινήσεις του και περίσσια αυτοπεποίθηση. Φτάνει με την ίδια καθυστέρηση λίγων λεπτών στην προβλήτα, ο καταπέλτης είναι κατεβασμένος και επιχειρεί να κάνει ό,τι ακριβώς έκανε ο Καρυώτης: να μπει στο πλοίο ώστε να ταξιδέψει, γιατί έπρεπε να πάει στην Κρήτη.
Τα δύο μέλη του πληρώματος πώς θα τον αντιμετώπιζαν άραγε; Με τη βιαιότητα που χρησιμοποίησαν εναντίον του Καρυώτη, αποδοκιμασίες και σπρωξίματα για να κατέβει από τον καταπέλτη, που έπρεπε να σηκωθεί για να φύγει το πλοίο, επειδή ο ανταγωνισμός δεν χωράει καθυστερήσεις; Όποιος είναι απολύτως βέβαιος ότι τα μέλη του πληρώματος θα έκαναν ακριβώς το ίδιο και επιπλέον θα αγνοούσαν, με περιφρόνηση, την πτώση του στη θάλασσα και θα έστελναν στον καπετάνιο του πλοίου σήμα ότι μπορεί να ξεκινήσει το ταξίδι του, θα πρέπει να το ξανασκεφτεί. Όλοι στην ίδια κοινωνία ζούμε, γνωρίζουμε τους κώδικες αξιολόγησης των ανθρώπων που χρησιμοποιούν πολλοί.
Γιατί σιώπησαν τόσο ηχηρά όλοι αυτοί που γνώριζαν τι είχε συμβεί; Γιατί, ακόμα, υπήρξαν επιβάτες που επίσης σιώπησαν, παρότι γνώριζαν ότι ένας άνθρωπος είχε πεταχτεί στη θάλασσα; Πολλά «γιατί» μπορούν να προστεθούν στη μικρή αυτή ιστορία, που τελικά δεν είναι τόσο μικρή όσο φαίνεται.
Αυτή όμως είναι η μία διάσταση του τραγικού συμβάντος ‒ας το χαρακτηρίσουμε δολοφονία, για να είμαστε πιο ακριβείς‒ που συνέβη εκείνο το βράδυ. Η μικρή αυτή ιστορία, που θα είχε εντελώς διαφορετική έκβαση αν δεν υπήρχαν μαρτυρίες επιβατών και καταγραφές του περιστατικού από κινητά τηλέφωνα, μπορεί να ξεχαστεί σε λίγο καιρό γιατί η επικαιρότητα και η ταχύτητα των γεγονότων δεν μας δίνουν χρόνο για να σκεφτούμε όσο πρέπει όλα όσα συμβαίνουν, αλλά θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως ενός είδους πείραμα ενδεικτικό του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας. Το συμβάν θα είναι χρήσιμο στους ειδικούς για να βγάλουν ασφαλή, άλλα δυστυχώς επώδυνα συμπεράσματα.
Αυτοί οι ειδικοί θα είχαν να μας πουν πολλά: γιατί τα δύο μέλη του πληρώματος λειτούργησαν με τόση βιαιότητα, τι τελικά είναι αυτό που κάνει τους ανθρώπους να απαξιώνουν τις ζωές και απόλυτα συνειδητά να μπορούν να τις πετάνε στη θάλασσα, αδιαφορώντας για την τύχη τους, η οποία δεν μπορεί να είναι άλλη από το τέλος; Γιατί ένας καπετάνιος, που δεν στερείται μόρφωσης, δεν είναι ένας «ακατέργαστος» άνθρωπος, σύμφωνα με τα τυπικά χαρακτηριστικά του τουλάχιστον, συμμετέχει σε αυτή την εγκληματική πράξη; Είναι ο ανταγωνισμός και η εταιρεία που επιβάλλουν την απόλυτη συνέπεια στον χρόνο αναχώρησης, και αν ναι, είναι αυτός λόγος να κριθεί υποδεέστερη μια ανθρώπινη, ζωή όταν μάλιστα ο καπετάνιος γνωρίζει με βεβαιότητα ότι αυτή η ζωή δεν έχει καμιά τύχη από τη στιγμή που θα πεταχτεί στη θάλασσα, στα απόνερα του πλοίο;
Θα είχαν να μας πουν πολλά ακόμα οι ειδικοί, π.χ. για τη συμπεριφορά του υπόλοιπου, πολυπληθούς πληρώματος. Η στάση τους οφείλεται στην ανάγκη τους να διατηρήσουν τη δουλειά τους; Στην αδιαφορία, στην αποφυγή εμπλοκής σε κάτι που δεν αγγίζει τους ίδιους, και το ότι απλώς θέλουν την ησυχία τους; Τι συμβαίνει στα μυαλά αυτών των ανθρώπων και δεν κάνουν κάτι αυτονόητο με βάση τη λογική, την ενσυναίσθηση, την αξιοπρέπεια, όλα αυτά που τέλος πάντων συνιστούν την έννοια άνθρωπος; Γιατί σιώπησαν τόσο ηχηρά όλοι αυτοί που γνώριζαν τι είχε συμβεί; Γιατί, ακόμα, υπήρξαν επιβάτες που επίσης σιώπησαν, παρότι γνώριζαν ότι ένας άνθρωπος είχε πεταχτεί στη θάλασσα; Πολλά «γιατί» μπορούν να προστεθούν στη μικρή αυτή ιστορία, που τελικά δεν είναι τόσο μικρή όσο φαίνεται.
Αν ήταν ένα μεμονωμένο περιστατικό, θα ήταν διαφορετικά τα πράγματα, ωστόσο δεν θα έχανε στο παραμικρό την αξία του. Η ιστορία αυτή όμως έρχεται να προστεθεί σε πολλές άλλες μικρές ή μεγαλύτερες. Αν σκαλίσουμε λίγο τη μνήμη μας και θυμηθούμε την αντιμετώπιση που είχε ο Ζακ Κωστόπουλος όχι μόνο από έναν καταστηματάρχη και ένα-δυο ακόμα φίλους του αλλά από τους περισσότερους περαστικούς και περίοικους που μαζεύτηκαν γύρω από το τραυματισμένο σώμα του, ίσως συνειδητοποιήσουμε ότι έχουμε ένα μεγαλύτερο ζήτημα ως κοινωνία.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου