–Φεύγω, της είπε. Επιτέλους,
φεύγω.
Το έλεγε με αποφασιστικότητα που
την τρόμαζε. Πώς παίρνεις την απόφαση να φύγεις, να αλλάξεις δουλειά, πόλη,
χώρα, ζωή. Τι είναι αυτό που κάνει έναν άνθρωπο να ξεριζωθεί;
Εψαχνε χρόνια δουλειά στο
εξωτερικό, έπαιρνε μέρος σε διαγωνισμούς, σε κάποιους πήγε πολύ καλά, αλλά όταν
οι ανθυποψήφιοί της τα πήγαιναν καλύτερα, άφηνε μια ανάσα ανακούφισης. Σαν να
ήλπιζε πως κάτι θα γίνει και δεν θα χρειαστεί να φύγει, να εγκαταλείψει την εδώ
ζωή. Κι όμως, παρά τις ικανότητες και τα προσόντα της –τυπικά και ουσιαστικά
ήταν πράγματι εντυπωσιακά–, δεν έβρισκε την αναγνώριση που της άξιζε.
Για τους γονείς, για τους φίλους,
για το καλοκαιρινό φως και τις θάλασσες και τα νησιά και τα δάση και τα βουνά.
Αλλά και για έναν έρωτα που την έκανε να πετάει και ταυτόχρονα να πατάει γερά
στη γη και να αγωνίζεται. Να ελπίζει ότι όλα θα αλλάξουν, ότι όλα μπορούν να
αλλάξουν, και πως τίποτα δεν πάει χαμένο. Δεν ζητούσε πολλά: μια δουλειά που να
της επιτρέπει να ζει χωρίς να φοβάται το αύριο. Να μην περιμένει τις λίγες
μετρημένες ημέρες διακοπών το καλοκαίρι για να ξεχαστεί και μετά να γυρνάει
στην ίδια πιεστική ρουτίνα.
Τους τελευταίους μήνες έλεγε όλο
πιο συχνά «Κουράστηκα», «Δεν μπορώ πια» ή «Δεν αντέχω άλλο». Συχνά, όταν
συναντιόντουσαν, τα μάτια της έμοιαζαν κλαμένα και κόκκινα. Το ήξερε. Είχε
αγωνιστεί πολύ, είχε στριμώξει τη ζωή της στο ελάχιστο, στο απολύτως
απαραίτητο, στο «Δεν πειράζει, αυτό θα το κάνω αργότερα». Ωσπου δεν έβλεπε πια
αυτό το αργότερα.
Εκείνο το απόγευμα του Νοεμβρίου,
πίνοντας καφέ σε ένα γραφικό μαγαζί του κέντρου, κι ενώ έπεφτε το πρώτο
σκοτάδι, τα εξομολογήθηκε όλα. Οτι δεν ήθελε πια να περιμένει ένα καλύτερο
αύριο και να αγωνίζεται χωρίς αντίκρισμα. Οτι δεν άντεχε να μετράει τη ζωή με
τις μέρες που αρκούσε ο μισθός. Και πως δεν ήθελε να βλέπει τις μέρες που
έφευγαν άδειες, ίδιες και απαράλλαχτες. Ηταν νέα, αλλά χαρές εντόπιζε μόνο στο
παρελθόν. Σε ένα παλιό ταξίδι, τότε που όλα ήταν καλύτερα, σε πράγματα που
έστρωσαν τον δρόμο των ονείρων. Αλλά πια είχε φοβηθεί. Δεν έβλεπε μπροστά.
Οταν τη ρώτησε αν ήταν σίγουρη,
απάντησε: «Σίγουρη για τίποτα δεν είμαι. Αλλά πρέπει να αντιδράσω πριν
βυθιστώ». Τότε της είπε ότι είχε χωρίσει. «Δεν βρίσκαμε πια καμία χαρά μαζί.
Πόσο αντέχεις να ζεις μόνο μπροστά σε μια τηλεόραση με σειρές και ταινίες;
Επαψε να προσπαθεί πριν από μένα. Με άφησε να τον αφήσω».
Κοίταξε έξω με στεγνό βλέμμα.
«Αυτή η δουλειά ήταν αυτό που χρειαζόμουν. Ηρθε την πιο κατάλληλη στιγμή».
Εξήγησε ότι της εξασφάλιζαν έναν πραγματικά καλό μισθό, θα κάλυπταν μέρος των
εξόδων της για μετακινήσεις και –αν όλα πήγαιναν καλά– σε δύο χρόνια θα
διεκδικούσε μια καλή προαγωγή. Και, «τέλος πάντων, έχω αρχίσει πάλι να ελπίζω
για το καλύτερο», είπε. «Αυτό φτάνει για να ξεκινήσω».
Εφυγαν από το καφέ ώρες μετά.
Είχε νυχτώσει για τα καλά και, καθώς έκανε ψύχρα, λίγος κόσμος περπατούσε στους
δρόμους. Ακόμη και οι τουρίστες είχαν κλειστεί στα ξενοδοχεία. Είπαν να
περπατήσουν στα στενά της Πλάκας και να πάρουν το τρένο στο Θησείο.
Σε ένα από εκείνα τα γνώριμα
στενά, κάτω από τον σκούρο ουρανό τα φωτισμένα παλιά σπίτια έμοιαζαν να έχουν
βγει από ταινία του ελληνικού κινηματογράφου. Τους φάνηκε ότι μύριζε γιασεμί ή
νυχτολούλουδο ή φρέσκια πρασινάδα.
Εβγαλε το τηλέφωνό της και
τράβηξε μια φωτογραφία. «Δεν ξέρω πότε θα μπορέσω να κάνουμε ξανά αυτήν τη
βόλτα», είπε. «Θα έρθεις να με δεις μόλις τακτοποιηθώ;».
Της το υποσχέθηκε. «Θα μου
στέλνεις φωτογραφίες από τη φωτισμένη πόλη;» Το υποσχέθηκε και αυτό.
Στο τρένο της επιστροφής,
κάθονταν κρατώντας η μια το μπράτσο της άλλης. Οπως τότε που γύριζαν από τις
σχολικές κοπάνες. Και δεν είπαν τίποτα άλλο.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου