«Η μετριοπάθεια είναι προσόν μόνο
όταν οι άλλοι αντιλαμβάνονται πως έχεις κι άλλες επιλογές» (Χένρι Κίσινγκερ)
To ξέρανε καλά οι περισσότεροι
εδώ και αρκετό καιρό. Από την πρώτη στιγμή που τέθηκε στο τραπέζι της δημόσιας
διαβούλευσης η προοπτική μίας επίλυσης για το ζήτημα της ονομασίας του
γειτονικού κρατιδίου φαινόταν πως η πόλωση θα ήταν αναπόφευκτη. Στο κείμενο
αυτό θα γίνει αναφορά στην κοινωνική-ιδεολογική πτυχή αυτής της πόλωσης και όχι
σε μικροκομματικού τύπου έριδες. Τα γεγονότα της Κυριακής στο Σύνταγμα δεν ήταν
κάτι το απροσδόκητο. Κανένας υποψιασμένος δεν αιφνιδιάστηκε από τα όσα έγιναν,
γιατί στις μέρες μας ουδείς θεωρεί πως τέτοιες «ευκαιρίες» μπορούν να περνάνε
αναξιοποίητες...
Σε αυτές τις διαδικασίες, η κάθε
πλευρά προ-υπολογίζει και αποσκοπεί σε άμεσα, αλλά και πιο μακροπρόθεσμα,
οφέλη. Τα οποία δεν είναι κατά ανάγκη η παύση της γενεσιουργού αιτίας. Με απλά
λόγια, δίπλα σε όσους ανθρώπους κατέβηκαν να διαμαρτυρηθούν για τη συμφωνία των
Πρεσπών, βρέθηκαν και κάποιοι που ήθελαν να εκμεταλλευτούν τη συγκυρία για τους
δικούς τους λόγους. Είτε για να αποκτήσουν επικοινωνιακά επιχειρήματα
φερ΄ειπείν ενάντια στην παρούσα κυβέρνηση, είτε για να κερδίσουν πόντους σε
κάτι ευρύτερο που ξεπερνάει τα στενά πλαίσια της συμφωνίας των Πρεσπών, όσο
σημαντική κι αν όντως είναι αυτή για ένα εύρος λόγων.
Τι είναι, όμως, αυτό το ευρύτερο;
Υπάρχει, λοιπόν, ο γενικότερος ιδεολογικός πόλεμος που μαίνεται κάθε στιγμή
στην επικράτεια του ελλαδικού χώρου. Τα λεγόμενα εθνικά ζητήματα, για
παράδειγμα, θεωρούνται προνομιακά πεδία για την αύξηση της επιρροής δεξιών έως
ακροδεξιών πολιτικών θέσεων. Ενώ κάποια άλλα ζητήματα, όπως π.χ. τα λεγόμενα
κοινωνικά, θεωρούνται προνομιακά για αριστερές θέσεις. Φυσικά, αυτό δεν
σημαίνει πως στην αριστερά δεν υπάρχουν πατριωτικές ευαισθησίες, ούτε όμως πως
δεν μπορούν κάποιοι δεξιοί να ανησυχούν για τα κοινωνικά ζητήματα.
Όμως, πέρα από τις επιμέρους
θέσεις των καλοπροαίρετων ανθρώπων, αυτό που μετράει είναι η γενική στρατηγική
των βασικών ιδεολογικών πόλων. Ο τελικός σκοπός στην ευρύτερη διαπάλη των
ιδεών. Ποια μορφή θέλει ο καθένας να πάρει «στο τέλος των απαραίτητων ενεργειών
του» η κοινωνική δόμηση. Ποια πολιτική συνολική πρόταση θα κυριαρχήσει, και
ποιο οικονομικό πρότυπο θα υιοθετηθεί. Τα επιμέρους αποκτούν μία χροιά που
«εξυπηρετεί» το γενικό.
Η διαπάλη γύρω από τη συμφωνία των
Πρεσπών έχει, λοιπόν, δύο διαστάσεις. Η μία αφορά στα αποτελέσματα της ίδιας
της συμφωνίας (κυρίως σε μάκρος χρόνου) και η άλλη το ευρύτερο ιδεολογικό
πεδίο. Το μεγάλο ζητούμενο, όσον αφορά στη δεύτερη διάσταση, είναι το εξής. Να
μπορέσει το στρατόπεδο που επιθυμεί ριζικούς κοινωνικούς μετασχηματισμούς προς
όφελος των πολλών να καλύψει σε κάποιο βαθμό τις ευαισθησίες όσων περισσότερων
ταλαντεύονται ή φλερτάρουν με το άλλο στρατόπεδο. Και αυτό απαιτεί επιδέξιους
χειρισμούς.
Πότε μία σαρωτικής υφής αυτοπεποίθηση,
πότε μία μετριοπάθεια σαν αυτή που περιέγραφε ο Χένρι Κίσινγκερ στο απόφθεγμα
που βρίσκεται στην αρχή αυτού του κειμένου.
Το στρατόπεδο της κοινωνικής
προόδου έχει πολλά να κάνει. Να αποκαλύψει τις κίβδηλες ευαισθησίες και τις
παγίδες που κρύβονται πίσω από «αυταπόδεικτες αλήθειες», πίσω από
«υπερπατριωτικές» εξάρσεις, πίσω από «κορώνες» κάθε δια-λογής, πίσω από
«επαναστατικού τύπου γυμναστικές» που εύκολα θα ποδηγετηθούν την κρίσιμη ώρα
προς τις «κατάλληλες κατευθύνσεις». Να φανερωθεί πως πραγματικές κατακτήσεις
για την κοινωνία και το λαό είναι το να μπορεί η πλειοψηφία να αποκτάει ολοένα
και μεγαλύτερο μερίδιο στην πίτα των δικαιωμάτων ενός συγκεκριμένου γεωγραφικού
χώρου.
Μέχρι τον τελικό στόχο του
καθολικού ελέγχου του συνόλου της βάσης και του ανάλογου εποικοδομήματος. Δίχως
να χαθεί η πίστη στην ανάγκη κοινωνικής συνεκτικότητας, δίχως να υποτιμηθεί το
στοιχείο της διεθνιστικής συνεργασίας μεταξύ των κοινωνιών και των λαών που τις
απαρτίζουν. Tα ζητήματα είναι λεπτά, γιατί και οι ισορροπίες σε κάποιες
συγκυρίες «λεπταίνουν».
Αξίζει, βέβαια, να θυμηθούμε πως
στους δύσκολους καιρούς που διανύουμε εδώ και μία δεκαετία περίπου
συλλαλητήρια, πορείες, απεργίες, καταλήψεις, διαφόρων μορφών διαμαρτυρίες,
έχουν γίνει και θα εξακολουθήσουν να γίνονται. Και για λόγους που δεν έχουν
καμία σχέση με τα άνευρα καθηκοντολόγια ή τις «νερόβραστες» αιτηματολογίες
προηγούμενων δεκαετιών, αλλά αντιθέτως αφορούν σε ζητήματα επιβίωσης και
διασφάλισης βασικών δικαιωμάτων σε μάκρος χρόνου.
Από το 2010 κι ύστερα «κόπηκε με
το μαχαίρι» κάθε περιθώριο για χαβαλέ ή για στενόμυαλες αντιμετωπίσεις των
ευρύτερων κοινωνικών δρώμενων. Όμως, κάποιοι αρκούνται συνειδητότατα σε ισχνές
καταγραφές αυτών των κοινωνικών διεργασιών, και μάλιστα με τέτοιο τρόπο που να
αποκρύπτεται η βαθιά ουσία των κινητοποιήσεων αυτών.
Για να απομακρυνθεί στο τέλος ένα
κρίσιμο κοινωνικό ποσοστό υποστήριξης από την εστία των πραγματικών γεγονότων.
Αλλά και αυτό όλο δεν προκαλεί καμία έκπληξη, γιατί εντάσσεται ξεκάθαρα στον
ιδεολογικό πόλεμο που μαίνεται. Και ο οποίος σε ανύποπτο χρόνο διαμορφώνει
συσχετισμούς που θα βρουν όλοι μπροστά τους στο μέλλον.