Ακόμα άλλη μία επέτειος της
εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Μια επέτειος που οι συνθήκες την έκαναν να
ζωηρέψει. Είναι τόσα πολλά αυτά που απασχολούν όλους τους πολίτες. Είναι τόσες
οι κατραπακιές και οι απογοητεύσεις για τους νεότερους. Που ζουν με λίγα ή με δανεικά.
Πρωτίστως κινδυνεύουν να πάψουν να ονειρεύονται. Να γίνουν τα όνειρα οπτασίες.
Η επέτειος του Πολυτεχνείου
μπορεί να δώσει σάρκα στις οπτασίες. Να τις μεταγγίσει το αίμα όσων ένωσαν τις
φωνές τους εκείνες τις μέρες. Την αγωνία για το μέλλον. Τον ζωικό φόβο από τη
σιδερόφραχτη στρατιωτική και αστυνομική δύναμη της καταστολής. Και χειραγώγησης
των φρονημάτων. Της χορείας εκείνων που δεν έγιναν γνωστοί. Που δεν επιδίωξαν
τιμές και αξιώματα. Που δεν χαϊδεύτηκαν από τα μέσα ενημέρωσης κάθε φορά που κυκλοφορούσαν
καινούργιο συγγραφικό πόνημα.
Το «Πολυτεχνείο» επιστρέφει.
Δίνει νόημα στο παρόν. Αρκεί να απομονωθούν οι κρότου-λάμψης, οι παλικαριές της
εξουσίας στους δρόμους. Αρκεί να διαβαστούν οι ζωές όσων, παρέα με τους φόβους
τους, πήραν θέση. Κουβαλώντας τις μυρουδιές και τις φωνές των κατατρεγμένων
στους τόπους τους. Που βίωσαν τον αποκλεισμό.
Ενας απ’ αυτούς είναι ο Δημήτρης
Παπαχρήστος. Εκφωνητής στις μέρες του Νοέμβρη. Που η φωνή του, η βραχνάδα του,
τρύπωσε σε όλα τα σπίτια σώζοντας την αξιοπρέπεια ενός λαού. Του ανθρώπου που
δάνεισε τη φωνή τους σε όλους τους νέους και τους πολίτες, οι οποίοι ένιωθαν να
έχουν σβερκωθεί από ένα καθεστώς που απεχθανόταν τη δημοκρατία. Που ήθελε να
εμφυσήσει τον φόβο στους πολίτες. Να τους κάνει να σκύψουν το κεφάλι μπροστά
στον «Μεγάλο Αδελφό» της αυταρχικής εξουσίας.
Επιστροφή στην αφετηρία. Χωρίς
τις στρεβλώσεις που επικάθισαν πάνω από όσα έγιναν εκείνον τον Νοέμβριο αλλά
και τη μετα-χουντική, δαιδαλώδη πορεία ενίων εξ αυτών.
Αυτή την αφετηρία εικονοποιεί ο
Παπαχρήστος. Μπορεί να ειπωθούν διάφορα για τον ίδιο, κυρίως για τη διαχείριση
του «μύθου» του. Ομως κράτησε τη σκυτάλη των ονείρων της μεταπολιτευτικής
γενιάς του. Και αυτό γιατί ως χαρακτήρας υπήρξε «μουρλοσκοτωμένος», όπως τον
αποκαλούσε η μάνα του. Που έγινε τίτλος στο σχετικά πρόσφατο αυτοβιογραφικό
βιβλίο του.
«Είμαστε άοπλοι» ήταν η
επαναλαμβανόμενη φράση που ακουγόταν από τον ραδιοφωνικό σταθμό των
φοιτητών/τριών. Ο ίδιος όμως κατέβηκε από τον Αγιο Γεώργιο της βόρειας Εύβοιας
οπλισμένος. Μπαρουτοθήκη του ήταν η μνήμη της προσφυγιάς που πλήρωσε τις
πολιτικές αστοχίες. Στις αποσκευές του κουβαλούσε εικόνες, ακούσματα και λόγια
από ανθρώπους που πάλεψαν για τον τόπο στα βουνά της Πίνδου και απορρίχτηκαν
στα εξοριονήσια ως επικίνδυνοι για τον τόπο.
Ο Παπαχρήστος δίνει βήμα σε όλους
αυτούς. Στο «Πολυτεχνείο» πήγε μαζί τους. Ενιωσε την υποχρέωση να κρατήσει
ζωντανές τις εικόνες. Να μεταφυτέψει τα όνειρα. Σεβασμός, τουλάχιστον.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου