γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα
Είναι πολύ όμορφα τα κρύα του
Νοεμβρίου. Το πιστεύω αυτό, γεννήθηκα ένα κρύο πρωινό του τρίτου μήνα του
φθινοπώρου (αν και για μένα πάντα ήταν ο πρώτος του χειμώνα). Πρώτο παιδί, την
πρώτη μέρα του ενδέκατου μήνα και, όπως λέει μια φίλη, με τρεις άσους στα
γενέθλιά μου.
Και έχω πολλά να θυμάμαι από
παλιούς Νοέμβριους - όχι πάντα ευχάριστα, ούτε πάντα ωραία. Αλλά ήταν γεγονότα
σημαντικά, εκτός από την ενηλικίωση που με βρήκε λίγο με ανακούφιση και λίγο με
τρόμο, πρωτοετής φοιτήτρια στο κτίριο της Νομικής Αθηνών. Το πτυχίο μου, η
πρώτη μου δουλειά με αμοιβή, η αρρώστια της μαμάς, αλλά και μερικές δύσκολες
αποφάσεις - κάποιες εξ ανάγκης, κάποιες από επιλογή.
Αυτό που πάντα θυμάμαι όμως από
αυτές τις ημέρες ήταν τα πρώτα κρύα. Ισως και οι πρώτες «κανονικές» βροχές. Τα
πρώτα ζεστά πλεκτά και τα μποτάκια για τη βροχή, το χουχούλιασμα στον καναπέ με
μια κουβέρτα, ο ουρανός που σκοτεινιάζει νωρίς και προδιαθέτει για περισσότερο
μέσα, για ζεστά ροφήματα και κανένα λίγο πιο «βαρύ» γλυκό. Κι οι μυρωδιές από
κυδώνι και βανίλια και λουκουμάδες με μέλι - να είχα λίγους τώρα... Αχ, μωρέ
μαμά, εσύ πώς τους πετύχαινες δεν ξέρω.
Φέτος μόνο με πρόδωσε ο καιρός -
τουλάχιστον έτσι νόμιζα ώς τα μέσα του μήνα. Οι πρώτες μέρες πέρασαν
ηλιόλουστες και ζεστές, σαν οι ουρανοί και τα μετεωρολογικά συστήματα να ήθελαν
να παρατείνουν το αναγκαίο φέτος καλοκαίρι - δεν είναι εποχές για θέρμανση και
πολλά έξοδα, δεν τα ευνοούν ούτε η εσωτερική κατάσταση της χώρας ούτε οι
διεθνείς συνθήκες. Τώρα περισσότερο από ποτέ.
Αλλά ένα πρωί -πολύ πρωί- ξύπνησα
με μύτη δροσερή. Και δυσκολεύτηκα να βγω από τα σκεπάσματα, παρ’ όλο που ο
γάτος δεν μου άφηνε περιθώριο για χουζούρι. Επαιζε με τα μαλλιά μου, μου
δάγκωνε τα δάχτυλα και μου έδινε τρυφερά μπατσάκια στο μάγουλα. Αν μιλούσε, θα
έλεγε: «Αντε καλέ, σήκω. Ξημέρωσε πια. Δεν με λυπάσαι που με αφήνεις νηστικό;».
Το νιαούρισμα, όλο παράπονο, δεν επιδεχόταν άλλη μετάφραση.
Ηταν κάπως σκοτεινά, αλλά τελικά
σηκώθηκα. Τάισα το αχόρταγο γατί και μετά άνοιξα τα παντζούρια. Αφησα λίγο
ανοιχτά τα παράθυρα να αεριστεί το σπίτι, τα έκλεισα γρήγορα. Ενιωσα μια ψύχρα.
Είχε ησυχία όταν κάθισα στο
σαλόνι με τον καφέ και το πρωινό. Και πολύ μου άρεσε που καθόμουν εκεί χαμηλά,
στο σκαμπό μου, με τη μάλλινη ζακέτα και ξυπόλυτη, να ζεσταίνω τις πατούσες μου
τρίβοντας τα πόδια στο χαλί. Η μέρα σκοτείνιασε κι άλλο και πριν προλάβω να
καταλάβω πώς, άρχισε να πέφτει η βροχή. Δεν την είδα στην αρχή, έκανα τον
πρωινό προϋπολογισμό της μέρας, αλλά την άκουσα. Τιν τιν τιν, στην κουπαστή και
στα κάγκελα, λίγο βαρύ τουφ τουφ τουφ στην τέντα.
Ο γάτος, χορτάτος κι αδιάφορος
-στο πιάτο μου δεν υπήρχε κάτι που να του αρέσει- ανέβηκε στην πλάτη της
πολυθρόνας και κοιτούσε έξω. Νομίζω ότι αυτή ήταν και η πρώτη βροχή της ζωής
του, αλλά δεν φάνηκε να συγκινείται μέσα στην ευμάρειά του. Εγώ μονάχα σκέφτηκα
ότι μέσα σε λίγους μήνες είχε γίνει μέλος του νοικοκυριού - και επέβαλλε ενίοτε
και τους κανόνες.
Εξω ήταν σίγουρα ένας Νοέμβριος
σαν αυτούς που περιγράφει ο Λόρκα.
«Ο ουρανός είχε μαραθεί./ Τι
απόγευμα αιχμάλωτο από τα σύννεφα,/ σφίγγα χωρίς μάτια./ Οβελίσκοι και
καμινάδες/ παράγουν σαπουνόφουσκες./ Τιν/ ταν./ Τιν/ ταν.
»Καμπυλωτοί ρυθμοί/ και ο αέρας
κοίλος/ πολεμιστές από ομίχλη/ κάνουν τα δέντρα καταπέλτες./ Τιν/ ταν./ Τιν/
ταν.
»Πόσο αργά είναι πια/ απόγευμα
ενός άλλου φιλιού!/ Χωρίς χρυσές αχτίδες!/ Αδειο κουδούνισμα/ και το απόγευμα
καταρρέει/ στην πύρινη σιωπή. Τιν/ ταν./ Τιν/ ταν»*.
Κι ενώ είχα αφεθεί να χαλαρώνω,
το γατί κατέβηκε και ήρθε στα πόδια μου. Ηθελε να παίξει, δαγκώνοντας τα
δάχτυλά μου. Ή να μου πει πως ήρθε η ώρα να κάνω πια καμιά δουλειά...
* «Νοέμβριος», Φεντερίκο Γκαρθία
Λόρκα, απόσπασμα σε ελεύθερη απόδοση από τα ισπανικά