Του Παντελή Μπουκάλα
Παράλληλα προς τα κανονικά
Ευαγγέλια, παράλληλα και προς τα Απόκρυφα, αλλά μάλλον λίγο πιο κοντά τους,
ξετυλίγονταν ανά τους αιώνες οι λαϊκές αφηγήσεις για τον Ιησού και την Παναγία.
Ωσπου έπαψαν να λέγονται από γιαγιάδες και παππούδες, όταν ο κόσμος της
προφορικότητας υποχώρησε μπροστά στον κόσμο της εγγραμματοσύνης και της
τεχνολογίας, και πια τα παραμύθια πλάθονται από ειδικευμένους και προβάλλονται
από μικρά ή μεγάλα κουτιά με γυάλινη όψη, σε οικουμενικό κοινό. Στις
ιστοριούλες της λαϊκής παράδοσης ανιχνεύεται η ίδια –πάντα ακόρεστη–
ερμηνευτική επιθυμία που οργάνωνε και τις προχριστιανικές μυθολογικές
αφηγήσεις: Τίποτε δεν μπορεί και δεν πρέπει να μείνει ανεξήγητο, αδικαιολόγητο,
αγενεαλόγητο. Και παντού είναι δυνατό –εφόσον είναι επιθυμητό– να εντοπιστεί η
ευεργετική ή τιμωρητική παρέμβαση κάποιας θεότητας ή αγίου.
Αίφνης, γιατί είναι πικρά τα
λούπινα, που αναγκάστηκαν να τα χρησιμοποιήσουν σαν αλεύρι οι άνθρωποί μας στην
Κατοχή, αλέθοντάς τα, ή και σαν όσπριο, ενώ μέχρι τότε τα περιφρονούσαν; Την
εξήγηση, για πιστεύοντες και μη, τη δίνει μια κρητική ιστορία που την
αποθησαύρισε ο Δημ. Λουκόπουλος στη «Νεοελληνική μυθολογία» (1940): «Οταν οι
Εβραίοι σταύρωσαν το Χριστό πάνω στο Γολγοθά, θρηνώντας ξεκίνησε και η Παναγία,
η μητέρα του, να πάει να τον ιδεί. Στο δρόμο σήκωνε τα άγια χέρια της και
χτυπιόνταν στα μάτια. Τραβούσε τα μαλλιά της, τα μαδούσε και τα ’ριχνε κάτω.
Και σαν να μην έφτανε η ανείπωτη αυτή λύπη, όπως περπατούσε σε κήπους, τα
φορέματά της μπερδεύονταν στις λουπινιές που ήταν αναμεταξύ και ξεσχίζονταν.
Στενοχωρήθηκε πολύ, και τότε λέει στη λουπινιά: “Η πίκρα που μου ’βαλες, σε
σένα να γυρίσει, κι όπως τώρα τα χείλη μου είναι πικρά, να γίνονται πικροί οι
καρποί σου”. Τα λόγια τούτα σαν άκουσε ο περιβολάρης, κατάλαβε το κακό που τον
περιμένει και λέει στην Παναγία: “Κακό μεγάλο έριξες στο περιβόλι, κυρά και
Παναγία μου!”. “Δεν είναι αδιόρθωτο”, του απάντησε η μητέρα του Χριστού. “Βάνε
σε νερό μέσα τα λούπινα τρεις ημέρες και θα γίνονται γλυκά, όπως και η ίδια
ιστορία εξηγεί γιατί η ροδοδάφνη ή πικροδάφνη έχει χυμό φαρμάκι και κόκκινα
λουλούδια. Την καταράστηκε κι αυτήν η Παναγία, γιατί δυσκόλευε τον δρόμο της:
«Και συ ροδοδάφνη, την πίκρα μου να πάρεις, κι ως είναι τα χείλη μου πικρά, να
γίνει και το ζουμί σου, κι ως είναι το πρόσωπό μου κόκκινο από τη λύπη, να
γίνουν τα λουλούδια σου». Και τα τριαντάφυλλα, πώς κοκκίνισαν; «Απ’ το νερό που
νίφτηκαν / τα χέρια του Πιλάτου, / κοκκίνισαν στον κήπο του / τ’ άσπρα
τριαντάφυλλά του», λέει ο Γεώργιος Δροσίνης. Εδώ όμως διεκδικεί δικαίωμα λόγου
ο αρχαίος μύθος: Ετρεχε κλαίγοντας η Αφροδίτη να προλάβει τον θνήσκοντα Αδωνη,
την πλήγωναν τ’ αγκάθια των ρόδων και, όπως έγραφε ο Βίων ο Σμυρναίος στον
«Επιτάφιος Αδώνιδος»: «αίμα ρόδον τίκτει, τα δε δάκρυα ταν ανεμώναν». Ενα θαύμα
αιώνιο η αγία αφέλεια.
kathimerini.gr
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου