Του Σταύρου Λυγερού
Η εκλογική νίκη του «Κινήματος των 5 Αστέρων»
και της «Λέγκας» οδήγησε, μετά από επίπονες διαπραγματεύσεις, στον σχηματισμό
συμμαχικής κυβέρνησης. Μπορεί στο πρόγραμμά της να μην έχει την έξοδο από την
Ευρωζώνη, με την οποία είχαν φλερτάρει και οι δύο κυβερνητικοί εταίροι, αλλά
οπωσδήποτε η αυριανή Ιταλία δεν θα είναι όσο βολική ήταν για το ευρωιερατείο η
Ιταλία του Ρέντσι και του Τζεντιλόνι. Η νέα ιταλική κυβέρνηση εμφανίζεται
αποφασισμένη να αμφισβητήσει βασικά δόγματα της γερμανικής (και όχι μόνο)
οικονομικής «ορθοδοξίας».
Η Ιταλία είναι η τρίτη οικονομία
της Ευρώπης και λόγω μεγέθους δεν είναι εύκολο το ευρωιερατείο να την
αντιμετωπίσει με τις μεθόδους που είχε εφαρμόσει το 2015 για να τιθασεύσει την
Ελλάδα της κυβέρνησης Τσίπρα. Με άλλα λόγια, το εκλογικό αποτέλεσμα και η
ιταλική κυβέρνηση που προέκυψε από αυτό φέρνει -περισσότερο παρά ποτέ- την
Ευρωζώνη αντιμέτωπη με τις εγγενείς αντιφάσεις της και κατ’ επέκτασιν απειλεί
να ανατρέψει τις πολύ βολικές για τη Γερμανία ισορροπίες.
Στην αφετηρία, όταν υιοθετήθηκε
το ευρώ, για τις επιπτώσεις που θα είχε το κοινό νόμισμα υπήρχαν μόνο
εκτιμήσεις. Σήμερα, όμως, μετά από τόσα χρόνια, ο απολογισμός είναι κραυγαλέος.
Από την ύπαρξη του ευρώ επωφελούνται οι πιο ανταγωνιστικές οικονομίες, με πρώτη
τη γερμανική. Το αποδεικνύουν τα γιγαντιαία εμπορικά πλεονάσματά της, τα οποία,
μάλιστα, κατά παρέκκλιση των ευρωπαϊκών κανόνων, δεν ανακυκλώνει.
Μία υπόθεση εργασίας
Εάν οι Ευρωπαίοι αποφάσιζαν να
καταργήσουν το ευρώ και να επιστρέψουν στα παλιά εθνικά τους νομίσματα, η
ανατίμηση του μάρκου θα ήταν μεγάλη, λόγω της μεγάλης ζήτησης για μάρκα που θα
προκαλούσε η καλή πορεία της γερμανικής οικονομίας. Αντιθέτως, η δραχμή, το
πορτογαλικό εσκούδο, η ισπανική πεσέτα και η ιταλική λιρέτα θα υφίσταντο
μεγαλύτερη ή μικρότερη υποτίμηση. Έτσι, τα γερμανικά προϊόντα θα γίνονταν πιο
ακριβά, ενώ τα προϊόντα των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου πιο φθηνά.
Οι αλλαγές στις συναλλαγματικές
ισοτιμίες θα εξισορροπούσαν σε μεγάλο βαθμό την υφιστάμενη σήμερα διαφορά
ανταγωνιστικότητας εντός της ΕΕ. Θα συνεχιζόταν, δηλαδή, αυτό που συνέβαινε
πριν την υιοθέτηση του ευρώ. Το ευρώ, λοιπόν, επιτρέπει στα γερμανικά προϊόντα
να είναι πιο ανταγωνιστικά. Επιτρέπει, δηλαδή, στη Γερμανία να συσσωρεύει
εμπορικά πλεονάσματα, καταδικάζοντας τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου να
συσσωρεύουν εμπορικά ελλείμματα. Με όρους ενδοευρωπαϊκού εμπορίου, τα
πλεονάσματα του Βορρά είναι σε μεγάλο βαθμό τα ελλείμματα του Νότου. Δεν είναι
τυχαίο ότι η Ιταλία έχει φθάσει να έχει χρέος 130% του ΑΕΠ που σε απόλυτους
αριθμούς υπερβαίνει τα δύο τρισ. διακόσια δισ. ευρώ.
Γι’ αυτό και είναι βαθιά
υποκριτική η ρητορική του Βερολίνου ότι όλες οι χώρες της Ευρωζώνης πρέπει να
γίνουν Γερμανία! Εάν συνέβαινε αυτό, η Γερμανία δεν θα ήταν αυτό που είναι
σήμερα. Ούτε πια μπορεί συνολικά η Ευρώπη να είναι η μεγάλη εξαγωγική δύναμη
που ήταν σε παγκόσμιο επίπεδο. Η τάση στο διεθνές εμπόριο είναι η ακριβώς
αντίθετη, λόγω της ανάδυσης των νέων βιομηχανικών χωρών.
Το διογκωμένο χρέος
Τα ελλείμματα του ευρωπαϊκού
Νότου σταδιακά μετατράπηκαν σε διογκωμένο χρέος. Και αυτή την εξέλιξη την
διευκόλυνε αποφασιστικά το ευρώ. Εάν δεν υπήρχε το κοινό νόμισμα, οι αγορές δεν
θα δάνειζαν σε κράτη όπως η Ελλάδα τόσο μεγάλα ποσά και σε τόσο χαμηλά
επιτόκια. Γι’ αυτό και η Ελλάδα δεν θα είχε ποτέ φθάσει στο σημείο που έφθασε
το 2009-10.
Αρνούμενες να δανείσουν πολύ
μεγάλα ποσά και υψώνοντας εγκαίρως το επιτόκιο, οι αγορές θα την είχαν
υποχρεώσει να περιορίσει δραστικά το δημοσιονομικό έλλειμμα, αλλά και το
έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα θα είχε
υποχρεωθεί να κάνει την προσαρμογή της πολύ πιο νωρίς και πολύ πιο ομαλά,
επειδή το πρόβλημα δεν θα είχε προσλάβει εκρηκτικές διαστάσεις, όπως το
2009-10.
Δεδομένου ότι το κοινό νόμισμα
εμποδίζει τις λιγότερο ανταγωνιστικές χώρες-μέλη να εξισορροπήσουν με
νομισματικό τρόπο το μειονέκτημά τους, το ευρωιερατείο προωθεί τη μέθοδο του
εσωτερικού αποπληθωρισμού. Αυτή η μέθοδος, όμως, δεν είναι λύση, επειδή βυθίζει
τις οικονομίες στην ύφεση. Το παράδειγμα της Ελλάδας είναι το πιο
χαρακτηριστικό, αλλά όχι το μοναδικό.
Ασωτία και δομική ανισορροπία
Το Βερολίνο βλέπει μόνο την όψη
της ασωτίας, επειδή αυτή το βολεύει. Την όψη της δομικής ανισορροπίας, που
απειλεί να τινάξει στον αέρα την Ευρωζώνη, δεν θέλει να την ξέρει. Η Γερμανία
βολευόταν μια χαρά με τη μέχρι πρότινος κατάσταση. Η κρίση, ωστόσο, κατέδειξε
ότι δεν πάει άλλο έτσι. Η Ευρωζώνη δεν θα επιβιώσει μόνο με δρακόντεια
δημοσιονομικά μέτρα και αυστηρές ποινές.
Η πρόταση για καθιέρωση
ποινολογίου για τις δημοσιονομικά απείθαρχες χώρες-μέλη ήταν μια καθαρόαιμη
γερμανική απάντηση στο πρόβλημα. Η μέθοδος αυτή, όμως, είναι αμφίβολης
οικονομικής αποτελεσματικότητας, αφού εγκλωβίζει τις οικονομίες στον φαύλο
κύκλο της ύφεσης. Επίσης, θίγει το θεμέλιο της ευρωπαϊκής ενοποίησης, που είναι
η ισότιμη συμμετοχή των χωρών-μελών.
Η Ευρώπη έχει ανάγκη από
πραγματική οικονομική σύγκλιση, η οποία προϋποθέτει ένα θεσμικό άλμα προς το
εμπρός. Χωρίς βήματα προς την οικονομική και πολιτική συνοχή, η νομισματική
ένωση αναπόφευκτα θα γεννήσει διαλυτικές τάσεις. Οικονομική ένωση δεν σημαίνει
μόνο έλεγχοι. Σημαίνει και δραστικές πολιτικές οικονομικής σύγκλισης. Είναι
λογικό κάθε χώρα-μέλος να προτάσσει το εθνικό συμφέρον της, αλλά από την άλλη
πλευρά η Ευρωζώνη δεν έχει μέλλον χωρίς αλληλεγγύη. Εάν δεν πάει συντεταγμένα
μπροστά, θα οπισθοδρομήσει, ή και θα διαλυθεί.
Τα θέλει όλα δικά της
Η Γερμανία τα θέλει όλα δικά της.
Με το ευρώ κρατάει φθηνά τα προϊόντα της, έχει εξασφαλισμένη μια τεράστια αγορά
για τη βιομηχανία της, απολαμβάνει το άυλο αλλά πολύτιμο κεφάλαιο μιας άτυπης
ηγεμονίας στην Ευρώπη και επιπλέον, μέσω της ΕΕ, μπορεί να παίζει παγκόσμιο
πολιτικό ρόλο. Το Βερολίνο, όμως, παρακάμπτει αυτή την όψη του νομίσματος και
μιλάει πάντα για την άλλη, για το γεγονός ότι εισφέρει τα περισσότερα στον
κοινοτικό προϋπολογισμό.
Όταν προέκυψε η ελληνική κρίση,
μάλιστα, οι Γερμανοί κραύγαζαν ότι δεν μπορούν να πληρώνουν τους επιπόλαιους
και τεμπέληδες Έλληνες. Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, όμως, το επιχείρημα,
που με ιδεολογικό μεταπρατισμό αναπαράγουν πολλοί και στην Ελλάδα, είναι
απολύτως προπαγανδιστικό. Η Γερμανία έχει ηγετικό ρόλο στην Ευρωζώνη και
αποκομίζει πολλά οφέλη από την ύπαρξη του ευρώ. Ακόμα και από την ελληνική
κρίση αποκόμισε και στενά οικονομικά κέρδη. Για τους δύο αυτούς λόγους οφείλει
να προσεγγίζει τα ευρωπαϊκά προβλήματα με ευρωπαϊκή λογική κι όχι με λογική
στενά εθνικού συμφέροντος.
Την άποψη αυτή είχα εκφράσει πριν
εκδηλωθεί η ελληνική κρίση: «Η στάση της Γερμανίας δεν πηγάζει από πολιτική και
οικονομική φρόνηση. Ούτε καν από αγνό δογματισμό. Πηγάζει από κοντόθωρη εθνική
ιδιοτέλεια. Δεν μπορεί, όμως, να έχει και τον σκύλο χορτάτο και την πίτα
ολάκερη. Να λειτουργεί στην πράξη ως ηγέτιδα δύναμη, που έχει εξασφαλισμένη μια
τεράστια αγορά για τη βιομηχανία της, και ταυτοχρόνως να προσεγγίζει τα
ευρωπαϊκά προβλήματα με στενά εθνικό κριτήριο» (Καθημερινή, 22-3-2009).
Η περίοδος των παχιών αγελάδων
Την περίοδο των παχιών αγελάδων
οι αντιφάσεις της Ευρωζώνης επικαλύπτονταν. Η διεθνής κρίση τις έβγαλε στην
επιφάνεια, καθιστώντας εξόφθαλμα τα κενά του ευρωπαϊκού νομισματικού
οικοδομήματος, αλλά και το θεσμικά αβαθές του ενοποιητικού εγχειρήματος. Οι χώρες-μέλη
που λόγω του κοινού νομίσματος χάνουν έδαφος στο οικονομικό επίπεδο (κυρίως οι
χώρες του ευρωπαϊκού Νότου) αναπόφευκτα κάποια στιγμή θα αντιδρούσαν.
Η πρώην υπουργός Οικονομικών της
Γαλλίας Κριστίν Λαγκάρντ (και νυν επικεφαλής του ΔΝΤ) κάποια στιγμή το είπε
καθαρά. Καμία χώρα δεν μπορεί για πολύ χρόνο να ανέχεται μια κατάσταση που
υπονομεύει τα συμφέροντά της. Το είδαμε στην Ελλάδα με την άνοδο του άλλοτε
περιθωριακού ΣΥΡΙΖΑ. Το βλέπουμε σήμερα στην Ιταλία, η οικονομία της οποίας
είναι ανταγωνιστική της γερμανικής. Το βλέπουμε με άλλες μορφές και σε άλλες
χώρες-μέλη.
Η αναμφισβήτητη ιδεολογική ισχύς
του ευρώ και ο φόβος της απομόνωσης εμποδίζουν τόσο τις άρχουσες ελίτ όσο και
τις λαϊκές τάξεις στις πληττόμενες χώρες-μέλη του ευρωπαϊκού Νότου να σκεφτούν
εναλλακτική λύση. Όσο, όμως, στις χώρες αυτές συσσωρεύονται οικονομικά ερείπια,
αναπόφευκτα οι κοινωνίες κάποια στιγμή θα αντιδράσουν. Μπορεί η κυβέρνηση
Τσίπρα να έσπασε τα μούτρα της, αλλά, όπως προαναφέραμε, η Ιταλία είναι πολύ
μεγάλη για να παίξει το ευρωιερατείο το ίδιο παιχνίδι.
Αποδεικνύεται ότι η γερμανική
άρχουσα τάξη δυσκολεύεται να διαχειριστεί με σοφία τη δύναμή της. Μέχρι τώρα,
έχει ακατανίκητη διαπραγματευτική ισχύ. Ούτε η πίεση που άσκησε ο πρόεδρος
Μακρόν με τις προτάσεις του στάθηκε ικανή να μετακινήσει το Βερολίνο. Είναι
αυτό που σηκώνει το κύριο βάρος χρηματοδότησης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος,
γεγονός που προσδίδει πολλαπλάσια πολιτική βαρύτητα στις θέσεις του.
Δεν είναι τυχαίο ότι το παιχνίδι
παίζεται πια χωρίς προσχήματα ανάμεσα στους θεσμικά επικεφαλής της ΕΕ και στη
γερμανική κυβέρνηση, πίσω από την οποία κατά κανόνα συσπειρώνοντας και άλλες
βόρειες χώρες, αλλά και χώρες με «υποτελείς» κυβερνήσεις. Το μόνο που
υποχρεώνει τη Γερμανία να λαμβάνει υπόψη της και τις άλλες χώρες-μέλη είναι
κυρίως ότι έχει να χάσει πολλά από ένα ναυάγιο, το οποίο θα τίναζε στον αέρα το
ευρώ. Γι’ αυτό και η αλλαγή φρουράς στην Ιταλία συνιστά κεντρικής σημασίας
πολιτική πρόκληση.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου