“(!ΚΛΙΚ!)
Αυτό το κλικ έγινε στο κεφάλι
του. Ήταν ο ήχος που κάνει μια ασφάλεια όταν βραχυκυκλώνει και καίγεται.”
Στήβεν Κινγκ, Νεκρωτταφίο Ζώων.
“Τα παίρνεις όλα πολύ στα
σοβαρά,ήταν τα λόγια του ληστή
Έχουν περάσει όλα αυτά πάει
καιρός πολύς
Εδώ απάνω στα βουνά δεν δίνουν δεκάρα
τσακιστή
Για ό,τι έχει κερδηθεί, για ό,τι
έχει πια χαθεί”.
Ο παλιάτσος κι ο ληστής, Δ.
Σαββόπουλος
“There must be some way out of here,
said the joker to the thief.
There’s too much confusion
I can’t get no relief”
All Along the Watchtower, Bob Dylan
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Υπάρχει ένα μέρος στον Νέστο που
λέγεται Παράδεισος.
Ίσως ακούγεται υπερβολικό σε
όποιον δεν έχει βρεθεί εκεί. Κατά κάποιο τρόπο είναι. Πιο πολύ θα του ταίριαζε
να λεγόταν Μικρός Παράδεισος.
Γιατί ο Κήπος της Εδέμ ήταν
αχανής, με τέσσερις γιγάντιους ποταμούς. Στον Παράδεισο του Νέστου υπάρχει μόνο
ένας, μικρός σε σχέση με τον Ευφράτη, και σίγουρα δεν είναι αχανής κοιλάδα.
Αλλά σε όποιον αρέσουν οι μικρές
καταστάσεις, οι πιο προσωπικές, ο Παράδεισος εκείνος θα τους φανεί πιο
παραδεισένιος απ’ το μεγαθήριο της Εδέμ.
Εκεί βρέθηκα, σ’ αυτό τον
παράδεισο μινιατούρα, τυχαία ή μπορεί και όχι, όταν μου γύρισε η βίδα.
~~{}~~
Δεν είναι δύσκολο να σου συμβεί,
να σου γυρίσει η βίδα εννοώ. Οι περισσότεροι άνθρωποι σχοινοβατούμε πάνω σε μια
τρίχα γαϊδουρινής υπομονής, μια γαϊδουρινή τρίχα έστω. Χωρίς δίχτυ ασφαλείας.
Δεξιά κι αριστερά το κενό. Λίγο
να παραπατήσεις, λίγο να χάσεις την ισορροπία σου κι έπεσες – ρίχνοντας απ’ τα
σύννεφα κι όλους εκείνους που πίστευαν ότι φαινόσουν ήσυχος άνθρωπος.
Το πώς θα σου γυρίσει η βίδα,
ίσως να ’ναι θέμα χαρακτήρα. Αλλά μόνο δυο γενικές κατηγορίες υπάρχουν:
Αριστερόστροφα και δεξιόστροφα, προς τα έξω και προς τα μέσα.
Αν σου γυρίσει προς τα έξω, τότε
αλίμονο στους ανθρώπους που θα βρεθούν κοντά σου τη λάθος στιγμή.
Ένα κλικ είναι. Ένα κλικ
σκανδάλης και καθαρίζεις όποιον στέκεται μπρος σου. Συμβαίνει συχνά.
Αν σου γυρίσει προς τα μέσα,
είναι πιο εύκολα τα πράγματα. Απλώς βρίσκεις ένα ψηλό μέρος, σαν τον watchtower
του Dylan, και μετράς πόσα δευτερόλεπτα θα σου πάρει μέχρι να φτάσεις κάτω.
Αυτό ακριβώς έκανα κι εγώ όταν
πήγα στον Παράδεισο του Νέστου.
~~{}~~
Ήμουν σαράντα έξι χρονών όταν μ’
απέλυσαν απ’ τη δουλειά μου. Τι ακριβώς έκανα, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει
ότι μέχρι τότε έβγαζα δυο χιλιάρικα τον μήνα, ότι το έκανα είκοσι τρία χρόνια
κι ότι δεν ήξερα να κάνω τίποτα άλλο.
Έμεινα δυο χρόνια άνεργος. Ξόδεψα
την αποζημίωση, ήπια τόνους τζιν, με χώρισε η γυναίκα μου και πήρε μαζί τις δυο
κόρες μας.
Δεν μου γύρισε η βίδα, όχι. Δεν
ξέρω γιατί, αλλά δεν νομίζω ότι μπορεί να βρεθεί μια ασφαλής εξίσωση για να
προλαμβάνουμε τα στριψίματα της βίδας – γενικά και σε όλους.
Ένα κλικ είναι, αλλά πότε δεν
ξέρεις πώς θα γίνει, πότε θα καεί η ασφάλεια.
~
Υποτίθεται ότι έπρεπε να δίνω
διατροφή στην πρώην γυναίκα μου 300 ευρώ. Πού να τα βρω; Έμενα σ’ ένα υπόγειο
κι έτρωγα έξι μέρες τη βδομάδα ρύζι. Την Κυριακή μακαρόνια. Κι αυτά τα ’παιρνα
απ’ το Κοινωνικό Παντοπωλείο.
Έψαξα για μια καλή δουλειά, στο
πτυχίο μου, αλλά ποιος θέλει να προσλάβει έναν καταθλιπτικό μεσήλικα; Εγώ
πάντως δεν θα μ’ έπαιρνα.
Με χίλια ζόρια, βρήκα δουλειά ως
ανεξάρτητος πωλητής του «!Η-Επανάσταση-Στο-Μπάνιο!»
Το «ανεξάρτητος» ακούγεται ωραίο,
αλλά δεν είναι. Σημαίνει ότι πληρωνόμουν με ποσοστά επί των πωλήσεων και μόνο.
Τι είναι το
«!Η-Επανάσταση-Στο-Μπάνιο!»; Ένα σύστημα για ν’ ασφαλίζεις το σιφόνι του
μπάνιου μ’ ένα πάτημα του ποδιού. Τέρμα στους αφρούς, τέρμα στις κατσαρίδες. Το
πατάς και ξενοιάζεις. Και κοστίζει μόνο 5 ευρώ (+ΦΠΑ).
Για να πουλήσω, πήγαινα σ’ όλες
τις κλαδικές εκθέσεις, πήγαινα σε μπαρ και ξενοδοχεία, πήγαινα στα σπίτια πόρτα
πόρτα. Έτρεχα δώδεκα ώρες τη μέρα κι έλεγα ξανά και ξανά και ξανά και ξανά και
ξανά, και όσα ξανά μπορεί ν’ αντέξει ένας άνθρωπος, το ίδιο τροπάριο. Και
κοστίζει μόνο 5 ευρώ (+ΦΠΑ).
Σας φαίνεται βαρετό; Ήταν
εξοντωτικό, χειρότερα ακόμα, ήταν βάναυσο.
Τον καλύτερο μήνα κατάφερνα να
δώσω τη διατροφή και να φάω την Κυριακή μια τσιπούρα. Τσιπούρα ορφανοτροφείου
εννοείται, όχι τις άλλες, τις ακριβές, τις αλανιάρες.
Το έκανα έξι μήνες, αλλά η βίδα
μου δεν είχε γυρίσει, το κλικ δεν έγινε, η ασφάλεια δεν κάηκε. Έπρεπε να πέσω
στο Holy Ginger.
~~{}~~
Είχα πάει για προώθηση στο Sani
Resort, στη Χαλκιδική. 1500 δωμάτια, 1500 μπάνια, χώρια εκείνα στις κοινές
εγκαταστάσεις. Αν κατάφερνα να πουλήσω εκεί το “!Η-Επανάσταση-Στο-Μπάνιο!” ίσως
και να ’τρωγα γαρίδες σαγανάκι την Κυριακή.
Ο διευθυντής προμηθειών, ένας
ξινισμένος πιτσιρικάς το πολύ τριάντα χρονών, με άκουσε για είκοσι λεπτά. Του
έκανα πλήρη επίδειξη. Αφού τέλειωσα, ελπίζοντας στο όνειρο, μου είπε μόνο: «Μα
εμείς δεν το χρειαζόμαστε αυτό.»
Πήγα να του πω κι άλλα, για να
τον πείσω, είχα πάρει φόρα.
Μου έδειξε τα σιφόνια ενός
δωματίου. Είχαν μια άλλη πατέντα, του ανταγωνιστή μας «Η-Αναγέννηση-Στο-Μπάνιο».
Ήθελα να τον ρωτήσω: «Καλά, ρε
φίλε. Και γιατί μ’ αφήνεις να μιλάω τόση ώρα;»
Δεν του είπα τίποτα. Συγκεκριμένα
δεν του είπα ούτε γεια. Πήρα το δείγμα κι έφυγα.
Η βίδα δεν μου γύρισε ούτε τότε,
όμως ακούγονταν τριξίματα, μύριζε καμένο πλαστικό.
~
Καθώς ανέβαινα με τα πόδια την
ανηφόρα προς την έξοδο και το πάρκινγκ, με βάρεσε ο ήλιος. Στάθηκα στο μπαρ του
resort και ζήτησα ένα ποτήρι νερό. Εκεί βρισκόταν ο Κωστής και πουλούσε το Holy
Ginger. Τον ήξερα από άλλες εκθέσεις, έμεινα να τον ακούω.
«Το Holy Ginger είναι ένα μείγμα
από φρέσκο χυμό τζίντζερ, λεμόνι και ανθόμελο. Ο χυμός βγαίνει με πρέσα ψυχρής
έκθλιψης. Είναι νωπό, δεν είναι παστεριωμένο, έτσι διατηρεί όλες τις
θεραπευτικές ιδιότητες της πιπερόριζας – και την αψάδα της. Στην παραδοσιακή κινεζική
ιατρική, το τζίντζερ χαρακτηρίζεται πανάκεια. Αλλά το Holy Ginger δεν είναι
μόνο φάρμακο, είναι και απόλαυση. Διατηρείται στο ψυγείο για δυο μήνες και
μπορείς να το κάνεις αναψυκτικό, αφέψημα, κοκτέιλ ή να το χρησιμοποιήσεις στη
μαγειρική.»
Τα έλεγε τόσο ωραία, που ήμουν
έτοιμος να παραγγείλω ένα. Είχε μαζί του δυο δίμετρες κοπέλες που κερνούσαν
σφηνάκια Holy Ginger τους Ρώσους τουρίστες.
Ο διευθυντής μπαρ και εστιατορίων
είχε ξετρελαθεί με το προϊόν. Μπροστά μου έκανε παραγγελία για δέκα πεντόκιλους
ασκούς τη βδομάδα.
Τότε ήταν που μου γύρισε η βίδα.
Προσπάθησα να το αποφύγω. Είπα
στον εαυτό μου ότι ο Κωστής τα είχε καταφέρει χάρη στο χαρισματικό προϊόν που
προωθούσε. Μετά κατάλαβα ότι εκείνος ήταν χαρισματικός πωλητής. Αν είχε το
«!Η-Επανάσταση-Στο-Μπάνιο!» θα τους έπειθε να ξεριζώσουν από κάθε σιφόνι το
«Η-Αναγέννηση-Στο-Μπάνιο», για να πάρουν το προϊόν του.
Τότε μου γύρισε η βίδα. ΚΛΙΚ!
Ανέβηκα στο πάρκινγκ όπου είχα το
αυτοκινητάκι μου. Άδειασα το πορτ μπαγκάζ απ’ τα κιβώτια του «!Η-Επανάσταση-Στο-Μπάνιο!»
Τα πέταξα στο δρόμο. Κι αντί να γυρίσω προς Θεσσαλονίκη, έφυγα ανατολικά.
Δεν μ’ ένοιαζε πού πήγαινα. Ο
δείκτης της βενζίνης ήταν στο ένα τέταρτο. Ας έφτανα όπου έφτανα. Ήθελα μόνο να
χαθώ. Και στο μυαλό μου σχηματιζόταν η σκέψη μιας τελικής και θανατηφόρας
πτώσης.
~~{}~~
Ο δρόμος με πήγαινε προς Ξάνθη.
Στο ραδιόφωνο έπαιζε Τζίμι Χέντριξ (There must be some way out of here) όταν
είδα την πινακίδα προς αριστερά:
«Παράδεισος
Paradeisos
13km»
Γέλασα. Θρήσκος δεν είμαι
ιδιαίτερα. Δεν θυμάμαι καν πότε πήγα στην εκκλησία τελευταία φορά. Μπορεί για
να πουλήσω το «!Η-Επανάσταση-Στο-Μπάνιο!»
Αλλά είπα φωναχτά: «Παράδεισος!
Ωραίο μέρος για να πεθάνεις.»
Κι έστριψα αριστερά.
~
Η βενζίνη τέλειωσε στα έξι
χιλιόμετρα απ’ τον Παράδεισο. Το άφησα στην άκρη, με τα κλειδιά στη μίζα.
Ολοένα και πιο έντονα το ένιωθα: Δεν θα γύριζα ποτέ πίσω.
Δεν πήρα τίποτα μαζί μου. Ούτε το
πορτοφόλι μου. Έτσι κι αλλιώς άχρηστο ήταν, άδειο σαν το σπίτι μου.
Περπάτησα αρκετή ώρα. Και
γδυνόμουν. Κάποιος θα μπορούσε να με βρει ακολουθώντας τα
πεταμένα-στο-δρόμο-ρούχα-του-εμποράκου. Όταν έφτασα στο ποτάμι, είχα βγάλει και
τα παπούτσια. Ιδανικός αυτόχειρας, μόνο με το μποξεράκι και το φανελάκι.
Ξεκίνησα να σκαρφαλώνω. Υπήρχε
ένα οιονεί μονοπάτι, που στα κατσίκια θα φάνταζε λεωφόρος. Όσο ανέβαινα, η θέα
γινόταν και πιο γραφική, σαν καρτ ποστάλ Ελάτε Στην Ελλάδα. Αλλά δεν μ’ άγγιζε
η ομορφιά, είχα πάρει την απόφαση μου.
Όταν έφτασα αρκετά ψηλά, πήγα
στην άκρη του γκρεμού. Για μια στιγμή, μου ’ρθε να κάνω τον σταυρό μου, αλλά
μετά ένιωσα σαν απατεώνας πωλητής που προσπαθεί να πουλήσει πίστη σ’ Εκείνον
που τα ξέρει όλα.
Όχι, δεν μ’ ένοιαζε. Μπορεί η
κάθοδος να ’ταν εξπρές απ’ τον Παράδεισο στην Κόλαση, αλλά δεν μ’ ένοιαζε.
Ήθελα μόνο να φύγω. Κλικ.
~~{}~~
Δεν ξέρω πόση ώρα στεκόμουν εκεί.
Αλλά ήμουν έτοιμος να πέσω, μισό βήμα απ’ το κενό, όταν άκουσα τη φωνή πίσω
μου.
«Αν πέσεις αποδώ, στην καλύτερη
περίπτωση θα μείνεις τετραπληγικός. Στη χειρότερη… Θα βραχείς.»
Γύρισα και είδα τον Αστερίξ γέρο.
Ήταν ένας κοντός ασπρομάλλης, με
μουστάκι σαν τον ήρωα του Γκοσινί – και μαλλί αλογοουρά με τοπική αραίωση.
Φορούσε μόνο μια παρδαλή βερμούδα. Ξυπόλητος σαν Χόμπιτ.
«Μην προσπαθήσεις να με
σταματήσεις», του είπα.
«Δεν το ’χα σκοπό», έκανε
εκείνος. «Μόνο σου λέω ότι, αν θες να σκοτωθείς, πρέπει ν’ ανέβεις εκεί.»
Μου έδειξε έναν βράχο πέντε
ορόφους πιο ψηλά.
«Το λέμε εξέδρα του βέβαιου
θανάτου», μου είπε.
«Αλήθεια;»
«Όχι.» Γέλασε κάτω απ’ τα
μουστάκια του. «Αλλά είναι γαμάτο όνομα, δεν νομίζεις;»
Και γύρισε να φύγει.
«Σ’ ευχαριστώ πολύ. Για την
κατανόηση», του είπα όσο πιο ειρωνικά μπορούσα να το πω.
«Ευχαρίστηση μου», έκανε αυτός.
Κι απομακρύνθηκε σφυρίζοντας έναν
γνωστό σκοπό.
Κόλλησα να σκέφτομαι τι σφύριζε.
Ήταν το μουσικό θέμα απ’ τη Γέφυρα του Ποταμού Κβάι. Μου την έδωσε. Εντάξει,
εγώ ήθελα να πεθάνω, δικαίωμα μου είναι. Αλλά εκείνος; Πώς την είχε δει; Ο
άγγελος του θανάτου;
Κοίταξα την Εξέδρα του Βέβαιου Θανάτου
(ωραίο όνομα, πράγματι), κοίταξα και τον Άλεκ Γκίνες ν’ απομακρύνεται. Τον πήρα
στο κατόπι.
«Συγνώμη», του είπα όταν τον
έφτασα. Δεν μου έδωσε καμιά σημασία.
«Συγνώμη… Κύριε… Να σας ρωτήσω
κάτι;»
«Ρώτησες ήδη κάτι», μου είπε.
«Τι ρώτησα;»
«Αν μπορείς να με ρωτήσεις κάτι.»
Το θέατρο του παραλόγου. Πήγα
στον Παράδεισο για ν’ αυτοκτονήσω κι έπεσα πάνω στον Γκοντό. Εδώ ήταν τόσο
καιρό. Τζάμπα τον περιμένουν ο Βλαδίμηρος κι ο Εστραγκόν στα θέατρα.
Έφτασα δίπλα του.
«Δεν σε νοιάζει αν θα σκοτωθώ;»
τον ρώτησα.
Κοντοστάθηκε και με κοίταξε – για
πρώτη φορά.
«Δεν θες να πηδήξεις;» μου είπε.
«Θέλω.»
«Τότε θα ήταν αγένεια να μη σου
δείξω τον δρόμο.»
Και συνέχισε να περπατάει. Τον
ακολούθησα. Ήμουν σαν επίμονος πωλητής που προσπαθούσε να πείσει κάποιον
αδιάφορο πελάτη. Ή σαν μάρτυρας του Ιαχωβά: «Συγνώμη, κύριε. Μήπως έχετε λίγο
χρόνο να μιλήσουμε για τον Κύριο και Σωτήρα μας κι από πού θα πέσω για να πεθάνω;»
Με τσιγκλούσε με την αδιαφορία
του.
«Συνήθως οι άνθρωποι νιώθουν
καλύτερα όταν σώζουν κάποιον», του είπα.
«Αυτό είναι αλήθεια. Συνήθως. Οι
άνθρωποι.»
«Κι εσύ, λοιπόν, γιατί…».
«Γιατί στ’ αρχίδια μου.»
Τι ν’ απαντήσεις σ’ αυτό;
~
Με το περπάτημα και την
«κουβέντα» είχαμε φτάσει κοντά σε μια καλύβα. Δεν θα το πω σπίτι, γιατί δεν
ήταν σπίτι, όχι σαν αυτά που βλέπουμε στην πόλη. Ήταν από εκείνα τα
χομπιτόσπιτα, τα εναλλακτικά, που τα φτιάχνουν με πηλό ή κάτι τέτοιο. Κάποια
εποχή είχαν γίνει πολύ της μόδας. Κομπόσπιτα.
Ο γερο Αστερίξ στάθηκε απέξω.
«Καλά σαράντα», είπε και μπήκε.
Πάνω απ’ την πόρτα ήταν μια ζεν
ταμπέλα, χειροποίητη. Αρχικά έγραφε: «Όποιος μπαίνει εδώ μέσα, τιμή μου. Όποιος
δεν μπαίνει, ευχαρίστηση μου.»
Αλλά κάποιος, μάλλον ο ίδιος ο
γερο-Αστερίξ, είχε διαγράψει πρόχειρα, με ένα χι, το «τιμή μου» και το
«ευχαρίστηση μου» κι είχε προσθέσει από πάνω «στ’ αρχίδια μου».
Οπότε η ταμπέλα που είδα έγραφε:
«Όποιος μπαίνει εδώ μέσα, στ’ αρχίδια μου. Όποιος δεν μπαίνει, στ’ αρχίδια
μου.»
Φυσικά και μπήκα. Χρειάστηκε να
σκύψω στην πόρτα, αλλά μέσα ήταν πολύ πιο ευρύχωρο απ’ όσο φαινόταν απέξω.
«Επιτρέπεται;» ρώτησα τον Γκοντό
Αστερίξ.
«Και να μην επιτρέπεται τι
σημασία έχει; Μπήκες ήδη.»
Έβαλε στο τραπέζι μια γαβάθα με
ελιές κι ένα ψωμί. Έπειτα ξεβίδωσε ένα τούλιπ, ένα απ’ αυτά τα κονσερβαρισμένα
κρέατα –ο Θεός να τα κάνει– που τρώγαμε όταν ήμασταν παιδιά. Έπιασε κι ένα
μπουκάλι του νερού, γέμισε το ποτηράκι του, ήπιε και ξεκίνησε να τρώει.
Δεν με προσκάλεσε, λες και δεν
ήμουν εκεί. Αλλά καθώς τον είδα να τρώει θυμήθηκα ότι είχα να φάω απ’ το πρωί.
«Στ’ αρχίδια μου» σκέφτηκα κι
έκατσα στο τραπέζι.
«Τσίπουρο πίνεις;» με ρώτησε
δείχνοντας το μπουκάλι του νερού, που προφανώς δεν περιείχε νερό.
«Πίνω.»
«Ε, πάρε ένα ποτήρι και βάλε. Τι
περιμένεις; Επίσημη πρόσκληση;»
Ήταν το καλύτερο φαγητό που είχα
φάει τα τελευταία χρόνια. Ίσως γιατί δεν σκεφτόμουν τίποτα. Μόνο έτρωγα. Τι σου
λείπει; Τούλιπ.
Δεν μιλήσαμε καθόλου, σαν να
καθόμασταν σε διαφορετικά τραπέζια. Ούτε συστηθήκαμε ούτε τίποτα. Το τελευταίο
γεύμα ενός θανατοποινίτη. Τι να πεις; Χάρηκα που σε γνώρισα, πάω να πηδήξω
τώρα. Τα λέμε στην Άλλη Πλευρά.
Και θα μπορούσε να τελειώνει έτσι
η ιστορία του θανάτου μου. Να απολαύσω αυτό το γεύμα και να καταλάβω ότι στη
ζωή πρέπει να μετράμε τις μικρές στιγμές: Λίγες ελιές, λίγη ρακή και την παρέα
ενός φίλου – αν και δεν ήξερα ούτε τ’ όνομα του.
Αυτή θα ήταν μια καλή ιστορία για
τον Κοέλιο, θα την έκανε μυθιστόρημα και θα ’βγαζε μερικά εκατομμυριάκια έτσι –
αυτός κι αν είναι καλός πωλητής.
Λυπάμαι που θα σας στεναχωρήσω,
αλλά η δική μου ιστορία περιλαμβάνει και πτώση – που ήρθε λίγο μετά την Εύα.
~~{}~~
Τρώγαμε ακόμα, όταν άνοιξε η
πόρτα. Με φόντο το τετράγωνο φως του ήλιου, είδα μια γυναικεία σκιά. Η σκιά
μίλησε, μίλησε και είπε: «Μπα; Έχουμε παρέα;»
Θ’ αρκούσε μόνο η φωνή, για να
καυλώσει ένα ολόκληρο γηροκομείο, άντρες και γυναίκες. Είχε τη χροιά της Λάνα
ντελ Ρέι, με την προφορά της Λαμπέτη και λίγο απ’ το βελούδο του Μάρβιν Γκέι –
όταν τραγουδά το Sexual healing.
Μπήκε μέσα κι έκλεισε την πόρτα
πίσω της. Τα μάτια μου χρειάστηκαν λίγο χρόνο να προσαρμοστούν, να δουν καλά –
και σαν είδα κόντεψα να τυφλωθώ.
Ήταν γύρω στα είκοσι πέντε. Μαύρο
μακρύ μαλλί και μαυρισμένη. Έμοιαζε με την Ιρίνα Σάικ, αλλά τα μάτια της ήταν
σαν του Μπόουι, ένα γαλαζοπράσινο και το άλλο καστανό.
Σώμα συλφίδας, ένα εβδομήντα κάτι
χωρίς παπούτσια –ήταν ξυπόλητη σαν κι εμένα–, κι εξήντα κιλά.
Φορούσε τζιν σορτσάκι κι ένα
κολλητό τοπ που άφηνε τον αφαλό ν’ αναπνέει ελεύθερα. Τατουάζ στα χέρια και
στους μηρούς. Σκουλαρίκια όπου έβλεπα -μύτη, αυτιά, φρύδια, αφαλός, μάλλον και
σ’ άλλα μέρη που δεν έβλεπα.
Πέρασε πίσω απ’ τον Γκοντό, του
χάιδεψε τ’ αραιωμένα μαλλιά και με κοίταξε.
«Τι έγινε, Μάριε; Δεν θα μας
συστήσεις;» του είπε.
Ο Μάριος (όχι δεν ήταν ο Αστερίξ
ούτε ο Γκοντό) έβρεξε το λαρύγγι του με ρακή.
«Αποδώ η Τάσα», μου είπε.
Και περίμενα να ολοκληρώσει σωστά
την πρόταση του. Να πει: «Αποδώ η Τάσα, η κόρη μου, μη σου πω εγγονή μου».
Αυτό το «κόρη μου» δεν ακούστηκε
ποτέ.
«Αποκεί ένας τύπος που πήγε να
πηδήξει στο ποτάμι για να πνιγεί», συνέχισε.
Σηκώθηκα όρθιος κι έδωσα το χέρι
μου.
«Χάρηκα πολύ, Βασίλης», της είπα,
αλλά η Τάσα δεν μου έδωσε το δικό της.
Αντί γι’ αυτό, έσκυψε και φίλησε
τον Μάριο στο στόμα. Μάλλον δεν ήταν κόρη του.
Έκατσα πάλι στη θέση μου, ενώ
σκεφτόμουν πώς γινόταν ο σκατόγερος ο Γκοντό να ’ναι με τη νύμφη. Κάποιοι
άντρες έχουν όλη την τύχη του κόσμου μαζεμένη στα μουστάκια τους.
«Είδα ένα γεράκι», είπε η Τάσα
στον Μάριο, πηγαίνοντας προς τον πάγκο που εκτελούσε χρέη νεροχύτη. Και μετά,
αφού ήπιε νερό, είπε σε μένα: «Ώστε θες να σκοτωθείς.»
Τις δύο προτάσεις τις είπε
ακριβώς με τον ίδιο τόνο, λες και δεν έχει διαφορά αν δεις γεράκι κι αν πέσεις
στο γκρεμό.
«Έτσι λέω», της απάντησα.
«Το ’χεις ξανακάνει;» με ρώτησε,
σοβαρά, κοιτώντας με στα μάτια.
«Δυο φορές», αστειεύτηκα.
Προσπαθούσα να δείχνω όσο πιο
άνετος μπορούσα, αλλά δεν φορούσε σουτιέν και τα μάτια μου διαρκώς πήγαιναν
προς τις ρώγες της. Το κατάλαβε, με είδε. Μάλλον με είδε κι ο Μάριος.
«Τρίτη και καλή», είπε εκείνος
και σηκώθηκε. «Πάω να τρυγήσω ήλιο.»
Άνοιξε την πόρτα κι έφυγε, έτσι
απλά. Η Τάσα είχε σκύψει κάτω απ’ τον πάγκο. Ήθελα να βρω κάτι έξυπνο να πω,
αλλά μου ήταν δύσκολο να σκεφτώ με τον κώλο της στα μούτρα μου.
Πότε ήταν η τελευταία φορά που
είχα κάνει σεξ; Προσπάθησα να θυμηθώ. Αφού έφτασα έναν χρόνο πίσω σταμάτησα να
προσπαθώ. Ήταν πολύς καιρός.
Η Τάσα στράφηκε για να μου πει
κάτι και με είδε να την κοιτάζω – πάλι. Γύρισε και στάθηκε όρθια μπροστά μου,
με τα χέρια στους γοφούς, χαμογελώντας.
«Ναι», της είπα, «το παραδέχομαι.
Κοιτούσα τον κώλο σου.»
«Εντάξει, μην αγχώνεσαι, δεν θα
το πω στον Μάριο», είπε εκείνη και γέλασε.
«Δηλαδή, αλήθεια τώρα… Ο Μάριος
είναι…».
Πώς να τον έλεγα; Γκόμενο;
Εραστή; Σύζυγο;
«Ναι, είναι», είπε η Τάσα. «Θα
κατέβω να φέρω λαχανικά και φρούτα. Θες να ’ρθεις να βοηθήσεις;» Και
συμπλήρωσε: «Ή θα πηδήξεις τώρα;»
Θα ήθελα να είχε πει: «Ή θα με
πηδήξεις τώρα;» Δεν το είπε.
«Θα έρθω», της είπα. «Ο
παράδεισος μπορεί να περιμένει.»
«Ωραία», έκανε εκείνη. Αλλά στην
πόρτα κοντοστάθηκε. «Στην πραγματικότητα οι αυτόχειρες πάνε στην κόλαση», είπε
και βγήκε.
Την ακολούθησα, μέχρι την κόλαση
– κι ακόμα παραπέρα.
~~{}~~
Κατεβήκαμε το βουνό από άλλο
μονοπάτι, πιο βατό. Τη ρώτησα για τον Μάριο, πιστεύοντας ότι θ’ απαντούσε με
μισόλογα και γρίφους. Πάλι με γρίφους μιλάς, γέροντα. Όμως μου τα ’πε όλα.
Ο Μάριος ήταν Αθηναίος.
Εξαρχειώτης συγκεκριμένα. Στην πλατεία έπαιζε μουσική με τον Άσιμο και τα ’πινε
με τη Γώγου. Πέρασε έτσι έξαλλα κι ελεύθερα μέχρι που αυτοκτόνησε ο Άσιμος.
Τότε του γύρισε η βίδα (!ΚΛΙΚ!) Ξυρίστηκε, έκοψε τις καταχρήσεις και μετακόμισε
στο Κολωνάκι. Αποφάσισε να βγάλει λεφτά. Σε μερικά χρόνια είχε τρεις καφετέριες.
Γνώρισε τη Μάγδα και
παντρεύτηκαν. Δεν έκαναν παιδιά, αλλά περνούσαν ζωή χαρισάμενη, με ανέσεις και
ταξίδια στα Παρίσια και στις Ταϊτές.
Σε κάποιο ταξίδι με τρένο προς
Θεσσαλονίκη, η Μάγδα κρύωσε από το κλιματιστικό. Έτσι πίστεψαν. Έμεινε τρεις
μέρες στο σπίτι με πυρετό, παίρνοντας ομοιοπαθητικά, ανθοϊάματα κι άλλα
μαντζούνια. Την τέταρτη μέρα την πήγε στο νοσοκομείο. Νόσος των λεγεωνάριων.
Πέθανε σε είκοσι τέσσερις ώρες.
Του Μάριου του γύρισε η βίδα ξανά
(!ΚΛΙΚ!). Έβαλε ένα όπλο στον κρόταφο και πυροβόλησε. Αστόχησε. Δεν είναι
παράξενο. Η απόπειρα με τις περισσότερες πιθανότητες αποτυχίας είναι το όπλο
στον κρόταφο -όχι στο στόμα.
Η σφαίρα έξυσε το κρανίο του
Μάριου. Συνήλθε στην εντατική μετά από τρεις μέρες. Πούλησε ό,τι είχε, έφτιαξε
το κομπόσπιτο στον Παράδεισο κι έμεινε εκεί, σαν τίποτα να μην είχε σημασία
πια.
Ευχαριστώ για τα ψάρια, στ’
αρχίδια μου κι άντε γεια.
Η ζωή ενός ανθρώπου σε διακόσιες
λέξεις και τρεις χιλιάδες βήματα.
~~{}~~
«Κι εσύ;» ρώτησα την Τάσα.
«Εγώ, τι;»
«Πώς βρέθηκες εδώ;»
«Τυχαία. Σαν κι εσένα.»
Είχαμε φτάσει κοντά στο ποτάμι.
Μου έδειξε προς τα πού θα πηγαίναμε. Νόμιζα ότι θα βρίσκαμε έναν λαχανόκηπο ή
κάτι τέτοιο. Αλλά στην απέναντι όχθη ήταν σταματημένο ένα φορτηγάκι, απ’ αυτά
που κάνουν παραδόσεις κατ’ οίκον.
Περάσαμε το ποτάμι από ένα σημείο
όπου το νερό έφτανε ως το γόνατο.
«Γεια σου, Ντιμ», είπε στον νεαρό
οδηγό του φορτηγού.
«Γεια σου, Τας.»
«Πώς πάει το θέμα σου;» τον
ρώτησε κι έδειξε τα πόδια του με την παλάμη της. Ο νεαρός φαινόταν να πονάει
όταν περπατούσε.
«Είμαι καλά με τους πόνους μου
και την ψυχή μου», απάντησε εκείνος.
Έλα τώρα, σκέφτηκα αλλά δεν
μίλησα, όλοι οι σοφοί στον Παράδεισο μαζεύτηκαν;
Του έδωσε την κάρτα της για να
πληρώσει. Και στον Παράδεισο περνάνε οι πιστωτικές. Πήραμε από δυο σακούλες με
τρόφιμα σε κάθε χέρι.
«Χαιρετίσματα στον δάσκαλο», είπε
ο Ντιμ κι έφυγε.
Δεν ήθελα να ρωτήσω ποιος ήταν ο
δάσκαλος.
«Νόμιζα ότι είστε αυτόνομοι
βιοκαλλιεργητές ή κάτι τέτοιο», της είπα σαν περάσαμε απέναντι.
«Πολύ γραφικό, πολύ βαρετό, πολύ
κουραστικό», έκανε η Τάσα. «Πάμε αποδώ μήπως δούμε το γεράκι.»
Έδειξε ένα μονοπάτι που πήγαινε
παράλληλα με τον Νέστο. Η διαδρομή ήταν τόσο όμορφη, που για λίγο ξέχασα την
ομορφιά της Τάσας. Είχα να περπατήσω στη φύση πιο πολύ καιρό απ’ όσο να κάνω
σεξ. Το κεφάλι μου είχε συνηθίσει στο γκρίζο και στα σποραδικά δέντρα. Και στον
διαρκή θόρυβο.
«Είναι όμορφα», είπα, χωρίς να
απευθύνομαι στην Τάσα. Αλλά εκείνη απάντησε.
«Περίμενε να φτάσουμε και στο
νυμφαίο.»
Δεν χρειάστηκε να μου πει πότε
φτάσαμε. Σε κάποιο σημείο τα πλατάνια θέριευαν κι έγερναν πάνω στον βράχο. Ήταν
καλυμμένα με κισσό, που έφτιαχνε ένα φυσικό στέγαστρο.
Το ποτάμι εκεί ήταν βαθύ και
πράσινο. Όλα ήταν πράσινα. Το φως του ήλιου δεν περνούσε απ’ τα φυλλώματα. Ήταν
σαν να έδυε ο ήλιος, αλλά βγάζοντας πράσινες αποχρώσεις.
«Κάνουμε μια βουτιά» είπε η Τάσα.
Δεν ρώτησε, το είπε.
Άφησε τις σακούλες, έβγαλε το
μπλουζάκι και το τζιν, εσώρουχο δεν φορούσε, και βούτηξε, γυμνή, έτσι όπως μόνο
ο πιο ηδονικός θεός θα μπορούσε να την έχει πλάσει.
Κόντεψα να βάλω τα κλάματα. Τόση
ομορφιά δύσκολα την αντέχει ο νους.
«Άντε, τι περιμένεις;» είπε
βγαίνοντας απ’ το νερό ως τον αφαλό.
Θυμήθηκα τον πίνακα του
Γουοτερχάουζ που είχαμε στο σαλόνι, πριν γεννηθεί η Γαβριέλα. Οι γυμνές νύμφες
καλούν τον Ύλα στο ποτάμι. Έπεσε και δεν ξαναβγήκε ποτέ.
Έβγαλα τα ρούχα μου και βούτηξα.
Το νερό ήταν τόσο κρύο που μου
κόπηκε η αναπνοή. Πριν προλάβω ν’ ανασάνω, η Τάσα ήρθε και κόλλησε πάνω μου.
«Τι έγινε; Κρύωσες;» μου είπε
πρόσωπο με πρόσωπο.
Την έσφιξα και τη φίλησα. Η ψύχρα
έγινε πυρκαγιά.
Για λίγο παίξαμε μες στο νερό σαν
ενυδρίδες σε οίστρο. Μετά βγήκαμε έξω και κυλιστήκαμε στα χόρτα, γυμνοί κι
ερεθισμένοι σαν τους πρωτόπλαστους στην πρώτη τους συνουσία.
Κάποια στιγμή, λίγο πριν
τελειώσω, απέκτησα ξανά συνείδηση του εαυτού μου, σαν να ξανάβλεπα με τα μάτια
μου. Κι είδα την Τάσα να είναι από πάνω μου, ίδια με την Εύα ή μπορεί και με τη
Λίλιθ, τη σκοτεινή αδελφή της, να συστρέφεται και να κουνιέται παρασύροντας με
στον πιο ολοκληρωτικό οργασμό, εκείνη ουρλιάζοντας σαν αγριόγατα, εγώ βογκώντας
σαν βουβάλι.
Κι αν ο Θεός μας έβλεπε εκείνη τη
στιγμή, δεν έδινα δεκάρα.
~~
Έπεσε στο πλάι μου βαριανασαίνοντας.
Μείναμε να κοιτάμε τα φύλλα. Και το φως που περνούσε από μέσα τους.
«Τάσα», ξεκίνησα να λέω και
γύρισα να την κοιτάξω. Είχε κλείσει τα μάτια. «Πώς σε λένε κανονικά;»
«Κανονικά;» είπε κι άνοιξε το ένα
μάτι για να με δει.
«Ναι, κανονικά. Τι γράφει η
ταυτότητα σου;»
«Κανονικά το λες εσύ αυτό;
Αστυνομικά θες να πεις μάλλον.»
“Έστω.”
«Αναστασία», είπε αδιάφορα. «Τι
σημασία έχει;»
Δεν ήξερα πώς να το πω, αλλά
έπρεπε να ρωτήσω.
«Αναστασία, Τάσα, γιατί μένεις με
τον Μάριο εδώ; Εντάξει, είναι ωραίο μέρος, αλλά…».
«Με μια λέξη;»
«Ναι.»
«Σεξ.»
«Τι;»
«Με περισσότερες λέξεις; Το
καλύτερο σεξ που έχω κάνει στη ζωή μου.»
Μου κόπηκαν τα πόδια.
«Με τον Μάριο;»
«Ναι. Συγνώμη, το ξέρω ότι οι
άντρες έχετε πρόβλημα μ’ αυτό.»
«Με τον Μάριο;»
Γέλασε και σηκώθηκε. Ξεκίνησε να
ντύνεται.
«Κι εσύ καλός είσαι», μου είπε.
Ο καλός-είσαι κι ο
καλύτερο-σεξ-της-ζωής-μου. Τα λόγια πονούν πιο πολύ κι από πέτρα στα νεφρά.
Ντύθηκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα
κι έτρεξα να την προλάβω. Αν για λίγο είχα νιώσει σαν τον Αδάμ, κι αν εκείνη
ήταν η Εύα, τότε ο Μάριος ήταν ο Εωσφόρος αυτοπροσώπως.
~~{}~~
Ανεβαίναμε από διαφορετικό
μονοπάτι, πολύ πιο απόκρημνο κι επικίνδυνο. Η Τάσα σκαρφάλωνε γρήγορα κι εγώ
ξοπίσω της, λαχανιασμένος, έψαχνα λέξεις να της πω.
Ήμασταν αρκετά ψηλά όταν
σταμάτησε και μου ’δειξε τον ουρανό.
«Το γεράκι», είπε.
«Σαν κοράκι μοιάζει», της
απάντησα κοιτώντας ψηλά.
Τότε άκουσα πίσω μου ένα ψιτ.
Όπως ακριβώς το λέω: «Ψιτ».
Γύρισα, με τις σακούλες στα
χέρια, κι είδα τον Μάριο.
«Άντε γεια», μου είπε και μ’
έσπρωξε.
Αν δεν κρατούσα τις σακούλες,
ίσως και ν’ αντιδρούσα, ίσως να έκανα κάτι. Αλλά ξαφνιάστηκα, ήταν και πιο
δυνατός απ’ όσο φαινόταν.
Έφυγα πίσω, στον γκρεμό, με την
πλάτη.
~~
Κάπως έτσι πέθανα.
Το πρώτο που σκέφτηκα ήταν:
«Σκατά!»
Το δεύτερο: «Ο κωλόγερος μας
είδε.»
Αυτά ήταν μάλλον πριν αρχίσω να
πέφτω κανονικά, όσο είχα ακόμα κλίση σαρανταπέντε (46-47-48-49-50…) μοιρών.
Ευτυχώς δεν τα είπα δυνατά. Δεν θα ήταν ωραίο να μείνουν ως τα τελευταία μου
λόγια: «Σκατά! Ο κωλόγερος μας είδε.»
Έπειτα ξεκίνησα να πέφτω κάθετα
κι όλη μου η ζωή πέρασε μπρος απ’ τα μάτια μου.
Αν δεν σας έχει τύχει να
πεθάνετε, ίσως να νομίζετε ότι πριν το τέλος βλέπουμε τη ζωή μας σαν ταινία.
Δεν ισχύει. Σας το λέω με βεβαιότητα, γιατί ξέρω.
Βλέπεις τη ζωή σου ανάποδα, ναι
ανάποδα, προς τα πίσω, και μάλιστα σε fast backward. Μόνο σε κάποιες σκηνές
μοιάζει να πηγαίνει σε κανονική ταχύτητα.
Το πιο παράξενο είναι ότι στην
επιθανάτια ταινία δεν παίρνουν περισσότερο χρόνο, δεν τονίζονται οι πιο
σημαντικές στιγμές της ζωής σου, αυτές που εσύ θεωρείς σημαντικές. Αλλά κάποιες
άσχετες, αδιάφορες, που πιθανότατα δεν θυμόσουν ότι τις είχες ζήσει – πριν
πεθάνεις.
~~
Το πρώτο πράγμα που είδα, ήταν
ένα ηλεκτρικό αμαξάκι από το Sani Resort, ν’ ανεβαίνει την ανηφόρα.
Μετά, τον Χηθ Λέτζερ στον
Σκοτεινό Ιππότη.
Fast backward ξανά κι η εικόνα
κολλάει με τον εαυτό μου να κατουράει.
Να κάθομαι με τη μεγάλη μου κόρη
στο μπαλκόνι και να μου λέει για το αγαπημένο της κορεάτικο ποπ συγκρότημα.
Όταν χτύπησα το μικρό μου δάκτυλο
σ’ ένα έπιπλο.
Να τρώω μια φέτα κέικ.
Να μαζεύω τα σκατά του σκύλου μου
απ’ το πεζοδρόμιο.
Γερμανικό νούμερο στη σκοπιά.
Στον Λυκαβηττό, στη συναυλία των
Violent Femmes.
Η καθηγήτρια της χημείας να με
σηκώνει για μάθημα.
Να μαθαίνω κολύμπι.
~
Η τελευταία σκηνή που είδα δεν
ήταν το πρόσωπο της μητέρας μου να με ταχταρίζει – ούτε το βυζί της να με
ταΐζει. Είδα μια εικόνα που δεν θυμόμουν καν.
Εγώ, ο τριάχρονος εαυτός μου,
στεκόμουν μπρος στον καθρέφτη της ντουλάπας. Φορούσα καουμπόικο καπέλο και
γιλεκάκι, παντελόνι με κρόσια και μια ζώνη με δύο πιστόλια.
Πίσω μου στεκόταν ένας μεγάλος.
Δεν έβλεπα το πρόσωπο του, αλλά νομίζω ότι ήταν ο πατέρας μου.
«Τι είσαι;» με ρωτούσε ο ακέφαλος
μπαμπάς. «Τι είσαι, Βασιλάκη;»
«Είμαι καπόι», του απαντούσα κι
εκείνος γελούσε. Ακουγόταν κι ένα γυναικείο γέλιο λίγο πιο πίσω.
«Κα-ου-μπο-ι είσαι. Καουμπόι», μου έλεγε.
«Καπόι», έλεγα κοιτώντας το
είδωλο μου.
«Ο Μπίλι δε Κιντ είσαι.»
«Δεκίτ», έλεγα και γελούσαν.
Δεκίτ και γελούσαν. Καπόι και
γελούσαν.
Αυτή ήταν η τελευταία σκηνή της
ταινίας μου. Μετά χτύπησα στο έδαφος. Το τέλος μιας σύντομης κι ασήμαντης ζωής.
The end.
~~{}~~
~~{}~~
~~{}~~
Πόνεσα πολύ σαν χτύπησα κάτω. Και
συνέχισα να πονάω.
Αυτό ήταν άδικο. Πίστευα ότι σαν
πεθάνεις σταματάς να πονάς, ν’ ανησυχείς, ν’ αγχώνεσαι. Αν είναι να συνεχίζει
και μετά θάνατο το ίδιο τροπάριο, τότε…
Έπειτα άκουσα γέλια ξανά. Οι
γονείς μου να γελάνε. Σκέφτηκα ότι θ’ ανοίξω τα μάτια και θα τους δω και πάλι
μπροστά μου. Αλλά μετά θυμήθηκα ότι κανείς απ’ τους δυο τους δεν είχε πεθάνει.
Άνοιξα σιγά τα μάτια. Στην κόλαση
έχει πολύ φως.
Πρώτα διέκρινα ένα γεράκι να
πετάει στον ουρανό. Ίσως να ’ταν και κοράκι. Κοίταξα πιο χαμηλά κι είδα την
πηγή των γέλιων.
Κάνα δυο μέτρα πιο πάνω, στην
άκρη του βράχου, στεκόταν ο Μάριος κι η Τάσα. Κι είχαν ξεκαρδιστεί.
Κοίταξα δεξιά κι αριστερά. Είχα
πέσει με την πλάτη σε μια βεράντα του βράχου. Αποδώ κι αποκεί ήταν γκρεμός,
αλλά εγώ είχα προσγειωθεί σ’ ένα στρώμα από άχυρα, μόλις δυο μέτρα απ’ όπου
έπεσα.
Ήταν μια εικονική
αυτοκτονία-δολοφονία, όπως εκείνες που έκαναν στους εξόριστους κομμουνιστές,
ψυχολογικό βασανιστήριο για να τους σπάσουν.
Πόση ώρα χρειάστηκε για να
διανύσω εκείνα τα δύο μέτρα; Ένα δευτερόλεπτο; Δύο; Κι όμως είχα προλάβει να δω
τόσο πολλά, όλη μου τη ζωή – έστω σε fast backward.
Ο Μάριος στον βράχο σταμάτησε να
γελάει. Γύρισε κι έφυγε, έτσι απλά, έτσι στ-αρχίδια-μου. Η Τάσα, αστυνομικό
όνομα Αναστασία, έμεινε.
«Είσαι καλά;» με ρώτησε.
«Νομίζω.»
Κούνησα τα πόδια μου, τα χέρια
μου, ανακάθισα. Πονούσα, αλλά δεν είχα σπάσει τίποτα. Αν δεν υπήρχε το άχυρο θα
μπορούσα να ’χα μείνει παράλυτος. Εντάξει, υπερβάλλω. Αλλά μια διάσειση…
Η Τάσα γονάτισε και μου ’δωσε το
χέρι της – που είχε αρνηθεί πιο πριν. Σηκώθηκα όρθιος και κατάλαβα από πόσο
μικρό ύψος είχα πέσει. Αν –δηλαδή– έπεφτα από τριάντα μέτρα ή εκατό, τι θα είχα
προλάβει να σκεφτώ;
Μπορεί να γινόταν βαρετό, σαν
ταινία του Αγγελόπουλου, όπου θα έβλεπα τον εαυτό μου να περπατάει για μια ώρα,
χωρίς τίποτα να συμβαίνει.
Έπιασα το χέρι της κι ανέβηκα. Με
κοίταξε κατάματα με τα μάτια του Μπόουι.
«Τώρα, αν το θες ακόμη», μου
είπε, «μπορείς να πας να πηδήξεις αποκεί.»
Μου έδειξε την Εξέδρα του Βέβαιου
Θανάτου. Εξήντα μέτρα πτώση. Ωραίο όνομα.
«Ποτέ δεν μου άρεσαν οι ταινίες
του Αγγελόπουλου», της είπα.
~~{}~~
Γυρίσαμε στο χομπιτόσπιτο. Ο
Μάριος καθόταν απέξω και τρυγούσε τον ήλιο που έδυε.
«Ποιο ήταν το τελευταίο πράγμα
που είδες;» με ρώτησε σαν πήγα κοντά.
«Το τελευταίο… Δεν ξέρω.» Ήμουν
ακόμη πολύ ταραγμένος, μαζί και θυμωμένος. Αλλά θυμόμουν τον πιτσιρικά Μπίλι δε
Κιντ. «Γιατί ρωτάς;»
Νόμιζα ότι δεν θα μιλούσε πάλι.
Έκανα λάθος. Ξεκίνησε να λέει τα πάντα.
«Όταν κρεμάστηκε ο Νικόλας
τσαντίστηκα», είπε με κλειστά μάτια και πρόσωπο στον ήλιο. «Πώς μπόρεσε να μου
το κάνει αυτό; Εσείς με τα λεφτά σας κι εγώ με τις ιδέες μου; Αν είναι να
κρεμαστώ σαν μαλάκας, τότε καλύτερα τα φράγκα. Ξεπουλήθηκα στο γιουσουρούμ, αλλά
ήταν καλό κουστούμι, Αρμάνι. Άι γαμήσου, Νικόλα, με τις ιδέες σου. Και το
απόλαυσα. Είχα και τη Μάγδα.»
Έσφιξε τα χείλη. Δεν ήταν και
τόσο στ’ αρχίδια του εκείνη τη στιγμή.
«Και μετά την έχασα από μια
μαλακία. Πήρα ένα περίστροφο, έγραψα ένα γράμμα, και αυτοκτόνησα.»
Σηκώθηκε όρθιος και με πλησίασε.
«Το είδες κι εσύ;» με ρώτησε.
«Ποιο;»
«Τη ζωή σου να περνάει μπρος απ’
τα μάτια σου;»
«Το είδα. Αλλά ήταν βαρετό.»
«Φαντάσου ότι εγώ το έβλεπα τρεις
μέρες.»
«Τρομαχτικό.»
«Ναι. Σαν το φεστιβάλ τζαζ του Μοντρεάλ.»
Η Τάσα μας άφησε και μπήκε στο
σπίτι. Ο Μάριος μ’ έπιασε ξανά να την κοιτάζω.
«Θα φύγει», είπε χωρίς καθόλου
λύπη.
Έπειτα μου έδειξε τον ήλιο που
έπεφτε πίσω απ’ το βουνό.
«Κοίτα!» μου είπε. «Μόνο τώρα
μπορείς να κοιτάξεις τον ήλιο χωρίς να τυφλωθείς. Μόνο τώρα. Λίγο πριν χαθεί.»
Καθίσαμε σ’ έναν βράχο και
παρακολουθήσαμε τον ήλιο να πεθαίνει. Μέχρι που χάθηκε.
«Όμως σ’ αυτό το φως», είπε ο
Μάριος, «στο λυκόφως, είναι η ώρα που τα μάτια μας βλέπουν πιο καθαρά.»
Είχε δίκιο. Στο λυκόφως δεν
υπήρχαν εκτυφλωτικά χρώματα, πράσινα, κόκκινα, γαλάζια. Λίγο πριν το σκοτάδι,
λίγο πριν το τέλος, μπορείς να δεις τα πράγματα όπως στ’ αλήθεια είναι – ήταν.
«Πολύ μιλάς», του είπα.
Γέλασε και με κοίταξε με… αγάπη;
«Έτσι μας έλεγε η Κατερίνα. Πολύ
μιλάτε, ρε παιδιά. Βουλώστε το λίγο ν’ ακούσουμε. Και το βουλώναμε.»
«Τι ακούγατε;»
Δεν απάντησε. Έμεινε για λίγο ν’
ατενίζει τον Παράδεισο και μάλλον να θυμάται τον Άσιμο, τη Γώγου, τη Μάγδα.
«Ξέρεις τι ήταν το τελευταίο
πράγμα που είδα;» μου είπε μετά από λίγο.
«Όταν αυτοκτόνησες;»
«Ναι. Είδα το σπίτι του Μπίλμπο
Μπάγκινς στο Σάιρ. Άνοιξα τα μάτια στο νοσοκομείο, αλλά ακόμα έβλεπα το
χομπιτόσπιτο, έτσι όπως ήταν στην ταινία.»
«Έτσι εξηγείται», του είπα κι
έδειξα με τον αντίχειρα το κομπόσπιτο.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, λες και
περίμενε το νόημα του σκηνοθέτη, βγήκε στην πόρτα η Τάσα. Φορούσε ένα μακρύ
λευκό φόρεμα. Μείναμε να την κοιτάμε με δέος.
«Μετά ήρθε και η Άργουεν», είπε ο
Μάριος. «Αλλά όλοι το ξέρουν ότι τα ξωτικά δεν μένουν με τα χόμπιτ. Ο Άραγκορν
κερδίζει το κορίτσι.»
«Δεν είμαι Άραγκορν», του είπα.
«Με τίποτα! Μάλλον ο Γκίμλι
είσαι», έκανε ο Μάριος και γελάσαμε.
Η Άργουεν ήρθε με τη ρακή και
τρία ποτήρια. Πίναμε και κοιτούσαμε το σκοτάδι που ερχόταν να μας χωρίσει.
«Το δικό σου ήταν εύκολο», είπα
κάποια στιγμή στον Μάριο.
«Το δικό μου;»
«Το τελευταίο πράγμα που είδες
πριν πεθάνεις.»
«Εσύ τι είδες;» είπε η Τάσα.
Τους περιέγραψα τη σκηνή με τον
Μπίλι Δεκίτ.
«Κάουμποϊ», είπε η Τάσα.
«Καπόι στην Άγρια Δύση της
Ελλάδας», τη διόρθωσα.
«Μπορείς να πας στην Αμερική»,
είπε η Τάσα.
«Ή στις Σέρρες», είπε ο Μάριος.
Ακούστηκε ένα νυχτοπούλι ν’
αναγγέλλει τον ερχομό της νύχτας. Τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας.
«Σε ό,τι ποθούμε», είπε η Τάσα.
«Σε ό,τι αφήνουμε», είπα και την
κοίταξα.
«Στ’ αρχίδια μας», είπε ο Μάριος.
Κι ύστερα νύχτωσε, όπως συνηθίζει
να κάνει ο ουρανός κι ο κόσμος.
~~{}~~
Μπίλι Δε Όλντμαν, έτσι με
φωνάζουν εδώ.
Όπλα δεν έχω, ούτε παντελόνι με
κρόσια, αλλά φοράω καπέλο καπόι.
Μπάφαλος δεν υπάρχουν στην
Κερκίνη Σερρών, μόνο βουβάλια. Καβαλάω 47 άλογα, μια Kawasaki Z900.
Πλαγιάζω στο κρεβάτι μιας
τσουπωτής ιθαγενούς, βέρας Μακεδονίτισσας.
Η Τάσα έφυγε να γυρίσει τον
κόσμο. Αυτό είχε δει τελευταία σκηνή όταν αυτοκτόνησε. Ίσως να καταλήξει στη
Νέα Ζηλανδία με τον Άραγκορν της. Ίσως να τον παρατήσει κι αυτόν.
Τον Μάριο πηγαίνω και τον βλέπω
κάθε τόσο. Δεν μιλάμε πολύ. Καθόμαστε έξω και τρυγάμε ήλιο.
Ο καουμπόι και το χόμπιτ. Ούτε ο
Τόλκιν δεν θα μπορούσε να το φανταστεί.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου