Του Σταμάτη Ρήγα
Η συμφωνία μεταξύ Ιράν και ΗΠΑ
που υπογράφηκε το 2015 καταργούσε ορισμένες από τις κυρώσεις που είχε επιβάλλει
ο ΟΗΕ και οι ΗΠΑ 10 χρόνια πριν (αφορούσαν τον χρηματοπιστωτικό τομέα, τομείς
της ενέργειας και των μεταφορών), και είχαν οδηγήσει στην απομόνωση του Ιράν. Η
άρση αυτών των οικονομικών κυρώσεων ήταν αυτό που κέρδισε το Ιράν με τη συμφωνία του 2015. Οι υποχρεώσεις του,
ταυτόχρονα, ήταν να μειώσει και όχι να εξαλείψει το πυρηνικό του πρόγραμμα.
Με βάση τις αναλύσεις σχετικά με
τη συμφωνία, το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν απομακρύνθηκε κατά, τουλάχιστον, 15
χρόνια από τη δυνατότητα να δημιουργήσει ατομικά όπλα. Οι Ιρανοί αρνήθηκαν να
εξαλείψουν το πυρηνικό τους πρόγραμμα εξ ολοκλήρου, αλλά υιοθέτησαν ουσιαστικές
δεσμεύσεις και αποδέχτηκαν τον έλεγχο από την επιτροπή Ατομικής Ενέργειας,
τουλάχιστον μέχρι προχθές.
Στις 8/5/1018, ο Ντόναλντ Τραμπ
δικαιολόγησε την απόφασή του για κατάργηση της συμφωνίας του 2015 με το
επιχείρημα ότι αυτή επέτρεπε στην Τεχεράνη τη συνέχιση του πυρηνικού
προγράμματος –η μείωση και όχι η
εξάλειψή του ήταν μέρος της συμφωνίας, όπως προαναφέρθηκε. Κατάφερε, επίσης, να
αποχωρήσουν οι ΗΠΑ από τη συμφωνία (σε αυτήν συμμετείχαν και η Μεγάλη Βρετανία,
η Γαλλία, η Κίνα, η Ρωσία, η Γερμανία και η ΕΕ), ενώ τους προηγούμενους 15
μήνες προσπαθούσε να επιτύχει την ακύρωση της συμφωνίας την οποία είχε
καταγγείλει ήδη ως υποψήφιος.
Φυσικά μία τόσο σημαντική απόφαση
δεν είναι ζήτημα ενός ανθρώπου, οι Ρεπουμπλικάνοι ήδη από την υπογραφή της
συμφωνίας είχαν ανακοινώσει ότι, εάν τους δοθεί η ευκαιρία, θα αποχωρήσουν από
αυτήν αμέσως. Άλλωστε μόλις ανακοινώθηκε η αποχώρηση προχθες, εν χωρώ όλα τα
μεγάλα ονόματα του Ρεπουμπλικανικού κόμματος συνεχάρησαν τον Πρόεδρο για την
επιτυχία του.
Ποιος επιθυμούσε την αποχώρηση;
Η οικονομική πλευρά της συμφωνίας
ήταν ότι το Ιράν θα μπορούσε, μετά τη συμφωνία, να πουλήσει πετρέλαιο σε πολλές
αγορές από τις οποίες είχε αποκλειστεί στο παρελθόν. Αυτό σήμαινε, προφανώς,
την πτώση των τιμών του πετρελαίου και πιθανό πλήγμα των κολοσσών της
αμερικάνικης πετρελαιοπαραγωγικής βιομηχανίας.
Οι παραδοσιακοί σύμμαχοι των ΗΠΑ
πίεζαν για την κατάργηση της συμφωνίας για διάφορους λόγους. Η Σαουδική Αραβία έχει και γεωστρατηγικούς
λόγους (το Ιράν είναι ο βασικός της ανταγωνιστής στην Μ. Ανατολή) και
οικονομικούς (η Σαουδική Αραβία είναι ο βασικός προμηθευτής πετρελαίου των
ΗΠΑ). Το Ισραήλ είναι ο άλλος ανταγωνιστής των Ιρανών στην Μ. Ανατολή και είναι
σίγουρο ότι είναι ήδη πυρηνική δύναμη. Οι Ισραηλινοί, πιθανόν, θεωρούν ότι δεν
έχουν να φοβηθούν στρατιωτικά την πυρηνική δυνατότητα του Ιράν, προς το παρόν,
ενώ επί χρόνια πιέζουν τις ΗΠΑ για επίθεση εναντίον του Ιράν. Επομένως, η
εξομάλυνση των σχέσεων Ιράν και ΗΠΑ –με τη συμφωνία του 2015– δεν ήταν η
καλύτερη εξέλιξη για αυτούς.
Αμφισβήτηση της παντοδυναμίας των
ΗΠΑ
Ενάντια στη συμφωνία ήταν και η
πολεμική βιομηχανία των ΗΠΑ, διότι χωρίς πιθανούς εχθρούς, ως γνωστόν, αρχίζει
και η μείωση των εξοπλισμών. Τέλος, η δημιουργία μίας συμφωνίας μεταξύ ενός
κολοσσού, όπως οι ΗΠΑ, και μίας περιφερειακής δύναμης, όπως το Ιράν, η οποία
μοιάζει σχετικώς ισορροπημένη, δημιουργεί ιδεολογική κρίση στις ΗΠΑ. Η χώρα
αυτή από το 1991 και έπειτα έχει την τάση να θεωρεί ότι είναι παντοδύναμη και
ότι οι συμφωνίες της πρέπει να είναι, επί της ουσίας, με τους όρους που η ίδια
επιθυμεί. Η εν λόγω συμφωνία ήταν ένα πλήγμα στο γόητρο των ΗΠΑ και έδινε τον
τόνο ότι η δύναμή τους δεν είναι χωρίς όρια.
Η πολεμική βιομηχανία, η
πετρελαιοβιομηχανία, οι παραδοσιακοί σύμμαχοι των ΗΠΑ και οι ιδεολογικοί
πρωτοστάτες της αμερικάνικης παντοδυναμίας ήθελαν να καταργηθεί. Η συμφωνία δεν
δημιουργήθηκε όμως σε κενό, ο πληθυσμός του Ιράν είναι 80 εκατομμύρια και το
μεγαλύτερο τμήμα αυτών είναι κάτω από 35 χρονών. Εάν οι βιομηχανίες
τεχνολογίας, ρούχων, ηλεκτρικών συσκευών μπορούσαν να μπουν στην ιρανική αγορά
θα μπορούσαν να δημιουργήσουν τεράστια κέρδη για εταιρίες, όπως π.χ. η Apple ή
η Caterpillar. Αυτή η πιθανότητα όμως (η οποία δεν είναι βέβαιη και
τοποθετείται σε βάθος χρόνου) θα οδηγούσε σε πλήγματα για τις αμερικάνικες
εταιρίες πετρελαίου και όπλων τώρα.
Στο ζήτημα της αντιμετώπισης του
Ιράν τα δύο αυτά ενδο-αστικά συμφέροντα δεν μπορούν να συμβιβαστούν και γι’
αυτό τα δύο αμερικανικά κόμματα βρίσκονται σε αντίθετες πλευρές αυτής της
διαμάχης. Οι Δημοκρατικοί του Ομπάμα κέρδισαν το 2015 υπογράφοντας τη συμφωνία,
οι Ρεπουμπλικάνοι του Τραμπ πήραν τη ρεβάνς ακυρώνοντάς την. Αυτή η
αντίθεση στις ΗΠΑ, ενδεχομένως, να έχει
τεράστιες επιπτώσεις τόσο στην Μ. Ανατολή όσο και στον υπόλοιπο κόσμο, αφού το
Ιράν από σήμερα δεν έχει κανένα λόγο να μην πιστεύει ότι οι ΗΠΑ προετοιμάζουν
πόλεμο, είτε δι’ αντιπροσώπων είτε απευθείας.
Στις 9/5/2018, άλλωστε ο Τραμπ
δήλωσε ότι εάν το Ιράν επανενεργοποιήσει το πυρηνικό του πρόγραμμα, αυτό θα
είναι αιτία πολέμου. Το Ιράν στις πρώτες του αντιδράσεις υπερασπίζεται τη
συμφωνία, λέγοντας ότι δεν έκανε τίποτα για να την παραβιάσει και ότι θέλει να
συνεχίσει να την τηρεί απέναντι στους υπόλοιπους, συμμετέχοντες σε αυτήν –κάτι
τέτοιο βέβαια χωρίς τη συμμετοχή των ΗΠΑ είναι εξαιρετικά δύσκολο. Οι Ιρανοί
πολιτικοί που πίστεψαν στη συμφωνία και την προμόταραν επί 20 μήνες (μέχρι να
υπογραφεί) θα θεωρηθούν αφελείς που πίστεψαν ότι θα μπορούσαν να κάνουν μία
τέτοια συμφωνία. Κατ’ επέκταση οι πιο ακραίοι, που υποστήριζαν ότι οι
Αμερικάνοι δεν θα έπρεπε να είναι άξιοι εμπιστοσύνης, θα αναδειχθούν ως οι πιο
πραγματιστές και θα αναλάβουν δράση (και, μάλλον, όχι άδικα).
Η πολιτική των ΗΠΑ από την
ανάληψη της Προεδρίας από τον Τραμπ έχει αλλάξει ραγδαία και φαίνεται ότι η
πολεμική της πτέρυγα έχει αναλάβει δράση. Η αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως
πρωτεύουσας του Ισραήλ, η αποχώρηση από τη συμφωνία με το Ιράν, ο εξοπλισμός
των Σαουδαράβων με τη μεγαλύτερη σύμβαση αγοράς όπλων στην Ιστορία, δείχνουν
ότι τα τύμπανα του πολέμου ακούγονται όλο και πιο δυνατά σε ολόκληρη την περιοχή.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου