Μου το φύλαγε από πέρυσι, όταν
είχα γράψει ότι μάταια προσπαθούσε όλο σχεδόν το καλοκαίρι να κεντρώσει [με
ενοφθαλμισμό] μια καστανιά. Του είχε στοιχίσει που τον ανέφερα στις στήλες της
εφημερίδας. Μου είχε εκφράσει το παράπονό του στο τηλέφωνο.
«Βρε καλέ μου, προσπάθησα να
εξισορροπήσω, ούτε όνομα είχα γράψει ούτε τόπο - ποιος κατάλαβε ότι αναφερόμουν
σε σένα;».
Εφέτος με πήρε από το χέρι και με
οδήγησε στον κήπο του. Μια υπέροχη φουντωτή καστανιά δέσποζε και επισκίαζε όλα
του τα άλλα «επιτεύγματα» [εισοδήματα: ροδιές, κερασιές, μηλιές, κάθε είδους
ζαρζαβατικό και λοιπά]. Στεκόταν σαν γύφτικο σκεπάρνι και περίμενε την
αντίδρασή μου. Τι να έλεγα ο καψερός; Τον συνεχάρην από καρδιάς αλλά δεν
μπορούσα να μη χαμογελάω μέσα μου.
Εκείνο το δημοσίευμα τον είχε
πεισμώσει και παρά τις τόσες του αποτυχημένες ώς εκείνη τη στιγμή προσπάθειες,
τελικά τα κατάφερε. Ημουν ευτυχής αλλά δεν τολμούσα να του το πω.
Τι μου ήρθε πάλι; «Αφού λοιπόν
έγινες ειδικός στα κεντρώματα, καιρός να μας μάθεις πώς να κεντρώσουμε το είναι
μας, να βάλουμε νέα βλαστήματα, να γίνουμε καινούργοι άνθρωποι, πιο άνθρωποι,
να αναζωογονηθούμε, αδερφέ».
Με κοιτάζει σαν χάννος. «Βρε,
βλάκα, βάλθηκες να μας τρελάνεις; Μια το ένα μια το άλλο, δεν κάθεσαι καμιά
φορά ήσυχος;».
Είμαστε περισσότερο φίλοι παρά
ξαδέρφια [«Τον φίλο -έλεγε στους άλλους για να με πικάρει- τον διαλέγεις· τον
συγγενή τον τρως στη μάπα, εκών άκων»]. Παρέμεινα σοβαρός. «Το εννοώ -απαντώ-
βαρέθηκα να σε πειράζω για τα ίδια πράγματα όσο κι αν κάθε φορά είναι
διαφορετικό το χιούμορ. Θέλω να γράψω ένα άλλο κεφάλαιο στα πειράγματα και τους
αστεϊσμούς, και όχι μόνο σ’ αυτά· επιθυμώ να ξαναρχίσουμε το παιγνίδι όχι των
ηλικιών αλλά της πραγμάτευσης της κάθε μέρας».
Τα μάτια του έχουν γίνει προς
στιγμή σαν του Κυριάκου Μητσοτάκη. Γρήγορα συνέρχεται και με αγγίζει φιλικά
στην πλάτη. Με κερνάει ένα τσίπουρο και αρχίζει να μιλάει περί ανέμων και
υδάτων. Είναι σίγουρο πως έχει αρχίσει να ανησυχεί, πως έχω κόψει καπίστρι με
άλλα λόγια, ή πως έχω ήδη αμολήσει φτερούλι.
«Το "κέντρωμα" είναι
δημιουργικό -το ξαναπαίρνω από την αρχή- το βλάστημα οφείλει να εισχωρήσει στον
κορμό, να απλώσει τους χυμούς του, οι χυμοί να γίνουν αποδεκτοί από τη
στειρότητα, να γίνουν ίδιο σπέρμα του δέντρου [Θαλής: Πάντων τα σπέρματα την
φύσιν υγράν έχειν]. Να βρούμε ένα βλάστημα πνευματικό, να το βάλουμε στο σώμα
μας, θα πρέπει να γίνουμε όμως από μόνοι μας καλοί κεντρωτές, θα πρέπει να
βρούμε γόνιμο βλάστημα».
Αρχίζει να κάνει [κρυφά] τον
σταυρό του και με ξεπροβοδίζει ευγενικά. Πήγαινε στο καλό, ξάδερφε και εύχομαι
να βρεις βλαστήματα, κεντρωτές, ό,τι γουστάρες, όχι εδώ, όμως. Στην ευχή του
θεού [δεν ήξερα ότι ήταν και θρήσκος].
Το βράδυ στο καφενείο είχαμε μια
ενδιαφέρουσα συζήτηση περί των τριών ειδών κεντρώματος ίσαμε τις πρώτες πρωινές
ώρες. Δεν είπα τίποτα για πνευματικά βλαστήματα και ας απουσίαζε ο συγγενής μου
[έκανε δυο μέρες να με πλησιάσει, με επιφυλακτικότητα, παρακαλώ - ποιος ξέρει·
ίσως να είχε και δίκιο].
Αφορμή για το σημείωμα, η
συνέντευξη του Κυριάκου Μητσοτάκη στη Θεσσαλονίκη.