Κάτι είχε αλλάξει εκείνη την
Κυριακή. Ηταν κάτι ανεπαίσθητο, αδιόρατο, χωρίς οσμή. Τα πρώτα βήματα της
ημέρας ήταν τα ίδια: άνοιξε τα παράθυρα για να αεριστεί το σπίτι, έβαλε καφέ να
γίνεται, ετοίμασε πρωινό, πήρε την εφημερίδα και βγήκε στο μπαλκόνι.
Είχε λίγο αέρα, αλλά φυσούσε και
τις προηγούμενες ημέρες, περισσότερο. Η μέρα φαινόταν ότι θα είναι αρκετά ζεστή
για την εποχή, τα ελάχιστα και αραιά σύννεφα δεν μπορούσαν να κρύψουν τον ήλιο,
αν και το χρώμα του τής φάνηκε λίγο πιο χλομό, κάπως πιο αδύναμο. Ισως να
έφταιγε αυτό…
Το προηγούμενο βράδυ είχε φάει το
τελευταίο ροδάκινο που είχε μείνει στη φρουτιέρα. Πόσο γλυκό της είχε φανεί… Το
καλύτερο που είχε δοκιμάσει ένα ολόκληρο καλοκαίρι. Η σάρκα του όσο έπρεπε
μεστή, όσο έπρεπε νόστιμη, η φλούδα του –πάντα έτρωγε τα ροδάκινα με τη φλούδα–
της άφησε την αίσθηση χαδιού όσο το έπλενε κάτω από τη βρύση.
Αλλά θα ήταν το τελευταίο. «Δεν
είναι πια η εποχή τους. Σε ψυγεία τα κρατάνε», είχε ακούσει μια κυρία να λέει
στον πάγκο την ώρα που τα διάλεγε και τα έβαζε στη χαρτοσακούλα. Συμφωνούσε
μαζί της, άλλωστε πια οι πάγκοι γέμιζαν με μήλα. Αλλά τα είχε λαχταρήσει τόσο
πολύ.
Το ροδάκινο και το καλοκαίρι που
έφευγε σκεφτόταν όταν στο ραδιόφωνο άρχισε να παίζει ένα –παλιό πια– τραγούδι
για ένα καπηλειό*, που στέγασε τους καημούς τόσων ανθρώπων –άραγε υπήρξαν ποτέ;
Ποιος ήταν ο Μύρος, που έκανε το χώμα να τραντάζει από τον χορό; Κι ο Σταύρος,
τα βρήκε ξανά τα βυσσινιά χείλια που τον έκαναν να σιγοπίνει; Πού να βρίσκονται
εκείνο το λαγούτο κι ο Βαρδής, που κάνουν τους πόνους μέλι για να τους αντέχεις;
Απέξω ήξερε τους στίχους. Τους
σιγοψιθύριζε συχνά. Αλλωστε είχε κι εκείνη μετρήσει πολλά βαριά δικά της ζάλα**
για έναν έρωτα που δεν άντεξε στον χρόνο, στις δυσκολίες, ίσως ούτε στην
αλήθεια.
«Αν μπορούσα να έχω γράψει ένα
τραγούδι, αν μου δινόταν αυτή η ευλογία, το Καπηλειό θα ήθελα να είναι»,
σκεφτόταν. Αν και δεν χόρευε, παρά μόνο σπάνια, αυτή η μελωδία, αυτοί οι
στίχοι, έκαναν την καρδιά της να χοροπηδάει. Κάτι σαν καλό προμήνυμα.
«Πρώτη μέρα του φθινοπώρου σήμερα
και ισημερία», ανακοίνωσε με παιγνιώδη τρόπο ο μουσικός παραγωγός. «Απολαύστε
την, γιατί από αύριο οι μέρες θα αρχίσουν να μικραίνουν πολύ».
Ηξερε πια τι αλλιώτικο είχε η
μέρα. Ηταν αυτή η αλλαγή της εποχής που έρχεται βήμα-βήμα, ζάλο-ζάλο, και
ταΐζει τη νοσταλγία που γεννούν οι παλιοί καφενέδες, αυτοί που γίνονται στέκια
για παρέες, για φίλους που βρίσκονται συχνά ή για άλλους που αναζητούν την
ευκαιρία να βρεθούν και, σαν έτοιμοι από καιρό, να πουν για όσα σπυρί σπυρί
μάζευαν.
Και μπορεί να μην είναι καφενεία,
αλλά ταβερνάκια –πόσο λίγα ταβερνάκια τέτοια υπήρχαν πια…– όπου παρέα με λίγο
κρασί ή κάποιο άλλο πνεύμα και οινόπνευμα αφήνονται, ανοίγουν οι καρδιές,
τρέχουν –ή παραπατούν καμιά φορά– οι γλώσσες και οι άνθρωποι έρχονται κοντά.
Και ξεχνούν την κούραση για λίγο, τα μοιρασμένα προβλήματα γίνονται κατά τι πιο
ελαφρά, το δάκρυ σμίγει με το γέλιο, και η ζωή προχωρά.
Αφησε τον καφέ της να κρυώσει.
Ούτε να φάει ήθελε. Λαχταρούσε μια εκδρομή, σε μια μικρή πόλη, σε ένα νησί που
αδειάζει. Και ένα βράδυ σε ένα καπηλειό, ας είναι και ταβερνάκι ή καφενείο,
πριν έρθει ο χειμώνας. Να μείνει εκεί μέχρι το πρωινό αστέρι να σβήσει.
Είχε τόσα να πει και η ρουτίνα
δεν την άφηνε, τόσα να μοιραστεί, τόσα να μάθει, να ξεφορτώσει και να φορτωθεί.
Λίγα λεπτά αργότερα πήρε το τηλέφωνο. Επρεπε να το οργανώσει. Εκείνη θα έκανε
την αρχή.
* «Το καπηλειό», Χαΐνηδες, 1991
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου