γράφει ο Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος
Μιλώντας στη Βουλή ο πρωθυπουργός επέμεινε ότι μας κοιτάζει στα μάτια και μας διαβεβαιώνει ότι δεν υπήρξε καμία συγκάλυψη σε σχέση με τα Τέμπη, κοίταξε μάλιστα και προς το θεωρείο της Βουλής όπου κάθονταν συγγενείς θυμάτων του τραγικού δυστυχήματος.
Μόνο που κάνοντάς το αυτό, δηλαδή επιμένοντας στη γραμμή ότι δεν υπάρχουν πολιτικές ευθύνες της κυβέρνησής του και των υπουργών του για τα Τέμπη, ότι δεν υπήρξε μοντάζ των συνομιλιών που διέρρευσαν στον Τύπο, ότι δεν υπήρξε θέμα ενδεχόμενης παράτυπης μεταφοράς εύφλεκτου υλικού από την εμπορική αμαξοστοιχία και ότι η κυβέρνησή του λίγο πολύ τα έχει κάνει όλα καλά, απλώς επιβεβαίωσε, στην πράξη, την κατηγορία περί συγκάλυψης.
Γιατί ο πρωθυπουργός δεν βγήκε στη Βουλή να πει «καθαρός ουρανός αστραπές δεν φοβάται» ζητώντας ο ίδιος να προχωρήσει η διερεύνηση σε κάθε επίπεδο, ώστε να δοθούν απαντήσεις στα κρίσιμα ερωτήματα, που εξακολουθούν να μένουν αναπάντητα και να ξεπεραστεί η σκιά που ρίχνουν όλα εκείνα τα βήματα που επιλέχθηκαν και οι πράξεις που εκ των πραγμάτων σήμαιναν ότι στοιχεία καταστράφηκαν ή δεν αναζητήθηκαν.
Ο πρωθυπουργός ουσιαστικά βγήκε στη Βουλή και είπε ότι εάν έχεις 41%, 158 βουλευτές (και έναν «ανανήψαντα» «Σπαρτιάτη» ως bonus) τότε μπορείς να αποφασίσεις ότι έχει πάντα λιακάδα και άρα δεν τίθεται θέμα για αστραπές.
Ακόμη περισσότερο, σε ορισμένες στιγμές ο πρωθυπουργός επέλεξε έναν δρόμο διαστρέβλωσης ακόμη και της ίδιας της πραγματικότητας. Από την αποστροφή ότι το 88% των ευρωπαϊκών τρένων κινούνται περίπου με απουσία προηγμένων συστημάτων ασφαλείας, έως την τοποθέτηση που ξεκίνησε με την παραδοχή ότι εάν είχε ολοκληρωθεί η σύμβαση 717 πιθανώς να μην είχε γίνει το δυστύχημα για να καταλήξει στον μνημειώδη σε παραλογισμό και κυνισμό ισχυρισμό ότι εφόσον θα έπρεπε να είναι ολοκληρωμένη από το 2016, η δική του κυβέρνηση απαλλάσσεται της ευθύνης που δεν την είχε ολοκληρώσει το 2023.
Θέλω να είμαι ξεκάθαρος. Προφανώς και δεν περίμενα από τον πρωθυπουργό να πάει στη Βουλή και να αποδεχτεί όσα του προσάπτει η αντιπολίτευση. Έχει κάθε δικαίωμα να υπερασπιστεί το έργο της κυβέρνησής του και να προσπαθήσει να μειώσει το πολιτικό κόστος.
Αυτό που απαιτεί, όμως, η στοιχειώδης δημοκρατική ευθύνη είναι ο πρωθυπουργός να ηγηθεί της προσπάθειας να διερευνηθεί η υπόθεση πλήρως, να αποφευχθεί κάθε συγκάλυψη, να εξηγηθεί γιατί υπήρξαν πρακτικές που παρέπεμπαν σε συγκάλυψη και προφανώς να αποδοθούν ευθύνες, όλα αυτά δηλαδή που ζητά μετ΄ επιτάσεως η κοινωνία να γίνουν.
Αυτή την ευθύνη να εγγυηθεί τη διαδικασία διερεύνησης αρνήθηκε να αναλάβει ο πρωθυπουργός οχυρωμένος πίσω από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία που διαθέτει, την ίδια πλειοψηφία που πρόσφατα χρησιμοποιήθηκε για να μην αξιοποιηθεί η διαδικασία της εξεταστικής επιτροπής της Βουλής και να καταντήσει επί της ουσίας μια απλή καταγραφή αντικρουόμενων απόψεων.
Ακόμη περισσότερο, ο πρωθυπουργός όχι μόνο πήρε πάνω του την ευθύνη της άρνησης, να συζητηθεί το πώς θα υπάρξει πραγματική διερεύνηση της υπόθεσης, αλλά επέλεξε να επικαλεστεί ανυπόστατες «θεωρίες συνωμοσίας» σε βάρος του, στοχοποιώντας εμμέσως πλην σαφώς υποτιθέμενους «εχθρούς», χωρίς καν να κάνει τον κόπο να τους κατονομάσει.
Μόνο που μια τέτοια τακτική του πρωθυπουργού, η άρνηση δηλαδή οποιουδήποτε διαλόγου, η αποφυγή των θεσμικών βημάτων που θα μπορούσαν όντως να συμβάλουν σε αυτό που οφείλουμε στα αδικοχαμένα θύματα, δηλαδή στην αποκάλυψη της αλήθειας, και η οχύρωση πίσω από μια λογική «άσπρο – μαύρο», όπου υποτίθεται ότι η αλήθεια και η λογική είναι μόνο με την κυβερνητική πλειοψηφία, την οποία όλοι οι άλλοι επιβουλεύονται, αποτυπώνει ταυτόχρονα αλαζονεία και αδυναμία.
Γιατί μια πραγματικά ισχυρή κυβέρνηση δεν θα φοβόταν την από κοινού με την αντιπολίτευση διερεύνηση της υπόθεσης, δεν θα αναζητούσε «εχθρούς», δεν θα «έδειχνε με το δάχτυλο» διαρκώς, και προφανώς στην αγωνία της κοινωνίας και την βαθύτερη επίγνωση για το διαχρονικό βάθος των προβλημάτων (και των ευθυνών) δεν θα απαντούσε απλώς και μόνο «ήταν ανθρώπινο λάθος».
Δεν είναι τυχαίο, ότι όλη αυτή η στάση του πρωθυπουργού προκαλεί μια ανησυχία ακόμη και στο εσωτερικό της ίδιας της κυβέρνησης, που έκπληκτη είδε, ανάμεσα σε όλα τα άλλα, την αποπομπή από την κυβέρνηση δύο υπουργών επειδή πήγαν σε κοινωνική εκδήλωση προφανώς σε γνώση του πρωθυπουργού και σε συνεννόηση μαζί του, αποπομπή που δεν τήρησε τον κανόνα «δεν πυροβολούμε τον αγγελιοφόρο».
Αντιλαμβάνομαι ότι ο πρωθυπουργός αισθάνεται ισχυρός καθώς ακόμη και τώρα οι δημοσκοπικές μετρήσεις του δίνουν μια άνετη διαφορά από την αντιπολίτευση. Μόνο που αυτό που δεν καταλαβαίνει είναι ότι η απόσταση ανάμεσα στον κολοφώνα της ισχύος και την αρχή της πτώσης είναι κάποιες φορές σχεδόν ανεπαίσθητη. Μια πτώση που τις περισσότερες φορές είναι αποτέλεσμα λαθών και επιλογών σε σύγκρουση με τη λαϊκή βούληση, παρά «συνωμοσιών».
Ειδικά σε τέτοιες περιστάσεις, που η κυβερνητική στάση έρχεται σε ευθεία σύγκρουση όχι μόνο με το κοινό περί δικαίου αίσθημα, αλλά και με την κοινή λογική η προσπάθεια κατασκευής εχθρών με αναφορές σε οικονομικά και επιχειρηματικά συμφέροντα, που επιβουλεύονται την «καλή» κυβέρνηση και κάνουν τα πάντα για να την κλονίσουν, είναι προκλητική, αλλά και επικίνδυνη, στο βαθμό που προδίδει τον τρόπο που αντιδρά η κυβέρνηση Μητσοτάκη στην κριτική, στον έλεγχο, στην έρευνα που οφείλει να κάνει ο Τύπος, όταν ακριβώς τιμά το ρόλο του ως «τέταρτη εξουσία» και δεν τον ανταλλάσσει με αυτό του παράκεντρου εξουσίας.
Το αξίωμα του πρωθυπουργού συνιστά το ύψιστο ίσως προνόμιο σε μια δημοκρατία όπως η δική μας. Μόνο που αυτό το προνόμιο προϋποθέτει και τη μέγιστη ευθύνη. Όχι έναντι της «παράταξης», αλλά έναντι του ελληνικού λαού και των θεσμών της Ελληνικής Δημοκρατίας.
ΥΓ Πάντως τα «συμφέροντα» που δεν κατονομάζει ο πρωθυπουργός δεν κρύβονται, ούτε χρειάζονται κανέναν πληρεξούσιο. Εχουν εμφανιστεί, έχουν «μετρηθεί» σε εκλογές και το 2014 (με Μιχαλολιάκο) και το 2019 (με Βλαχάκο) και βγήκαν Νικητές απέναντι σε πολύ προβεβλημένα στελέχη της ΝΔ, που στήριζαν πρωθυπουργοί, όπως ο κ. Σαμαράς και ο κ. Μητσοτάκης.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου