Του Νίκου Κοτζιά
Η πολιτική επιστήμη και η πολιτική εν γένει δεν κατατάσσεται στις θετικές επιστήμες κυρίως διότι δεν διαθέτει ένα εργαστήρι για να κάνει δοκιμές. Μόνο μεγάλα κράτη στις πρώτες φάσεις συγκρότησης και ανάπτυξής τους μπορούσαν να πειραματίζονται ευρύτερα: στην πρώτη περίοδο ύπαρξής τους, οι ΗΠΑ και η Σοβιετική Ένωση (ΕΣΣ∆) εφάρμοζαν νέες μεταρρυθμίσεις σε περιορισμένη κλίμακα, δηλαδή σε πολιτείες και περιοχές. Εφόσον ήταν επιτυχημένες και στη βάση των πρακτικών διδαγμάτων γενίκευαν την πρακτική εφαρμογή τους. Αυτή η πρακτική δυνατότητα είναι ιστορικά η εξαίρεση. Αντίθετα, για άλλου τύπου μεγάλες αλλαγές, ιδιαίτερα για απότομες αλλαγές σε έναν τόπο, όπως είναι η αλλαγή της εξουσίας σε μια χώρα, δεν υπάρχουν κατά κανόνα δυνατότητες πειραματισμού «συνολικής λειτουργίας».
Η πολιτική επιστήμη διαθέτει μεθοδολογικά μόνο δύο εργαστήρια. Το ένα είναι η ιστορία: τι συνέβη σε παρόμοιες περιπτώσεις στη διαδρομή της ιστορίας; Ή έστω σε περιπτώσεις με ίδια δομή και/ή ερωτήματα. Τι μπορούμε να μάθουμε από την ιστορία διαβάζοντάς την με βάση τις σημερινές μας ανάγκες. Χωρίς να εγκλωβιστούμε και να φυλακιστούμε από αυτήν. Το δεύτερο είναι η σύγκριση με τρίτες χώρες και περιοχές. Κατά αντιστοιχία ή έστω αναλογία με αυτές. Ουσιαστικά και τα δύο εργαστήρια έχουν ως κοινή αρχή και βάση τη σύγκριση. Την κάθετη σύγκριση μέσα στον χρόνο, την οριζόντια ανάμεσα σε διαφορετικές χώρες, τον συνδυασμό τους. ∆ιδάσκω συγκριτική πολιτική επιστήμη και τυπολογία πολιτικών συστημάτων, καθώς και συγκριτική εξωτερική πολιτική και γνωρίζω πόσο πολλά μπορεί να μάθει κανείς μέσα από τη σύνθετη σύγκριση. Να αποκτήσει τη δυνατότητα για νέες σκέψεις ή για την απόρριψη κάποιων άλλων.
Η ιστορία δεν δίνει προτάσεις, ούτε πιστεύω ότι «μιλά από μόνη της». Και αυτό γιατί κάθε ιστορική κατάσταση ναι μεν εμπεριέχει στοιχεία με γενικό χαρακτήρα, αλλά, ταυτόχρονα, διαθέτει μια δική της ιδιαιτερότητα-αυθεντικότητα. Από την ιστορία μαθαίνουμε τα στοιχεία γενικού χαρακτήρα. Ανοίγει ο ορίζοντάς μας. Εξασκούμε τη σκέψη μας και «αναβαθμίζουμε» την ικανότητα αντίδρασης και ανάδρασης σε σύνθετες και απρόβλεπτες καταστάσεις. Η ιστορία, από την άλλη, δεν μπορεί να προβλέψει το απρόβλεπτο, το κάθε φορά ειδικό, ιδιαίτερο και ξεχωριστό. Αδυνατεί να υποκαταστήσει ούτε μπορεί να ικανοποιήσει την ανάγκη για συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης. Για μελέτη αυτού που βιώνουμε και ζούμε, εντός του οποίου δρούμε. Από αυτή τη σκοπιά δεν υπάρχει αποτελεσματική πολιτική χωρίς ιστορική γνώση, αλλά ούτε χωρίς τη δημιουργική διαλεκτική υπέρβαση των διδαχών και παραδειγμάτων της ιστορίας.
Όταν μιλάμε για αριστερά και πατριωτισμό, μας ενδιαφέρει, με βάση τα πιο πάνω, το πότε και πού νίκησε η αριστερά και υπό ποίες συνθήκες πολιτικές και προγραμματικές προϋποθέσεις. Όχι ότι η ζωή δεν μπορεί να βγάλει νέα παραδείγματα και να επιτρέψει την εφαρμογή διαφορετικών επιλογών. Αλλά χωρίς τη γνώση της ιστορίας αδυνατεί κανείς να διεκδικήσει, να βρει, και κυρίως να καταλάβει το νέο στην ιστορία, και πολύ περισσότερο να το προωθήσει ο ίδιος. Η ιστορία διδάσκει ότι ο πατριωτισμός αποτέλεσε στοιχείο νίκης προοδευτικών κινημάτων. ∆εν αναφέρομαι μόνο στην αριστερά της εποχής του σχετικά ανεπτυγμένου καπιταλισμού, που όταν νίκησε, νίκησε με τον συνδυασμό του δημοκρατικού με το κοινωνικό και τον πατριωτισμό. Το ίδιο συνέβη στην περίπτωση των επιτυχιών της Άμεσης ∆ημοκρατίας της Αθήνας, με τα δημοκρατικά επαναστατικά κινήματα των πρώτων χρόνων του καπιταλισμού, αλλά και αργότερα, στον 19ο αιώνα, όπως εξάλλου και στην εποχή της διεθνοποίησης και σε εκείνη της παγκοσμιοποίησης.
Ιστορικά, ο όρος πατριωτισμός συνδέθηκε με την πάλη για την άμεση δημοκρατία, την προστασία και ανάπτυξη του δικαιώματος του προκαπιταλιστικού πολίτη ενάντια στην τυραννία. Ο όρος συνδέθηκε εξαρχής με το δικαίωμα όχι μόνο στη δημοκρατία, αλλά και στην ελευθερία. Ο πατριώτης, σύμφωνα με τα αρχαία κείμενα, είναι ο πολίτης της πόλης, ο οποίος δεν ενδιαφερόταν αποκλειστικά για την ικανοποίηση προσωπικών αναγκών, αλλά για την ευμάρεια της πόλης, λάμβανε υπόψη το δημόσιο συμφέρον, του έδινε προτεραιότητα. Έβλεπε το προσωπικό καλό να προκύπτει μέσα από την ανάπτυξη της ελευθερίας, της δημοκρατίας και του πλούτου της πόλης συνολικά. Βρισκόταν σε αντίθεση με τον «ηλίθιο», τον ιδιώτη δηλαδή, που ενδιαφερόταν μόνο για το ίδιο όφελος και τις ιδιωτικές υποθέσεις και κέρδη. Στον προσδιορισμό του πολίτη και πατριώτη σημαντικός είναι ο ρόλος της παιδείας· όπως έλεγαν στην αρχαιότητα, ο έχων ελληνική παιδεία είναι Έλληνας. ∆εν ενδιέφεραν οι βιολογικοί δεσμοί, όπως κάνουν ότι πιστεύουν δήθεν αρχαιολάτρεις ακροδεξιοί, αλλά η άσκηση δικαιωμάτων και η συμμετοχή στον ∆ήμο με όσο το δυνατό μεγαλύτερη και κριτική μόρφωση.
Η ιστορία δεν δίνει προτάσεις, ούτε πιστεύω ότι «μιλά από μόνη της». Και αυτό γιατί κάθε ιστορική κατάσταση ναι μεν εμπεριέχει στοιχεία με γενικό χαρακτήρα, αλλά, ταυτόχρονα, διαθέτει μια δική της ιδιαιτερότητα-αυθεντικότητα. Από την ιστορία μαθαίνουμε τα στοιχεία γενικού χαρακτήρα. Ανοίγει ο ορίζοντάς μας. Εξασκούμε τη σκέψη μας και «αναβαθμίζουμε» την ικανότητα αντίδρασης και ανάδρασης σε σύνθετες και απρόβλεπτες καταστάσεις. Η ιστορία, από την άλλη, δεν μπορεί να προβλέψει το απρόβλεπτο, το κάθε φορά ειδικό, ιδιαίτερο και ξεχωριστό. Αδυνατεί να υποκαταστήσει ούτε μπορεί να ικανοποιήσει την ανάγκη για συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης. Για μελέτη αυτού που βιώνουμε και ζούμε, εντός του οποίου δρούμε. Από αυτή τη σκοπιά δεν υπάρχει αποτελεσματική πολιτική χωρίς ιστορική γνώση, αλλά ούτε χωρίς τη δημιουργική διαλεκτική υπέρβαση των διδαχών και παραδειγμάτων της ιστορίας.
Όταν μιλάμε για αριστερά και πατριωτισμό, μας ενδιαφέρει, με βάση τα πιο πάνω, το πότε και πού νίκησε η αριστερά και υπό ποίες συνθήκες πολιτικές και προγραμματικές προϋποθέσεις. Όχι ότι η ζωή δεν μπορεί να βγάλει νέα παραδείγματα και να επιτρέψει την εφαρμογή διαφορετικών επιλογών. Αλλά χωρίς τη γνώση της ιστορίας αδυνατεί κανείς να διεκδικήσει, να βρει, και κυρίως να καταλάβει το νέο στην ιστορία, και πολύ περισσότερο να το προωθήσει ο ίδιος. Η ιστορία διδάσκει ότι ο πατριωτισμός αποτέλεσε στοιχείο νίκης προοδευτικών κινημάτων. ∆εν αναφέρομαι μόνο στην αριστερά της εποχής του σχετικά ανεπτυγμένου καπιταλισμού, που όταν νίκησε, νίκησε με τον συνδυασμό του δημοκρατικού με το κοινωνικό και τον πατριωτισμό. Το ίδιο συνέβη στην περίπτωση των επιτυχιών της Άμεσης ∆ημοκρατίας της Αθήνας, με τα δημοκρατικά επαναστατικά κινήματα των πρώτων χρόνων του καπιταλισμού, αλλά και αργότερα, στον 19ο αιώνα, όπως εξάλλου και στην εποχή της διεθνοποίησης και σε εκείνη της παγκοσμιοποίησης.
Ιστορικά, ο όρος πατριωτισμός συνδέθηκε με την πάλη για την άμεση δημοκρατία, την προστασία και ανάπτυξη του δικαιώματος του προκαπιταλιστικού πολίτη ενάντια στην τυραννία. Ο όρος συνδέθηκε εξαρχής με το δικαίωμα όχι μόνο στη δημοκρατία, αλλά και στην ελευθερία. Ο πατριώτης, σύμφωνα με τα αρχαία κείμενα, είναι ο πολίτης της πόλης, ο οποίος δεν ενδιαφερόταν αποκλειστικά για την ικανοποίηση προσωπικών αναγκών, αλλά για την ευμάρεια της πόλης, λάμβανε υπόψη το δημόσιο συμφέρον, του έδινε προτεραιότητα. Έβλεπε το προσωπικό καλό να προκύπτει μέσα από την ανάπτυξη της ελευθερίας, της δημοκρατίας και του πλούτου της πόλης συνολικά. Βρισκόταν σε αντίθεση με τον «ηλίθιο», τον ιδιώτη δηλαδή, που ενδιαφερόταν μόνο για το ίδιο όφελος και τις ιδιωτικές υποθέσεις και κέρδη. Στον προσδιορισμό του πολίτη και πατριώτη σημαντικός είναι ο ρόλος της παιδείας· όπως έλεγαν στην αρχαιότητα, ο έχων ελληνική παιδεία είναι Έλληνας. ∆εν ενδιέφεραν οι βιολογικοί δεσμοί, όπως κάνουν ότι πιστεύουν δήθεν αρχαιολάτρεις ακροδεξιοί, αλλά η άσκηση δικαιωμάτων και η συμμετοχή στον ∆ήμο με όσο το δυνατό μεγαλύτερη και κριτική μόρφωση.
Σε ένα ανάλογο κλίμα, αιώνες αργότερα, έγραψε ο Βολταίρος για τον «πατριώτη πολίτη» και συνέγραψε ο Ρουσσώ τον όρκο του «πολίτη και πατριώτη της Κορσικής». Ο H. J. Wirth, δημόσιος διανοούμενος των επαναστατικών κινημάτων της κεντρικής (κύρια γερμανόφωνης) Ευρώπης στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα χαρακτήρισε ως πατριωτισμό τη μάχη χειραφέτησης των λαών ενάντια στην ξένη επέμβαση. Ενάντια στην προδοσία στην οποία ασκούνται οι εγωιστικές ομάδες του πλούτου.
∆εν είναι τυχαίο ότι η αριστερά πέτυχε σε όλο τον κόσμο, από τον Αλλιέντε της Χιλής μέχρι τον Χο Τσι Μιν και από τη «Νέα ∆ημοκρατία» της Κίνας του 1948 μέχρι τη ∆ημοκρατία των Συμβουλίων, όταν μπόρεσε να συνδέσει το κοινωνικό ζήτημα με τον πατριωτισμό. Μέσα από αυτόν τον συνδυασμό οι Βιετκόνγκ μεγαλούργησαν σε δύο συνεχόμενους πολέ- μους απέναντι σε δύο αυτοκρατορίες: τη Γαλλία και τις ΗΠΑ.
Με αυτό τον τρόπο ο Μάο και το ΚΚ Κίνας συγκέντρωσαν την πλειοψηφία του κινεζικού λαού γύρω από το δημοκρατικο ́- πατριωτικό πρόγραμμά τους ενάντια στους «αστούς εθνικιστές και φεουδάρχες» της Κίνας που ήθελαν να συμβιβαστούν με τον Ιάπωνα κατακτητή. Με αυτό τον τρόπο κέρδισε η ΕΣΣ∆ τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και αναπτύχθηκαν υπό την αριστερά τα μεγάλα λαϊκά́ κινήματα, όπως αυτό της Ιταλίας και εκείνο της Κούβας, όπως και σε άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής. Πουθενά στην εποχή του καπιταλισμού δεν υπήρξε προοδευτικό κίνημα που κατέκτησε νίκη κομβική χωρίς πατριωτικά αισθήματα και πολύ λιγότερομε την αντιπαράθεση του κοινωνικού και του πατριωτικού.
Όποιος ασχολείται με τη διεθνή πείρα και τη σύγκριση των θεσμών, κανόνων, δομών και σχέσεων σε διεθνές επίπεδο, γνωρίζει ασφαλώς ότι ο πατριωτισμός κάθε κοινωνίας διαφέρει. Είναι γνωστό, επί παραδείγματι, ότι η γαλλική αριστερά θεωρούσε πατριωτικό το να διαθέτει η χώρα της ακόμα και ατομικά όπλα προκειμένου να διατηρεί την ανεξαρτησία και κυριαρχία της έναντι των υπερδυνάμεων. ∆εν είναι τυ- χαίο ότι στη Γαλλία οι στρατιωτικές παρελάσεις θεωρούνται στοιχείο της παράδοσής της, ενώ στις ΗΠΑ οι «εθνικές επέτειοι» δεν εορτάζονται με στρατιωτικές παρελάσεις, αλλά με παρελάσεις όλων των πολιτών.
Όλα αυτά αποτελούν συμβολισμούς. Ακόμα μεγαλύτερο ρόλο παίζει η ουσία. Κράτη και κοινωνίες που έχουν πολλαπλώς υποδουλώσει άλλα, ή και σφαγιάσει στη σύγχρονη ιστορία τους, όπως η Γερμανία, τείνουν να κρύψουν το «πατριωτικό τους στοιχείο», ενώ κράτη που σχετικά πρόσφατα πάλεψαν για την εθνική τους ανεξαρτησία και κυριαρχία προβάλλουν περήφανα αυτή τους την αγωνιστική διαδρομή, όπως συμβαίνει σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, στην Ινδία ή την Κίνα.
∆εν είναι τυχαίο ότι η αριστερά πέτυχε σε όλο τον κόσμο, από τον Αλλιέντε της Χιλής μέχρι τον Χο Τσι Μιν και από τη «Νέα ∆ημοκρατία» της Κίνας του 1948 μέχρι τη ∆ημοκρατία των Συμβουλίων, όταν μπόρεσε να συνδέσει το κοινωνικό ζήτημα με τον πατριωτισμό. Μέσα από αυτόν τον συνδυασμό οι Βιετκόνγκ μεγαλούργησαν σε δύο συνεχόμενους πολέ- μους απέναντι σε δύο αυτοκρατορίες: τη Γαλλία και τις ΗΠΑ.
Με αυτό τον τρόπο ο Μάο και το ΚΚ Κίνας συγκέντρωσαν την πλειοψηφία του κινεζικού λαού γύρω από το δημοκρατικο ́- πατριωτικό πρόγραμμά τους ενάντια στους «αστούς εθνικιστές και φεουδάρχες» της Κίνας που ήθελαν να συμβιβαστούν με τον Ιάπωνα κατακτητή. Με αυτό τον τρόπο κέρδισε η ΕΣΣ∆ τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και αναπτύχθηκαν υπό την αριστερά τα μεγάλα λαϊκά́ κινήματα, όπως αυτό της Ιταλίας και εκείνο της Κούβας, όπως και σε άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής. Πουθενά στην εποχή του καπιταλισμού δεν υπήρξε προοδευτικό κίνημα που κατέκτησε νίκη κομβική χωρίς πατριωτικά αισθήματα και πολύ λιγότερομε την αντιπαράθεση του κοινωνικού και του πατριωτικού.
Όποιος ασχολείται με τη διεθνή πείρα και τη σύγκριση των θεσμών, κανόνων, δομών και σχέσεων σε διεθνές επίπεδο, γνωρίζει ασφαλώς ότι ο πατριωτισμός κάθε κοινωνίας διαφέρει. Είναι γνωστό, επί παραδείγματι, ότι η γαλλική αριστερά θεωρούσε πατριωτικό το να διαθέτει η χώρα της ακόμα και ατομικά όπλα προκειμένου να διατηρεί την ανεξαρτησία και κυριαρχία της έναντι των υπερδυνάμεων. ∆εν είναι τυ- χαίο ότι στη Γαλλία οι στρατιωτικές παρελάσεις θεωρούνται στοιχείο της παράδοσής της, ενώ στις ΗΠΑ οι «εθνικές επέτειοι» δεν εορτάζονται με στρατιωτικές παρελάσεις, αλλά με παρελάσεις όλων των πολιτών.
Όλα αυτά αποτελούν συμβολισμούς. Ακόμα μεγαλύτερο ρόλο παίζει η ουσία. Κράτη και κοινωνίες που έχουν πολλαπλώς υποδουλώσει άλλα, ή και σφαγιάσει στη σύγχρονη ιστορία τους, όπως η Γερμανία, τείνουν να κρύψουν το «πατριωτικό τους στοιχείο», ενώ κράτη που σχετικά πρόσφατα πάλεψαν για την εθνική τους ανεξαρτησία και κυριαρχία προβάλλουν περήφανα αυτή τους την αγωνιστική διαδρομή, όπως συμβαίνει σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, στην Ινδία ή την Κίνα.
** Ο Νίκος Κοτζιάς είναι πλέον υπ. Εξωτερικών της Ελλάδας
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου