Γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα
-Τι δώρο θέλεις για τη γιορτή
σου;
Η ερώτηση της θείας προκάλεσε την
αντίδραση της μαμάς.
-Δεν χρειάζεται τίποτα. Να μην
πάρεις τίποτα. Εχουμε πει ότι δεν ζητάμε τίποτα.
Η μικρούλα έριξε δειλά βλέμματα.
Μια προς τη μαμά, μια προς τη θεία.
-Γενικά δεν ζητάμε, σωστά, αλλά
όταν η θεία θέλει να πάρει ένα δώρο στην ανιψιά της που πάει πρώτη φορά
σχολείο, στο σχολείο που θα μάθει γράμματα και πολλά πολλά ακόμα, δεν πειράζει
να ζητήσει κάτι.
Η μαμά δεν αντέδρασε. Η θεία ήταν
αποφασισμένη, η κόρη της ενθουσιασμένη.
-Λοιπόν; Ξαναρώτησε η θεία.
-Μολύβια, πολλά χρωματιστά
μολύβια. Και νερομπογιές, και μπλοκ, και πινέλα, και μια τσάντα να τα βάζω
μέσα, είπε το κοριτσάκι με ζέση.
-Μα, σου πήραμε. Ηταν στη λίστα
για το σχολείο, απάντησε η μαμά.
-Ναι, αλλά εγώ θέλω να έχω τα
δικά μου.
-Δικά σου είναι κι αυτά.
-Οχι, αυτά είναι του σχολείου.
Θέλω τα δικά μου, αυτά που θα ζωγραφίζω ό,τι θέλω, όχι ό,τι θα μου λένε.
Ηταν η ώρα να παρέμβει η θεία,
που είχε γίνει πάλι 6 ετών, τότε που κι εκείνη ήθελε να μπορεί να ζωγραφίζει
όσο θέλει, όποτε θέλει, όχι μόνο όσο όριζε το σχολικό πρόγραμμα. Αυτό που όσο
μεγάλωνε γινόταν όλο και πιο πιεστικό.
Της άρεσε το σχολείο, αλλά μέχρι
που το τελείωσε –μαζί με το πανεπιστήμιο– ποτέ δεν είχε προλάβει να χαρεί τα
δικά της μολύβια και μπλοκ. Από μικρό παιδί είχε την αίσθηση του καθήκοντος
–χαρακτήρας; Της το έμαθαν;– αυτά που την ευχαριστούσαν τα στρίμωχνε στις ώρες
της ξεκούρασης. Ετσι, άρχισε να ζωγραφίζει όσο ήθελε μετά, μεγάλη, έχοντας ήδη
πιάσει δουλειά.
-Εχει δίκιο το κορίτσι. Πρέπει να
έχει δικά του χρώματα και μπλοκ, άλλα από του σχολείου. Αυτό θα είναι το δώρο
σου.
Η μαμά γέλασε –καλλιτεχνική
ιδιοσυγκρασία και κείνη, καταλάβαινε.
Δύο μέρες μετά, η θεία πήγε στο
χαρτοπωλείο. Διάλεξε ένα ωραίο μαγαζί. Από εκεί που ψώνιζε συχνά τη δική της
γραφική ύλη: το αναγκαίο σημειωματάριο που δεν εγκατέλειπε ποτέ την τσάντα της
–πάντα είχε την απορία γιατί όσο πάλιωναν τα σημειωματάρια αυτά γίνονταν πιο
βαριά–, στιλό, φακέλους, τέτοια πράγματα.
Της άρεσε αυτό το μαγαζί γιατί
δεν έμοιαζε με τα βιβλιοπωλεία-πολυκαταστήματα, που πουλάνε τα πάντα, από γόμες
και ξύστρες μέχρι ηλεκτρονικούς υπολογιστές και φωτογραφικές μηχανές. Της άρεσε
και η μυρωδιά του, χαρτί και μελάνι, μια αδιόρατη αίσθηση αποσμητικού χώρου που
θύμιζε ξύλο και δέντρα, κέδρο ίσως, ή πεύκο. Δεν ήταν σίγουρη.
Κι ύστερα, θα της έφτιαχναν ένα
ωραίο δέμα το δώρο, με όμορφο χαρτί περιτυλίγματος, που δεν θα είχε τη σαρωτική
φίρμα μιας εταιρείας, αλλά θα προϊδέαζε για κάτι άλλο, πιο προσωπικό, που θα
είχε λίγη φροντίδα παραπάνω.
Στο χαρτοπωλείο την γνώριζαν. Της
έδωσαν ένα καλαθάκι και την άφησαν να διαλέξει: μπλοκ ακουαρέλας, μπλοκ
ιχνογραφίας, νερομπογιές και τέμπερες, πινέλα και μολύβια, γόμες και ξύστρες,
μαρκαδόρους, και φυσικά ξυλομπογιές. Ενιωθε σαν παιδάκι σε πάρκο με ζαχαρωτά.
Αν ήταν για κείνη, θα ήταν πιο φειδωλή, πιο προσεκτική, αλλά για τη μικρή...
Την ώρα που ετοίμαζαν το δώρο,
προσεκτικά και με μαεστρία, σκεφτόταν πόσο χαρούμενη ήταν. Οχι μόνο γιατί όταν
προσφέρεις χαρά, η μισή τουλάχιστον είναι δική σου, αλλά γιατί ήξερε τη δύναμη
που κρύβουν τα χρώματα και τα μολύβια. Είναι σαν αυτή των βιβλίων: σε βάζουν
στο καράβι της φαντασίας και σε ταξιδεύουν σε κόσμους που μόνο εσύ είδες και
που δεν θα δει ποτέ κανείς άλλος, ούτε ο πιο παρατηρητικός θεατής της εικόνας.
Κάθε ζωγραφιά, κάθε πίνακας ζωγραφικής κρύβουν τη χαρά σου, τη λύπη σου, τις
σκέψεις που σε βασάνιζαν όταν τα έφτιαχνες και τις ελπίδες που έσπρωχναν τον
χρωστήρα σου.
Οταν πήγε το δώρο στην ανιψιά της
της είπε μόνο:
-Τα μολύβια σου. Καλό ταξίδι.
ΥΓ. Τώρα μπορείτε να πάτε στη
διπλανή στήλη και στη γενναιόδωρη Νόρα. + ΑΥΤΟ
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου