Ενα δεκάχρονο παιδί κρατά ένα ημιαυτόματο όπλο. Μπροστά στα πόδια του, γονατιστοί και με τα πρόσωπά τους μπροστά στην κάμερα, βρίσκονται δύο άντρες. Δίπλα του στέκεται, ζωσμένος φισεκλίκια και με ένα αυτόματο στα χέρια, ένας γενειοφόρος άνδρας. Λέει κάτι και στη συνέχεια παρακινεί το αγόρι να προχωρήσει μπροστά. Αυτό σηκώνει το όπλο του με προφανή σκοπό να πυροβολήσει. Η εικόνα «σβήνει» σταδιακά, μαυρίζει και στη συνέχεια φωτίζεται πάλι. Οι δύο άντρες είναι πεσμένοι στο έδαφος, πιθανότατα νεκροί. Το παιδί σηκώνει ψηλά το όπλο του σε ένδειξη θριάμβου και προχωρά. Βγαίνει αργά από το πλάνο, περνώντας πάνω από τα νεκρά σώματα, σαν απλώς να υπερπηδά έναν σωρό από εμπόδια.
Η δύναμη της εικόνας είναι σοκαριστική. Είτε είναι αληθινή –ακόμα και η ιδέα ενός παιδιού φονιά είναι φρικιαστική- είτε επιμελώς σκηνοθετημένη, από κάποια ομάδα προπαγάνδας με στόχο να επιδείξει την ισχύ μιας ομάδας φανατικών που, στο όνομα ενός «θεού», εκπαιδεύουν ανήλικους «εκτελεστές του θελήματός του». Δεν ξέρω ποια εκδοχή είναι η λιγότερο κακή. Ούτε αυτό είναι το μόνο οδυνηρό γεγονός που έχει συμβεί από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου και αφορά παιδιά.
Μαθήτρια του δημοτικού σχολείου ήμουν όταν για πρώτη φορά άκουσα για τα παιδιά της Μπιάφρας και είδα σκελετωμένους συνομήλικούς μου να λιμοκτονούν στην Αιθιοπία. Ολοι οι πόλεμοι είχαν θύματα παιδιά. Στη Συρία και στον Λίβανο, στην Παλαιστίνη και στο Ισραήλ, στη Ρουάντα και στη Νιγηρία, στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Κάποια σκοτώθηκαν από βόμβες και σφαίρες, άλλα χάθηκαν στη θάλασσα μαζί με τους δικούς τους, που πρόσφυγες έπεσαν στα χέρια δουλεμπόρων. Ορισμένα ορφάνεψαν, άλλα έγιναν «πολεμιστές» αντάρτικων ομάδων, κάποια απήχθησαν, βιάστηκαν, πουλήθηκαν σε σκλαβοπάζαρα ή έγιναν βαποράκια εμπόρων ναρκωτικών. Σε κάποιες χώρες εργάζονται στη βιομηχανία του σεξ, προδομένα από οικογένεια και κρατικούς φορείς –ο «τουρισμός» και το συνάλλαγμα είναι πολυτιμότερα. Αλλά και παιδιά εργάτες –στα φανάρια, σε εργοστάσια, σε σκουπιδότοπους. Υπάρχουν, βέβαια, και τα ταλαντούχα παιδιά-θαύματα που γίνονται πηγή εισοδήματος και αναγνώρισης για τις οικογένειές τους. Και φυσικά εκείνα που υφίστανται τη βία –σωματική και ψυχική– μέσα στο ίδιο τους το σπίτι, από γονείς, συγγενείς ή φίλους της οικογένειας.
Ποιο είναι το μέτρο για την προστασία τους και πώς θα εξαλειφθούν αυτά τα φαινόμενα; Η Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, του 1989, που υπογράφτηκε από 191 χώρες, φαίνεται να μην επαρκεί. Οχι γιατί παραλείπει κάτι, το αντίθετο. Κάνει πλήρη ανάλυση των δικαιωμάτων τους στην υγεία, την εκπαίδευση, την ανάπτυξη, την ελεύθερη έκφραση, αλλά και στη χαρά και το παιχνίδι. Ωστόσο, όπως κάθε νομικό κείμενο, δεν μπορεί να επιβληθεί από μόνη της. Αυτοί οι οποίοι οφείλουν να την θέσουν σε εφαρμογή και να εξαλείψουν κάθε στοιχείο που θα έθετε σε κίνδυνο την παιδική ζωή, υγεία και ελευθερία, είναι ενήλικοι: γονείς και κηδεμόνες, συγγενείς και δάσκαλοι, εκπρόσωποι δημόσιων ή ιδιωτικών φορέων και κρατών. Και συχνά αποτυγχάνουν, ακόμη κι εδώ στην «πολιτισμένη» Δύση.
Είναι αδύνατο να φανταστεί κανείς ποια δύναμη, ποια ιδέα, μπορεί να οδηγήσει κάποιον να βλάψει συνειδητά ένα παιδί. Δεν έχει σημασία αν είναι δικό του ή όχι, το παιδί του φίλου ή του εχθρού. Επίσης είναι αδιανόητο να υπάρχουν άνθρωποι που θα χρησιμοποιούσαν ένα παιδί ως όργανο εκτέλεσης οποιασδήποτε παράνομης πράξης ή εμπόλεμης ενέργειας. Ωστόσο συμβαίνει.
Ο σκοπός κάθε ιδεολογίας, πολιτικής ή θρησκευτικής, είναι –θα έπρεπε να είναι–να εξαλειφθούν η βία, η δυστυχία, η ανέχεια. Οι οικονομικοί όροι και το διεθνές περιβάλλον θα είναι πάντα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο δυσχερείς. Ας κάνουμε τουλάχιστον ό,τι μπορούμε για να σώσουμε τα παιδιά. Ας τους εξασφαλίσουμε την ασφάλεια και την παιδεία. Να τους δώσουμε τη δυνατότητα να αναπτύξουν την προσωπικότητά τους και το πνεύμα τους. Να τα προφυλάξουμε από τη βία. Μόνο έτσι υπάρχει ελπίδα.
Συντάκτης: Αρχοντία Κάτσουρα για την Εφημερίδα των Συντακτών
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου