Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου 2023

Η χρονιά που αποκάλυψε μια χώρα

 

Το 2023 δοκιμάστηκε κυρίως η κοινωνία, η οποία έκανε τη δική της αξιολόγηση.

 

γράφει ο Γιάννης Παντελάκης



 

 

Oι ελαστικές συνειδήσεις, οι μειωμένες προσδοκίες, οι χαμηλές απαιτήσεις για το συλλογικό καλό, ο περίκλειστος κόσμος μας, αποτελούν τις ιδανικές συνθήκες για να μπει και η χώρα μας σε επικίνδυνους δρόμους. Εικονογράφηση: bianka/ LIFO

 

«Πολλές κυβερνητικές προσπάθειες να υπονομευτεί η δημοκρατία είναι “νόμιμες” με την έννοια ότι εγκρίνονται από το νομο θετικό σώμα ή γίνονται αποδεκτές από τα δικαστήρια. Μπορούν ακόμη και να απεικονιστούν ως προσπάθειες για τη βελτίωση της Δημοκρατίας».*

 

Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΕΝΟΣ τρένου που εκτελεί ένα συνηθισμένο καθημερινό δρομολόγιο κοστίζει πενήντα επτά ζωές και δεκάδες τραυματίες, επιβεβαιώνοντας ότι ζούμε καθαρά από τύχη και δεν υπάρχει προστασία πουθενά. Πολλές πυρκαγιές καταστρέφουν ανθρώπινες ζωές, ισοπεδώνουν τεράστιες εκτάσεις και προκαλούν την εκκένωση πολλών οικισμών, ακόμα και νοσοκομείων. Μεγάλες βροχές και πλημύρες παρασύρουν στο πέρασμά τους τα πάντα, ανθρώπους, ζώα και τεράστιες περιουσίες.

 

Ένα ναυάγιο στέλνει στον βυθό της θάλασσας ανοιχτά της Πύλου περίπου επτακόσιους πενήντα καταραμένους, οι οποίοι αναζητούσαν μια καλύτερη τύχη. Η χώρα γνωρίζει δυο συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις μέσα από τις οποίες αναδεικνύεται μια μεγάλη συντηρητική στροφή της κοινωνίας. Το δεύτερο(;) σε δύναμη κόμμα της Βουλής αναζητεί έναν Μεσσία που θα το βγάλει από τα αδιέξοδα και την κρίση που βιώνει.

 

Αν υπάρχουν κάποιες χρονιές που ξεχωρίζουν από τις υπόλοιπες, όχι απαραίτητα με θετικό πρόσημο, το 2023 διεκδικεί βάσιμα μια θέση ανάμεσα σε αυτές, το αξίζει. Ήταν μια χρονιά γεμάτη μεγάλα, σημαντικά, συχνά συγκλονιστικά και αρνητικά γεγονότα που δεν μας άφησε ποτέ να πλήξουμε. Συμβαίνει όμως κάτι παράδοξο με αυτά. Λόγω της μεγάλης συχνότητάς τους και ενδεχομένως λόγω μειωμένων αντανακλαστικών, η κοινωνία δυσκολεύεται να τα παρακολουθήσει και να τα ιεραρχήσει όπως τους αρμόζει.

 

Αν υπάρχουν κάποιες χρονιές που ξεχωρίζουν από τις υπόλοιπες, όχι απαραίτητα με θετικό πρόσημο, το 2023 διεκδικεί βάσιμα μια θέση ανάμεσα σε αυτές, το αξίζει.

Έχουν τόση δύναμη, συμβαίνουν τόσο συχνά και μεταδίδονται με τόσο μεγάλη ταχύτητα που οι άνθρωποι αδυνατούν ακόμα και να τα επεξεργαστούν, να βγάλουν συμπεράσματα, να τα κατατάξουν σε μια αξιολογική κλίμακα και, τελικά, όταν πηγαίνουν στην κάλπη, αυτά απουσιάζουν από τη σκέψη και τη συνείδησή τους.

  

Μόλις ολοκληρώνεται ένα γεγονός το διαδέχεται ένα δεύτερο, πάλι ιδιαίτερης σημασίας, και συμβαίνει συχνά όλα αυτά να περνάνε στο συλλογικό μας υποσυνείδητο σχεδόν ακατέργαστα, χωρίς να προλαβαίνουμε να σκεφτούμε και να κάνουμε μια ορθολογική εκτίμηση η οποία θα μας δώσει τη δυνατότητα να κρίνουμε αντικειμενικά όσο αυτό είναι εφικτό. Έτσι, σχεδόν ασυνείδητα, διαμορφώνονται συμπεριφορές με βάση το θυμικό, παραστάσεις της στιγμής, την αναζήτηση του μικρότερου κακού· με έναν τρόπο εθιζόμαστε στο να ζούμε με ιδιαίτερα χαμηλές προσδοκίες και αυτό μας αρκεί..

 

Σε όλα αυτά συμμετοχή έχουν και πολλά μέσα ενημέρωσης, ιδιαίτερα τηλεοπτικά, που μεταδίδουν όσα συμβαίνουν με ένα περιγραφικό και επιδερμικό τρόπο, αρκεί αυτός να εντυπωσιάσει τους αποδέκτες. Αρκετά από αυτά αποφεύγουν την έρευνα και την παράθεση στοιχείων που θα βοηθήσουν να καταλάβουμε γιατί συνέβη ό,τι συνέβη, αποφεύγουν να δώσουν συνέχεια σε ένα σημαντικό γεγονός, εμποδίζοντας, όσους ενδιαφέρονται, να δουν τη μεγάλη εικόνα. Έτσι, αρκούνται στις μικρές και εντυπωσιακές.

 

Σύντομα, όσα συνέβησαν και με τον τρόπο που συνέβησαν μοιάζει να αποτελούν μακρινό παρελθόν. Άλλωστε, ένα νέο, μεγάλο γεγονός μάς περιμένει προσεχώς, που θα σκεπάσει το προηγούμενο, δεν έχουμε χρόνο να σκεφτούμε τα παλιά και ας συνέβησαν πριν από λίγους μήνες και ας προκάλεσαν μικρές ή μεγάλες τραγωδίες.

 

Μέσα από όλα αυτά τα μεγάλα που έγιναν το 2023 δοκιμάστηκαν τα κόμματα και το πολιτικό προσωπικό, οι θεσμοί, δοκιμάστηκε η χώρα σε πολλά και διαφορετικά επίπεδα, δοκιμάστηκε κυρίως η ίδια η κοινωνία, η οποία έκανε τη δική της αξιολόγηση, με βάση την οποία λειτουργεί σήμερα. Αν σκεφτεί κάποιος τη συμπεριφορά αν όχι της πλειονότητας αλλά σίγουρα ιδιαίτερα μεγάλης μερίδας του κόσμου, θα βγάλει ένα ασφαλές συμπέρασμα: τα ενδιαφέροντά της (και) λόγω της καθημερινής προσπάθειας για επιβίωση περιορίζονται στα τρέχοντα και όσα αφορούν την προσωπική ζωή. Η ανησυχία για όσα συμβαίνουν γύρω μας περιορίζεται, το ατομικό κυριαρχεί έναντι του συλλογικού: οι επιστήμονες θα μιλούσαν για την αρχή της παρακμής μιας κοινωνίας.

 

 

Όλες οι μετρήσεις που καταγράφουν τη διάθεση της κοινής γνώμης δείχνουν ότι δύο πόλεμοι που βρίσκονται σε εξέλιξη απασχολούν πια ως γεγονότα πολύ λίγους και όχι στον βαθμό που αντικειμενικά πρέπει να απασχολούν οι πόλεμοι· ένα μεγάλο σκάνδαλο, όπως αυτό των υποκλοπών, θεωρείται άνευ ιδιαίτερης σημασίας· η μεγάλη απαξίωση και υποβάθμιση θεσμών όπως οι ανεξάρτητες αρχές δεν κρίνεται ως κάτι σημαντικό, το ότι χάθηκαν επτακόσιες πενήντα ζωές μεταναστών αντιμετωπίζεται συχνά με μια φράση που συνοψίζει μια σχεδόν κυνική πολιτική στάση: «κρίμα, αλλά προέχουν τα δικά μας».

 

Έτσι, ή κάπως έτσι, πορεύεται η ελληνική κοινωνία όχι μόνο τη χρονιά που κλείνει αλλά και τα χρόνια που προηγήθηκαν, άλλωστε η κοινωνική και πολιτική συμπεριφορά είναι άθροισμα βιωμάτων μεγάλου χρόνου. Στην πορεία της αυτή η κοινωνία δείχνει μεγάλα περιθώρια ανοχής ακόμα και για όσους την επηρέασαν αρνητικά, εκφράζει μεγάλους φόβους, και ως μηχανισμούς άμυνας επιλέγει την ιδιωτικότητα και μικρούς περίκλειστους κόσμους, κινείται πιο συντηρητικά γιατί θεωρεί ότι αυτό τής δίνει ασφάλεια, μοιάζει παραδομένη σε όσα συμβαίνουν και δεν αντιδρά. Προτιμά την ησυχία της, που όμως τη βυθίζει πιο βαθιά.

 

Στη χρονιά που πέρασε επιβεβαιώθηκε, για παράδειγμα, η πολιτική βούληση της κυβέρνησης να απαξιώσει περισσότερο θεσμούς όπως οι ανεξάρτητες αρχές που θα λειτουργούσαν ως αντίβαρο σε μια μικρή ομάδα υπερεξουσιών που έχει συγκεντρωθεί στο Μέγαρο Μαξίμου και προσπαθεί να επηρεάσει, εκτός από τους θεσμούς, τα ΜΜΕ ακόμα και τη Δικαιοσύνη.

 

 

Ο Χρήστος Ράμμος, ένας κατά κοινή ομολογία ακέραιος δικαστής, αναγκάστηκε να καταγγείλει την ολιγωρία της Δικαιοσύνης για το σκάνδαλο και αυτό είχε κόστος για τον ίδιο. Φωτ.: Νίκος Παλαιολόγος/ SOOC

Στην περίπτωση των υποκλοπών αποδείχτηκαν με έναν χαρακτηριστικό τρόπο οι κυβερνητικές παρεμβάσεις, ο ίδιος ο πρωθυπουργός επιτέθηκε στην ΑΔΑΕ και τον πρόεδρό της, ενώ με υπόγειους ή ακόμα και ευθείς τρόπους αυτή η επίθεση εκφράστηκε και από τα προσκείμενα στην κυβέρνηση μέσα ενημέρωσης. Ο Χρήστος Ράμμος, ένας κατά κοινή ομολογία ακέραιος δικαστής, αναγκάστηκε να καταγγείλει την ολιγωρία της Δικαιοσύνης για το σκάνδαλο και αυτό είχε κόστος για τον ίδιο.

 

Αυτό είναι απλώς ένα παράδειγμα ενδεικτικό, το οποίο αναφέρεται στο παρόν σημείωμα περισσότερο για να αναδειχθεί η παθητική στάση μεγάλου μέρους της κοινωνίας σε σχέση με ένα μεγάλο σκάνδαλο, όπως αυτό των υποκλοπών, που αφορά την ίδια τη λειτουργία της δημοκρατίας. Είμαστε ελαστικοί στην κριτική μας, δεν μας απασχολεί ιδιαίτερα το αν η κεντρική εξουσία προσπαθεί να επιβάλει την επιρροή της σε όποιους θεσμούς μπορεί να λειτουργήσουν ως αντίβαρο σε όποιες κυβερνητικές αυθαιρεσίες· ακόμα, δεν δείχνουμε να μας αγγίζει ένα μεγάλο δράμα, όπως αυτό με τους μετανάστες που πνίγηκαν ανοιχτά της Πύλου.

 

Με τον τρόπο αυτό, και αρκετούς άλλους, έχει δημιουργηθεί ένας σύγχρονος ανθρωπότυπος ο οποίος θέλει απλώς την ησυχία του. Δεν εκφράζει όλους, εκφράζει σίγουρα πολλούς. Η κυβέρνηση έχει κάθε λόγο να τρίβει τα χέρια της από ικανοποίηση, οι μειωμένες προσδοκίες μας την εξυπηρετούν.

 

Κάπως έτσι, όμως, οι εξουσίες, χρησιμοποιώντας νόμιμα ή στα όρια της νομιμότητας μέσα, καταφέρνουν να ροκανίζουν τις δημοκρατίες. Δύο σημαντικοί καθηγητές του Χάρβαρντ, οι Steven Levitsky - Daniel Ziblatt, το όχι και τόσο μακρινό 2018, επισήμαναν αυτούς τους κινδύνους.

 

Σε ένα βιβλίο που είχε τον ιδιαίτερα ανησυχητικό τίτλο Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες αναφέρουν πως «από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου οι περισσότερες δημοκρατικές καταρρεύσεις προκλήθηκαν όχι από στρατηγούς και στρατιώτες αλλά από τις ίδιες τις εκλεγμένες κυβερνήσεις». Μελέτησαν ένα μεγάλο πρόβλημα των καιρών μας που αφορά την υιοθέτηση αυταρχικών πολιτικών και την υπονόμευση των δημοκρατιών μέσα από διαδικασίες ελέγχου των θεσμών που λειτουργούν στο πλαίσιο των δημοκρατιών.

 

Οι δυο καθηγητές βασίστηκαν στη μελέτη δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων που άσκησαν ή ασκούν αυταρχικές πολιτικές και αναφέρουν ως χαρακτηριστικά παραδείγματα τη Γεωργία, την Ουγγαρία, την Πολωνία (κρίνοντας το καθεστώς πριν από τις πρόσφατες εκλογές), τη Ρωσία κ.ά., δηλαδή χώρες με τις οποίες θα ήταν εντελώς αδόκιμο να συγκριθεί η δική μας. Η Ελλάδα δεν είναι Ουγγαρία και ο Μητσοτάκης δεν είναι Όρμπαν.

 

Όμως οι ελαστικές συνειδήσεις, οι μειωμένες προσδοκίες, οι χαμηλές απαιτήσεις για το συλλογικό καλό, ο περίκλειστος κόσμος μας, αποτελούν τις ιδανικές συνθήκες για να μπει και η χώρα μας σε επικίνδυνους δρόμους. Αναρωτιέμαι, όταν έρθει η ώρα της κυβερνητικής φθοράς, ποιος θα την εισπράξει; Σίγουρα όχι ο Κασσελάκης που ισχυρίζεται ότι διεκδικεί μια θέση ως ο δεύτερος πόλος της εξουσίας.

 

*Steven Levitsky - Daniel Ziblatt, Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες, εκδόσεις Μεταίχμιο

 

  

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *