Το προσωπικό ημερολόγιο δεν είναι κάτι το σύνηθες –ο κόσμος σπάνια έχει χρόνο για κάτι τέτοιο- έχει όμως μια ξεχωριστή μαγεία.
Ανατρέχοντας σε καταχωρήσεις του περασμένου χρόνου, πολλές φορές τα γεγονότα έχουν εκπληκτική ομοιότητα με τα τεκταινόμενα του σήμερα – ή φαίνονται σα να συνέβησαν χθες, αποδεικνύοντας την εσφαλμένη αντίληψη του χρόνου που έχουμε ως άνθρωποι. Ωστόσο, η αντίληψη αυτή είναι το θέμα που αναλύει η δημοσιογράφος και συγγραφέας ψυχολογίας Κλώντια Χάμοντ σε σχετικό της άρθρο.
Στο άρθρο της αναλύεται α) η άποψη ότι η αντίληψή μας του χρόνου δημιουργείται ενεργά από τον ίδιο μας τον εγκέφαλο και β) το τι αποκαλούν «χρόνο του νου» οι νευρολόγοι και οι ψυχολόγοι.
Όσο αλλόκοτο κι αν φαίνεται το όλο θέμα –άλλωστε, έχουμε μεγαλώσει με την ακλόνητη πίστη ότι ο χρόνος είναι ένα από τα λίγα απολύτως αξιόπιστα και αντικειμενικά πράγματα στη ζωή- τόσο μυστηριωδώς ενθαρρυντική είναι η σκέψη ότι το φαινόμενο, που απεικονίζεται ως ο ανελέητος δικτάτορας της ζωής, μπορεί να αποτελέσει πηγή πλεονεκτημάτων.
Η Χάμοντ γράφει:
«Η εμπειρία του χρόνου δημιουργείται από εμάς τους ίδιους στο νου μας, άρα μπορούμε να αλλάξουμε τα στοιχεία που θεωρούμε προβληματικά –είτε προσπαθώντας να σταματήσουμε τα χρόνια που κυλούν σα νερό, να επιταχύνουμε το χρόνο που περιμένουμε σε μια ουρά, ή να ζήσουμε περισσότερο το παρόν. Όσο εχθρός μπορεί να φαίνεται ο χρόνος, μπορεί να γίνει φίλος, αρκεί να τον χαλιναγωγήσουμε κατάλληλα. Η αντίληψη του χρόνου είναι πολύ σημαντική γιατί μας δένει με τη νοητική μας πραγματικότητα. Ο χρόνος δεν είναι μονάχα η καρδιά του τρόπου οργάνωσης της ζωής μας, αλλά και ο τρόπος που τη βιώνουμε».
Οι παράξενες και ελαστικές ιδιότητες του χρόνου
Ανάμεσα στα πιο ενδιαφέροντα παραδείγματα του «χρόνου του νου» είναι η ελαστικότητα του πώς βιώνουμε το χρόνο. Όταν βιώνουμε τον απόλυτο τρόμο, ο χρόνος κυλά αργά· η Χάμοντ παραθέτει μια έρευνα που έδειξε πως οι αραχνοφοβικοί, από τους οποίους ζητήθηκε να κοιτάξουν μια αράχνη για 45 δευτερόλεπτα, δήλωσαν ότι η διάρκεια του χρόνου τους φάνηκε πολύ μεγαλύτερη. Το ίδιο παρατηρήθηκε και σε αρχάριους της ελεύθερης πτώσης, οι οποίοι παρατήρησαν ότι οι πτώσεις των συναδέλφων τους διήρκησαν ελάχιστα, ενώ οι δικές τους (από το ίδιο ύψος) κράτησαν πολύ.
Αντίθετα, ο χρόνος μοιάζει να επιταχύνει καθώς γερνάμε, ένα φαινόμενο που πολλές θεωρίες έχουν αποπειραθεί να εξηγήσουν. Η μια χρησιμοποιεί απλά μαθηματικά, υποστηρίζοντας ότι ένα έτος φαίνεται μικρότερο αν είμαστε 40 ετών παρά αν είμαστε 8, λόγω του ότι θα είναι το ένα τεσσαρακοστό της ζωής μας, αντί για το ένα όγδοο. Όμως, η Χάμοντ δε δείχνει να πείθεται: Η κάθε στιγμή, ανάλογα με τη φύση των εμπειριών που εμπεριέχει, κυλάει διαφορετικά.
Μια άλλη θεωρία υποστηρίζει ότι ίσως ευθύνονται οι ρυθμοί της ζωής που έχουν αυξηθεί και την κάνουν να μοιάζει συντομότερη.
Όμως, είναι σίγουρο ότι κάτι αλλάζει με τα χρόνια: Καθώς γερνάμε, τείνουμε να νιώθουμε ότι η περασμένη δεκαετία πέρασε πολύ γρήγορα, ενώ οι προηγούμενες πέρασαν αργά. Παρόμοια, πιστεύουμε ότι ορισμένα γεγονότα που συνέβησαν μέσα στην περασμένη δεκαετία έλαβαν χώρα πολύ πιο πρόσφατα (θυμηθείτε· πότε συνέβη το τσουνάμι στην Ιαπωνία; ). Αντίστροφα, θεωρούμε ότι γεγονότα που συνέβησαν πάνω από δέκα χρόνια πριν, έλαβαν χώρα πολύ πιο πριν.
Αυτό, λέει η Χάμοντ, λέγεται «σύμπτυξη προς τα μπρος». Φαίνεται λες και ο χρόνος συμπιέστηκε και τα πράγματα μοιάζουν κοντινότερα απ’ όσο πραγματικά είναι.
Η πιο ξεκάθαρη εξήγηση ονομάζεται «υπόθεση καθαρότητας μνήμης» και την πρότεινε ο ψυχολόγος Νόρμαν Μπράντμπερν το 1987. Μιας και ξέρουμε ότι οι αναμνήσεις ξεθωριάζουν με το χρόνο, χρησιμοποιούμε την καθαρότητα της μνήμης σαν οδηγό για το πόσο πρόσφατη είναι. Επομένως, αν μια ανάμνηση μοιάζει θολή, υποθέτουμε ότι συνέβη πιο παλιά.
Ωστόσο, ο εγκέφαλος εξακολουθεί και καταγράφει το χρόνο, αν και όχι πάντα με ακρίβεια. Η Χάμοντ εξηγεί τους παράγοντες της εσωτερικής μας χρονομέτρησης:
«Είναι ξεκάθαρο ότι το σύστημα μέτρησης του χρόνου από τον εγκέφαλό μας είναι ευέλικτο. Λαμβάνει υπ’ όψη του παράγοντες όπως συναισθήματα, απορρόφηση, προσδοκίες, τις απαιτήσεις ενός έργου, ακόμα και τη θερμοκρασία. Ρόλο παίζει και η αίσθηση που χρησιμοποιούμε: Ένα ακουστικό γεγονός μοιάζει μεγαλύτερο χρονικά από ένα οπτικό. Όμως, η αντίληψη του χρόνου, όπως τη δημιουργεί ο νους, μοιάζει τόσο αληθινή που πάντα εκπλησσόμαστε όταν αντιλαμβανόμαστε ότι συγχέουμε τη χρονική τοποθέτηση ενός γεγονότος».
Για την ακρίβεια, η μνήμη σχετίζεται άμεσα με τη σύγχυση αυτή. Γνωρίζουμε ότι ο χρόνος επηρεάζει τη μνήμη, αλλά και η μνήμη δημιουργεί και μεταπλάθει τη χρονική μας εμπειρία. Η αντίληψή μας του παρελθόντος ενώνεται με την αντίληψη του παρόντος σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ όσο φανταζόμαστε. Η μνήμη ευθύνεται για τις παράξενες και ελαστικές ιδιότητες του χρόνου.
Όμως, μυστηριωδώς, θυμόμαστε εντονότερα εμπειρίες που είχαμε ανάμεσα στα 15 και τα 25 μας. Ο λόγος; Η περίοδος αυτή είχε πολλές καινούργιες εμπειρίες –την πρώτη σεξουαλική επαφή, την πρώτη μας δουλειά, το πρώτο μας ταξίδι χωρίς τους γονείς, την πρώτη εμπειρία της ζωής μακριά από το σπίτι. Το νέο πράγμα έχει πολύ ισχυρό αντίκτυπο στη μνήμη.
Η Χάμοντ πιστεύει ότι επειδή η μνήμη και η ταυτότητα είναι τόσο στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους, η περίοδος ανάμεσα στα 15 και τα 25 είναι μεγάλης σημασίας όσον αφορά τη δημιουργία της θέσης μας στον κόσμο, οπότε η μνήμη συχνά ανασύρει αναμνήσεις από την περίοδο αυτή, ως συστατικά στοιχεία της σημερινής μας ταυτότητας. Το ίδιο συμβαίνει και με μεταγενέστερες εμπειρίες που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ταυτότητά μας, όπως για παράδειγμα η αλλαγή επαγγέλματος.
Άρα, τι μας κάνει να τοποθετούμε χρονικά τα γεγονότα με μεγαλύτερη ακρίβεια; Η Χάμοντ συνοψίζει…
«Είναι πιθανότερο να τοποθετήσουμε σωστά ένα γεγονός εάν ήταν ξεχωριστό, έντονο, καθοριστικό ή κάτι που επαναλήφθηκε πολλές φορές στη συνέχεια».
«Tο παράδοξο των διακοπών»
Πάντως, μια από τις πιο μαγευτικές περιπτώσεις χρονικής στρέβλωσης είναι αυτό που η Χάμοντ αποκαλεί «το παράδοξο των διακοπών – δηλαδή η αίσθηση ότι οι ευχάριστες διακοπές περνούν γρήγορα, αλλά φαίνονται μεγάλες όταν κάνουμε ανασκόπηση των γεγονότων». Αυτό προκαλείται από το ότι βλέπουμε το χρόνο με δύο διαφορετικούς τρόπους, μέσω των προσδοκιών και μέσω της ανασκόπησης. Χρησιμοποιούμε τους δύο αυτούς τρόπους για να μετρήσουμε το πέρασμα του χρόνου. Συνήθως βρίσκονται σε ισορροπία, αλλά οι αξιοσημείωτες εμπειρίες τη διαταράσσουν, κάποιες φορές δραματικά.
Σε αυτό οφείλεται και το ότι δεν θα συνηθίσουμε ποτέ – πάντα θα αντιλαμβανόμαστε το χρόνο με τους δύο αυτούς τρόπους και πάντα θα εκπλησσόμαστε κάθε φορά που πηγαίνουμε διακοπές.
Όπως αναλύσαμε και παραπάνω, έτσι και το παράδοξο των διακοπών έχει να κάνει με την ποιότητα και τη συγκέντρωση νέων εμπειριών, ειδικά σε αντίθεση με την καθημερινή ρουτίνα. Όλο το έτος ο χρόνος μοιάζει να κυλά κανονικά, και χρησιμοποιούμε την αρχή της εργάσιμης μέρας, τα σαββατοκύριακα και την ώρα που πάμε για ύπνο για να μετράμε το χρόνο. Όμως, άπαξ και πάμε διακοπές, η αλλαγή παραστάσεων, ήχων και εμπειριών δημιουργεί μια δυσανάλογη αίσθηση πρωτοτυπίας, πράγμα που επηρεάζει την αντίληψή μας του χρόνου.
Κλείνοντας, η Χάμοντ γράφει ότι «δε θα αποκτήσουμε ποτέ τον απόλυτο έλεγχο αυτής της ιδιόμορφης διάστασης. Ο χρόνος θα στρεβλώνεται, όσα κι αν μάθουμε γι’ αυτόν. Όμως, όσα περισσότερα μάθουμε, τόσο θα μπορούμε να του δίνουμε το σχήμα που εμείς θέλουμε. Μπορούμε να τον επιταχύνουμε ή να τον καθυστερήσουμε. Μπορούμε να θυμόμαστε το παρελθόν καλύτερα και να προβλέπουμε το μέλλον με μεγαλύτερη ακρίβεια».
http://www.e-reportaz.gr/
Ανατρέχοντας σε καταχωρήσεις του περασμένου χρόνου, πολλές φορές τα γεγονότα έχουν εκπληκτική ομοιότητα με τα τεκταινόμενα του σήμερα – ή φαίνονται σα να συνέβησαν χθες, αποδεικνύοντας την εσφαλμένη αντίληψη του χρόνου που έχουμε ως άνθρωποι. Ωστόσο, η αντίληψη αυτή είναι το θέμα που αναλύει η δημοσιογράφος και συγγραφέας ψυχολογίας Κλώντια Χάμοντ σε σχετικό της άρθρο.
Στο άρθρο της αναλύεται α) η άποψη ότι η αντίληψή μας του χρόνου δημιουργείται ενεργά από τον ίδιο μας τον εγκέφαλο και β) το τι αποκαλούν «χρόνο του νου» οι νευρολόγοι και οι ψυχολόγοι.
Όσο αλλόκοτο κι αν φαίνεται το όλο θέμα –άλλωστε, έχουμε μεγαλώσει με την ακλόνητη πίστη ότι ο χρόνος είναι ένα από τα λίγα απολύτως αξιόπιστα και αντικειμενικά πράγματα στη ζωή- τόσο μυστηριωδώς ενθαρρυντική είναι η σκέψη ότι το φαινόμενο, που απεικονίζεται ως ο ανελέητος δικτάτορας της ζωής, μπορεί να αποτελέσει πηγή πλεονεκτημάτων.
Η Χάμοντ γράφει:
«Η εμπειρία του χρόνου δημιουργείται από εμάς τους ίδιους στο νου μας, άρα μπορούμε να αλλάξουμε τα στοιχεία που θεωρούμε προβληματικά –είτε προσπαθώντας να σταματήσουμε τα χρόνια που κυλούν σα νερό, να επιταχύνουμε το χρόνο που περιμένουμε σε μια ουρά, ή να ζήσουμε περισσότερο το παρόν. Όσο εχθρός μπορεί να φαίνεται ο χρόνος, μπορεί να γίνει φίλος, αρκεί να τον χαλιναγωγήσουμε κατάλληλα. Η αντίληψη του χρόνου είναι πολύ σημαντική γιατί μας δένει με τη νοητική μας πραγματικότητα. Ο χρόνος δεν είναι μονάχα η καρδιά του τρόπου οργάνωσης της ζωής μας, αλλά και ο τρόπος που τη βιώνουμε».
Οι παράξενες και ελαστικές ιδιότητες του χρόνου
Ανάμεσα στα πιο ενδιαφέροντα παραδείγματα του «χρόνου του νου» είναι η ελαστικότητα του πώς βιώνουμε το χρόνο. Όταν βιώνουμε τον απόλυτο τρόμο, ο χρόνος κυλά αργά· η Χάμοντ παραθέτει μια έρευνα που έδειξε πως οι αραχνοφοβικοί, από τους οποίους ζητήθηκε να κοιτάξουν μια αράχνη για 45 δευτερόλεπτα, δήλωσαν ότι η διάρκεια του χρόνου τους φάνηκε πολύ μεγαλύτερη. Το ίδιο παρατηρήθηκε και σε αρχάριους της ελεύθερης πτώσης, οι οποίοι παρατήρησαν ότι οι πτώσεις των συναδέλφων τους διήρκησαν ελάχιστα, ενώ οι δικές τους (από το ίδιο ύψος) κράτησαν πολύ.
Αντίθετα, ο χρόνος μοιάζει να επιταχύνει καθώς γερνάμε, ένα φαινόμενο που πολλές θεωρίες έχουν αποπειραθεί να εξηγήσουν. Η μια χρησιμοποιεί απλά μαθηματικά, υποστηρίζοντας ότι ένα έτος φαίνεται μικρότερο αν είμαστε 40 ετών παρά αν είμαστε 8, λόγω του ότι θα είναι το ένα τεσσαρακοστό της ζωής μας, αντί για το ένα όγδοο. Όμως, η Χάμοντ δε δείχνει να πείθεται: Η κάθε στιγμή, ανάλογα με τη φύση των εμπειριών που εμπεριέχει, κυλάει διαφορετικά.
Μια άλλη θεωρία υποστηρίζει ότι ίσως ευθύνονται οι ρυθμοί της ζωής που έχουν αυξηθεί και την κάνουν να μοιάζει συντομότερη.
Όμως, είναι σίγουρο ότι κάτι αλλάζει με τα χρόνια: Καθώς γερνάμε, τείνουμε να νιώθουμε ότι η περασμένη δεκαετία πέρασε πολύ γρήγορα, ενώ οι προηγούμενες πέρασαν αργά. Παρόμοια, πιστεύουμε ότι ορισμένα γεγονότα που συνέβησαν μέσα στην περασμένη δεκαετία έλαβαν χώρα πολύ πιο πρόσφατα (θυμηθείτε· πότε συνέβη το τσουνάμι στην Ιαπωνία; ). Αντίστροφα, θεωρούμε ότι γεγονότα που συνέβησαν πάνω από δέκα χρόνια πριν, έλαβαν χώρα πολύ πιο πριν.
Αυτό, λέει η Χάμοντ, λέγεται «σύμπτυξη προς τα μπρος». Φαίνεται λες και ο χρόνος συμπιέστηκε και τα πράγματα μοιάζουν κοντινότερα απ’ όσο πραγματικά είναι.
Η πιο ξεκάθαρη εξήγηση ονομάζεται «υπόθεση καθαρότητας μνήμης» και την πρότεινε ο ψυχολόγος Νόρμαν Μπράντμπερν το 1987. Μιας και ξέρουμε ότι οι αναμνήσεις ξεθωριάζουν με το χρόνο, χρησιμοποιούμε την καθαρότητα της μνήμης σαν οδηγό για το πόσο πρόσφατη είναι. Επομένως, αν μια ανάμνηση μοιάζει θολή, υποθέτουμε ότι συνέβη πιο παλιά.
Ωστόσο, ο εγκέφαλος εξακολουθεί και καταγράφει το χρόνο, αν και όχι πάντα με ακρίβεια. Η Χάμοντ εξηγεί τους παράγοντες της εσωτερικής μας χρονομέτρησης:
«Είναι ξεκάθαρο ότι το σύστημα μέτρησης του χρόνου από τον εγκέφαλό μας είναι ευέλικτο. Λαμβάνει υπ’ όψη του παράγοντες όπως συναισθήματα, απορρόφηση, προσδοκίες, τις απαιτήσεις ενός έργου, ακόμα και τη θερμοκρασία. Ρόλο παίζει και η αίσθηση που χρησιμοποιούμε: Ένα ακουστικό γεγονός μοιάζει μεγαλύτερο χρονικά από ένα οπτικό. Όμως, η αντίληψη του χρόνου, όπως τη δημιουργεί ο νους, μοιάζει τόσο αληθινή που πάντα εκπλησσόμαστε όταν αντιλαμβανόμαστε ότι συγχέουμε τη χρονική τοποθέτηση ενός γεγονότος».
Για την ακρίβεια, η μνήμη σχετίζεται άμεσα με τη σύγχυση αυτή. Γνωρίζουμε ότι ο χρόνος επηρεάζει τη μνήμη, αλλά και η μνήμη δημιουργεί και μεταπλάθει τη χρονική μας εμπειρία. Η αντίληψή μας του παρελθόντος ενώνεται με την αντίληψη του παρόντος σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ όσο φανταζόμαστε. Η μνήμη ευθύνεται για τις παράξενες και ελαστικές ιδιότητες του χρόνου.
Όμως, μυστηριωδώς, θυμόμαστε εντονότερα εμπειρίες που είχαμε ανάμεσα στα 15 και τα 25 μας. Ο λόγος; Η περίοδος αυτή είχε πολλές καινούργιες εμπειρίες –την πρώτη σεξουαλική επαφή, την πρώτη μας δουλειά, το πρώτο μας ταξίδι χωρίς τους γονείς, την πρώτη εμπειρία της ζωής μακριά από το σπίτι. Το νέο πράγμα έχει πολύ ισχυρό αντίκτυπο στη μνήμη.
Η Χάμοντ πιστεύει ότι επειδή η μνήμη και η ταυτότητα είναι τόσο στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους, η περίοδος ανάμεσα στα 15 και τα 25 είναι μεγάλης σημασίας όσον αφορά τη δημιουργία της θέσης μας στον κόσμο, οπότε η μνήμη συχνά ανασύρει αναμνήσεις από την περίοδο αυτή, ως συστατικά στοιχεία της σημερινής μας ταυτότητας. Το ίδιο συμβαίνει και με μεταγενέστερες εμπειρίες που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ταυτότητά μας, όπως για παράδειγμα η αλλαγή επαγγέλματος.
Άρα, τι μας κάνει να τοποθετούμε χρονικά τα γεγονότα με μεγαλύτερη ακρίβεια; Η Χάμοντ συνοψίζει…
«Είναι πιθανότερο να τοποθετήσουμε σωστά ένα γεγονός εάν ήταν ξεχωριστό, έντονο, καθοριστικό ή κάτι που επαναλήφθηκε πολλές φορές στη συνέχεια».
«Tο παράδοξο των διακοπών»
Πάντως, μια από τις πιο μαγευτικές περιπτώσεις χρονικής στρέβλωσης είναι αυτό που η Χάμοντ αποκαλεί «το παράδοξο των διακοπών – δηλαδή η αίσθηση ότι οι ευχάριστες διακοπές περνούν γρήγορα, αλλά φαίνονται μεγάλες όταν κάνουμε ανασκόπηση των γεγονότων». Αυτό προκαλείται από το ότι βλέπουμε το χρόνο με δύο διαφορετικούς τρόπους, μέσω των προσδοκιών και μέσω της ανασκόπησης. Χρησιμοποιούμε τους δύο αυτούς τρόπους για να μετρήσουμε το πέρασμα του χρόνου. Συνήθως βρίσκονται σε ισορροπία, αλλά οι αξιοσημείωτες εμπειρίες τη διαταράσσουν, κάποιες φορές δραματικά.
Σε αυτό οφείλεται και το ότι δεν θα συνηθίσουμε ποτέ – πάντα θα αντιλαμβανόμαστε το χρόνο με τους δύο αυτούς τρόπους και πάντα θα εκπλησσόμαστε κάθε φορά που πηγαίνουμε διακοπές.
Όπως αναλύσαμε και παραπάνω, έτσι και το παράδοξο των διακοπών έχει να κάνει με την ποιότητα και τη συγκέντρωση νέων εμπειριών, ειδικά σε αντίθεση με την καθημερινή ρουτίνα. Όλο το έτος ο χρόνος μοιάζει να κυλά κανονικά, και χρησιμοποιούμε την αρχή της εργάσιμης μέρας, τα σαββατοκύριακα και την ώρα που πάμε για ύπνο για να μετράμε το χρόνο. Όμως, άπαξ και πάμε διακοπές, η αλλαγή παραστάσεων, ήχων και εμπειριών δημιουργεί μια δυσανάλογη αίσθηση πρωτοτυπίας, πράγμα που επηρεάζει την αντίληψή μας του χρόνου.
Κλείνοντας, η Χάμοντ γράφει ότι «δε θα αποκτήσουμε ποτέ τον απόλυτο έλεγχο αυτής της ιδιόμορφης διάστασης. Ο χρόνος θα στρεβλώνεται, όσα κι αν μάθουμε γι’ αυτόν. Όμως, όσα περισσότερα μάθουμε, τόσο θα μπορούμε να του δίνουμε το σχήμα που εμείς θέλουμε. Μπορούμε να τον επιταχύνουμε ή να τον καθυστερήσουμε. Μπορούμε να θυμόμαστε το παρελθόν καλύτερα και να προβλέπουμε το μέλλον με μεγαλύτερη ακρίβεια».
http://www.e-reportaz.gr/
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου