Στις αρχές Μαρτίου του 1969, η
διεθνής κοινή γνώμη κεραυνοβολήθηκε από μια σχεδόν απίστευτη είδηση: Σοβιετική
´Ενωση και Λαϊκή Κίνα, οι δύο γίγαντες του κομμουνιστικού στρατοπέδου, που
ορκίζονταν στον διεθνισμό, εμπλέκονταν σε συνοριακές, στρατιωτικές συγκρούσεις
για μια ασήμαντη βραχονησίδα στον ποταμό Ουσούρι. Αν και η ατμόσφαιρα ήταν
βαριά ήδη από τη ρήξη Μάο-Χρουστσόφ, το 1960, ακόμη και οι μυστικές υπηρεσίες
των ΗΠΑ δυσπιστούσαν για το βάθος της αντιπαράθεσης. Η σύγκρουση του 1969, που
κράτησε έξι ολόκληρους μήνες –και δεν ξεπεράστηκε οριστικά παρά μόνο με τη
συνοριακή διευθέτηση του 1991– ώθησε τους Νίξον και Κίσινγκερ να ρίξουν γέφυρες
προς την Κίνα, γεγονός που έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην έκβαση του Ψυχρού
Πολέμου. Σχεδόν μισό αιώνα αργότερα, η αμοιβαία καχυποψία που χαρακτήριζε τις
σινορωσικές σχέσεις σε όλη τη σύγχρονη ιστορία, με μόνη εξαίρεση τη δεκαετία
του 1950, φαίνεται να αποτελεί πλέον παρελθόν. Στις γιγαντιαίες ασκήσεις του
ρωσικού στρατού Vostok-2018, που διεξάγονται αυτές τις μέρες, συμμετέχει για
πρώτη φορά και δύναμη του κινεζικού στρατού. Αν σκεφθεί κανείς ότι ακόμη και
στο πρόσφατο παρελθόν τα σενάρια των ασκήσεων προέβλεπαν και αναχαίτιση
εισβολής από την Κίνα, η εξέλιξη είναι θεαματική. Οι πρόεδροι των δύο χωρών,
Βλαντιμίρ Πούτιν και Σι Τζινπίνγκ, επιθεώρησαν τα γυμνάσια. Λίγο νωρίτερα,
είχαν συναντηθεί στο Βλαδιβοστόκ όπου υπογράμμισαν τη σημαντική επέκταση των
οικονομικών σχέσεων μεταξύ των χωρών τους και την κοινή τους πρόθεση να
οργανώσουν τις διμερείς εμπορικές συναλλαγές τους με βάση τα εθνικά νομίσματα
και όχι το αμερικανικό δολάριο.
Πέραν της πολύ καλής σχέσης
μεταξύ Πούτιν και Σι, υπάρχουν πολλοί παράγοντες που ωθούν στη σύσφιγξη των
δεσμών μεταξύ των δύο μεγάλων δυνάμεων της Ανατολής. Οι δυνατότητες και οι
ανάγκες τους, τουλάχιστον στη σημερινή συγκυρία, έχουν περισσότερο
συμπληρωματικό παρά ανταγωνιστικό χαρακτήρα. Η Ρωσία αποτελεί πολύτιμη πηγή
ενέργειας, οπλικών συστημάτων και ορισμένων τεχνολογιών αιχμής για την Κίνα.
Επιπλέον, η υποστήριξη του Πούτιν στο μεγαλεπήβολο σχέδιο του Σι, το «Μία Ζώνη
- Eνας Δρόμος», προσφέρει στην Κίνα μια σίγουρη ευρασιατική οδό προς την
Ευρώπη. Από την πλευρά του, το Πεκίνο μπορεί να εξασφαλίσει τη ροή κάθε είδους
καταναλωτικών αγαθών προς τη Ρωσία, όπως και σοβαρές επενδύσεις, εξισορροπώντας
τις απώλειες που προκαλούν οι κλυδωνισμοί των σχέσεών της με τη Δύση.
Καταλυτικό ρόλο στη σινορωσική
προσέγγιση παίζει η επιθετική πολιτική της Ουάσιγκτον απέναντι και στις δύο
χώρες. Παρά τη διακηρυγμένη πρόθεση του Ντόναλντ Τραμπ για κάποιου είδους συνεννόηση
με τη Μόσχα, η αντιρωσική υστερία στην Ουάσιγκτον κλιμακώνεται, οι κυρώσεις
εναντίον της Ρωσίας ενισχύονται και η επέκταση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς
συνεχίζεται. Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση Τραμπ συνεχίζει τη γραμμή που χάραξε
ο Μπαράκ Ομπάμα για αναχαίτιση της αναδυόμενης Κίνας, με τη στρατηγικής
σημασίας απόφασή του να μεταφέρει το 60% των ναυτικών δυνάμεων της αμερικανικής
υπερδύναμης στη ζώνη Ασίας -Ειρηνικού.
Εμπορικός πόλεμος
Σε αυτά ήρθε να προστεθεί η
κήρυξη εμπορικού πολέμου κατά της Κίνας με την επιβολή δασμών ύψους 50 δισ.
δολαρίων στις κινεζικές εισαγωγές, τον Ιούνιο. «Οι εμπορικοί πόλεμοι είναι καλό
πράγμα και εύκολο να κερδηθούν», είχε δηλώσει τότε ο Τραμπ, υπολογίζοντας ότι
το τεράστιο πλεόνασμα της Κίνας στις συναλλαγές της με τις ΗΠΑ θα υποχρέωναν
την ηγεσία της να υποκύψει στην αμερικανική πίεση. Ωστόσο, για τον Σι Τζινπίνγκ
και τον ηγετικό πυρήνα του ΚΚ Κίνας τίποτα δεν στέκεται πιο ψηλά από το διεθνές
κύρος μιας χώρας που εννοεί να πρωταγωνιστήσει στον 21ο αιώνα. Το Πεκίνο απάντησε
με αντίποινα ανάλογης έκτασης και τώρα ο Τραμπ απειλεί με νέες κυρώσεις, ύψους
200 δισ., κάτι που είναι πολύ πιθανό να προκαλέσει ανάλογη απάντηση από την
κινεζική πλευρά, με αποτέλεσμα έναν ανοιχτό, μεγάλης κλίμακας εμπορικό πόλεμο.
Αυτό που διακυβεύεται για τους Αμερικανούς δεν είναι μόνο ο περιορισμός του
εμπορικού ελλείμματος με την Κίνα –κάτι που, έστω και δύσκολα, θα μπορούσε να
διευθετηθεί– αλλά, κατά κύριο λόγο, ο αποκλεισμός της από την πρώτη ταχύτητα
της διεθνούς ανάπτυξης στις τεχνολογίες αιχμής.
Με τις επιθετικές, μονομερείς
κινήσεις της, η κυβέρνηση Τραμπ φαίνεται να αγνοεί τη συνετή συμβουλή του Χένρι
Κίσινγκερ, να αποτρέψει με κάθε τρόπο τη συγκρότηση μιας μεγάλης ευρασιατικής
συμμαχίας Ρωσίας-Κίνας εναντίον των ΗΠΑ. Η αλήθεια είναι, όμως, ότι η προοπτική
αυτή παραμένει, για την ώρα, μακρινή. Ο Ρώσος πανεπιστημιακός Γιούρι Ταβρόφσκι
θεωρεί τη φιλολογία περί στρατηγικής συμμαχίας παρατραβηγμένη. «´Oπως λένε οι
Κινέζοι, υπάρχει ζεστασιά στην κορυφή και κρύο στη βάση», αναφέρει στο Russia
Today, εξηγώντας ότι, παρά τη θερμή σχέση Πούτιν-Σι, οι σινορωσικές σχέσεις δεν
έχουν το αναγκαίο οικονομικό βάθος.
Στρατηγική συμμαχία; ´Οχι ακόμη,
αλλά...
Η Ρωσία είναι μόλις ο 12ος
οικονομικός εταίρος της Κίνας, καλύπτοντας το 2% των εξαγωγών της, ενώ οι ΗΠΑ βρίσκονται
σταθερά στην πρώτη θέση, απορροφώντας το 19% των κινεζικών εξαγωγών. ´Οσο για
την εξωτερική πολιτική και την ασφάλεια, η εικόνα είναι αντίστροφη. Η σημερινή
Ρωσία, συνεχίζοντας μια παράδοση που ξεκινάει από την τσαρική Αυτοκρατορία,
έχει στρατιωτική και διπλωματική ισχύ παγκόσμιας δύναμης, παρά τις
περιορισμένες οικονομικές δυνατότητές της. Αντίθετα η Κίνα, παρότι στα
περισσότερα διεθνή προβλήματα, από τη Συρία και το Ιράν μέχρι τη Βόρεια Κορέα,
συμφωνεί με τη Ρωσία, αποφεύγει τις προβολές ισχύος πέρα από τον άμεσο
γεωγραφικό της περίγυρο. Φυσικά, όλα αυτά μπορεί να αλλάξουν και η «εγκάρδια
συνεννόηση» μεταξύ Μόσχας και Πεκίνου να μετεξελιχθεί σε πραγματική
πολιτικοστρατιωτική συμμαχία. Ιδίως αν η Ουάσιγκτον επιμείνει στον μονομερή
ηγεμονισμό της που, σε βάθος χρόνου, πετυχαίνει τα αντίθετα από τα
προσδοκώμενα: αντί για έναν «νέο αμερικανικό αιώνα», την επιτάχυνση της
αμερικανικής υποχώρησης.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου