Tα τελευταία 40 χρόνια έγιναν δύο
μεγάλα λάθη σε ιστορικές αποφάσεις. Το 1979, όταν η χώρα εντάχθηκε στην (τότε)
ΕΟΚ και το 1982, όταν αναγνωρίστηκε η Εθνική Αντίσταση. Το τρίτο λάθος
διαπράττεται σήμερα από όσους αρνούνται τη λύση του Μακεδονικού, την οποία
επιδίωκαν όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις
Του Γιώργου Καρελιά
Στη νεότερη φάση της ελληνικής
πολιτικής ζωής, η οποία αποκαλείται Μεταπολίτευση και καλύπτει σχεδόν μισόν
αιώνα, έχουν ληφθεί αρκετές, σημαντικές έως καθοριστικές αποφάσεις, με αρνητική
ψήφο της εκάστοτε αντιπολίτευσης. Αυτό που συμβαίνει σήμερα με τη Συμφωνία των
Πρεσπών δεν είναι πρωτόγνωρο. Εχουν προηγηθεί ανάλογες αποφάσεις και αρνήσεις.
Απλώς τα ιστορικά προηγούμενα, μολονότι πολύ διδακτικά, δεν είναι ικανά να αποτρέψουν
σοβαρά έως ιστορικά λάθη.
Και αυτό συμβαίνει για δύο λόγους. Πρώτον, επειδή η
συγκυρία και ο φόβος του πολιτικού κόστους, μαζί με την ψηφοθηρία, απαγορεύουν
σε κόμματα και πρόσωπα να υποστηρίξουν μια λύση με την οποία κατά βάθος
συμφωνούν. Και, δεύτερον, οι σημερινοί πολιτικοί αρχηγοί δεν έχουν ιστορική
γνώση ή δεν ενδιαφέρονται γι’ αυτήν, δεν έχουν αίσθηση του βάρους αυτού που
λένε και δεν ενδιαφέρονται γι’ αυτό. Αλλιώς, θα γνώριζαν τα σοβαρά λάθη
προκατόχων τους και δεν τα επαναλάμβαναν.
Παράδειγμα πρώτο: στις 28 Ιουνίου Μάιου 1979 έγινε στο
Ζάππειο η πανηγυρική τελετή για την ένταξη της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ. Το ΠΑΣΟΚ,
που ήταν τότε αξιωματική αντιπολίτευση, δεν εκπροσωπήθηκε. Ένα μήνα μετά, στις
28 Ιουνίου, η Συνθήκη ένταξης επικυρώθηκε από τη Βουλή. Το ΠΑΣΟΚ αποχώρησε από
την ψηφοφορία. Ο Ανδρέας Παπανδρέου στην ομιλία του υποσχέθηκε ότι, μόλις
αναλάβει τη διακυβέρνηση, θα κάνει δημοψήφισμα (εδώ). Προσοχή: ούτε ο
Κωνσταντίνος Καραμανλής έκανε δημοψήφισμα για την ένταξη ούτε ο Ανδρέας για
την(πιθανή) αποχώρηση. Στην πορεία το ΠΑΣΟΚ έγινε το πιο φιλοευρωπαϊκό κόμμα,
το οποίο 21 χρόνια αργότερα (κυβέρνηση Κώστα Σημίτη) ενέταξε τη χώρα και στη
ζώνη του ευρώ. Ένα μεγάλο λάθος, που έκανε το 1979 ως αντιπολίτευση, το
διόρθωσε ως κυβέρνηση.
[Σχετική λεπτομέρεια: στις 8 Ιανουαρίου 2014 έγινε μια
εκδήλωση για την ανάληψη της προεδρίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης από την Ελλάδα
(είχαμε κυβέρνηση Σαμαρά). Ο Αλέξης Τσίπρας, αρχηγός της αξιωματικής
αντιπολίτευσης, αρνείται να παραστεί και καταγγέλλει τη «φιέστα» (εδώ).
Βεβαίως, τα δύο γεγονότα, του 1979 και του 2014, δεν έχουν την ίδια βαρύτητα.
Δείχνουν, όμως, την αντιπολιτευτική νοοτροπία: ψηφοθηρία και αμετροέπεια].
Παράδειγμα δεύτερο: Στις 19 Αυγούστου 1982 ψηφίζεται στη Βουλή το νομοσχέδιο
της πρώτης κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ για την αναγνώρισης της Εθνικής Αντίστασης
1941-1944. Η ΝΔ αποχωρεί από την ψηφοφορία. Ο τότε αρχηγός της Ευάγγελος
Αβέρωφ, αδύναμος και αμφισβητούμενος, αρνείται την αναγνώριση του ΕΑΜ, γιατί αυτό
αποτελούσε «συγχωροχάρτι στο Κομμουνιστικό Κόμμα». Υπενθυμίζεται ότι εφτά
χρόνια νωρίτερα το δικό του κόμμα (πρωθυπουργός Καραμανλής) είχε αναγνωρίσει το
ΚΚΕ! Ο πρωτόγονος αντικομμουνισμός του δεν τον άφησε να κάνει ένα ακόμα,
αυτονόητο, βήμα. Αυτό που είχε την τόλμη να κάνει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος,
προδικτατορικός ηγέτης της ΕΡΕ και σφόδρα αντικομμουνιστής, ο οποίος δεν
αποχώρησε από την ψηφοφορία και είπε: «Είναι αναγκαίο να αναγνωριστούν όλες οι
αντιστασιακές οργανώσεις, φυσικά και το ΕΑΜ, που ήταν η μεγαλύτερη και είχε τα
περισσότερα θύματα». Από το βήμα της Βουλής, ο Αβέρωφ πρόβλεψε: «Δεν θα
αργήσουμε να έρθουμε στην κυβέρνηση» Και υποσχέθηκε: «Oταν θα έρθουμε θα
καταργήσουμε τον παρόντα νόμο» (εδώ ένα ιστορικό βίντεο). Επεσε και στα δύο
έξω. Πέρασαν επτά χρόνια για να γίνει η ΝΔ κυβέρνηση (1989). Και όταν ήρθε
(Κωνσταντίνος Μητσοτάκης) όχι μόνο δεν κατάργησε το νόμο, αλλά έκανε κυβέρνηση
με το ΚΚΕ!
[Ανάλογα παραδείγματα μικρότερης σημασίας, αλλά κι αυτά ενδεικτικά,
είναι ο πολιτικός γάμος που καθιερώθηκε το 1982 και η απάλειψη του θρησκεύματος
από τις αστυνομικές ταυτότητες το 2000. Η δεξιά αντιπολίτευση τα πολέμησε
λυσσαλέα, υποσχέθηκε ότι θα τα καταργήσει, αλλά δεν το έκανε ποτέ].
Η Συμφωνία
των Πρεσπών είναι μια μεγάλη πολιτική απόφαση, που δίνει λύση σε ένα χρονίζον
θέμα εξωτερικής πολιτικής. Λύση που επιδίωκαν όλες οι κυβερνήσεις μετά το 1992.
Η αντιπολίτευση λέει «Οχι», όπως το 1979 και το 1982. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν
είναι Κωνσταντίνος Καραμανλής (άπαγε της βλασφημίας…), διακατέχεται από ανασφάλειες
ανάλογες με εκείνες του Αβέρωφ (το πολιτικό παιδί του οποίου, ο Αντώνης
Σαμαράς, είναι σήμερα ισχυρή συνιστώσα στη ΝΔ) και δεν μπορεί καν να ακούσει
την πληθώρα των εκκλήσεων του πατέρα του υπέρ της λύσης του Μακεδονικού (εδώ).
Η Φώφη Γεννηματά, διαχειριζόμενη ένα μικρό και κλυδωνιζόμενο κόμμα, δεν έχει
την «πολυτέλεια» να αντιληφθεί την ιστορική σημασία του θέματος. Στο ΠΑΣΟΚ
υπάρχουν δυο-τρία ενεργά στελέχη που γνωρίζουν την πολύχρονη διαδρομή του
προβλήματος και κατανοούν ότι η λύση που δίνεται σήμερα είναι αυτή που και οι
ίδιοι επιδίωκαν στο, σχετικά πρόσφατο, παρελθόν. Το πιο ενεργό στέλεχος, ο
Ευάγγελος Βενιζέλος, στο τελευταίο του άρθρο (εδώ) αναγνωρίζει από την πρώτη
παράγραφο αυτήν την πραγματικότητα, όπως και την ευνοϊκή συγκυρία (άλλη κυβέρνηση
στα Σκόπια και πιεστικό ενδιαφέρον της Δύσης). Ομως, εγκλωβισμένος στις
μυλόπετρες της συγκυρίας, τα παρακάμπτει. Και επικεντρώνεται σε παράπλευρα
ζητήματα, όπως είναι το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν επιδίωξε συναινετική λύση,
αλλά και το ότι, μέσω αυτής της λύσης, επιδιώκει να κυριαρχήσει στο χώρος της
Κεντροαριστεράς.
Ο Γιώργος Παπανδρέου έχει ταχθεί μεν αναφανδόν υπέρ της λύσης
(εδώ), αλλά ούτε βουλευτής είναι ούτε διάθεση έχει να επηρεάσει την ηγεσία του
ΠΑΣΟΚ αποφασιστικά προς αυτήν την κατεύθυνση. Από τα μη ενεργά στελέχη με
ειδικό βάρος, ο Κώστας Σημίτης τάχθηκε πέρυσι υπέρ της λύσης (εδώ). Ομως,
σήμερα επιλέγει την σιωπή, επηρεασμένος από την –όντως άθλια– συμπεριφορά
υπουργών και άλλων στελεχων του ΣΥΡΙΖΑ απέναντί του. Κάπως έτσι η κυρία Γεννηματά
διαγράφει την ΔΗΜΑΡ, το μοναδικό άλλο κόμμα που είχε απομείνει και επιστρέφει
τάχιστα στο «μόνο ΠΑΣΟΚ».
Και οι δύο -Μητσοτάκης και Γεννηματά- μοιραία θα πουν
αύριο «Οχι», προσθέτοντας στην αλυσίδα μεγάλων λαθών της Μεταπολίτευσης το
τρίτο, το δικό τους. Δυστυχώς, δεν είναι σε θέση να αλλάξουν κάτι, έστω την
τελευταία στιγμή, μη αντιλαμβανόμενοι την αξία αυτού που είχε πει ο αμερικανός
πρόεδρος Τζον Κένεντι: «Ενα λάθος γίνεται σφάλμα μόνο όταν προτιμήσουμε να μην
το διορθώσουμε».
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου