γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα
Οταν κάθισε στην καρέκλα εκείνο
το απόγευμα, ήταν κατάκοπη. Αλλά κατά έναν παράξενο τρόπο καλά. Είχε περάσει
μισή ημέρα καθαρίζοντας βεράντες και μπαλκόνια. Σκόρπια φύλλα που έφερνε μέρες
τώρα ο αέρας, σκουπίδια και χώμα από τις κατακαημένες γλάστρες -πάντα απορούσε
πώς επιβίωναν αυτά τα φυτά, ποτέ δεν τους πρόσφερε τη φροντίδα που τους έπρεπε.
Και σκόνη, κίτρινη, από τα πεύκα όλης της γειτονιάς που γιόρταζαν την άνοιξη
χρωματίζοντας τον κόσμο με γύρη.
Βελόνες της τρυπούσαν τα πόδια, η
μέση της διαμαρτυρόταν και τα ρούχα της ήταν τόσο χάλια… Κίτρινες στάμπες στη
μαύρη φόρμα της. Χώρια τα φτερνίσματα από τη γύρη. Δέκα στη σειρά, ώσπου
δάκρυσε. Αλλά και πάλι, ήταν η πρώτη φορά που ένιωθε μια μικρή χαρά εδώ και
καιρό. Το αισθάνθηκε σαν μια πράξη καλοσύνης, προς τον εαυτό της. Μια πράξη
φροντίδας, σαν επένδυση για το κοντινό μέλλον.
Το μπαλκόνι ήταν τόσο καθαρό και
φροντισμένο. Και τον χειμώνα το καθάριζε, αλλά ποτέ δεν μπορούσε να το χαρεί.
Τώρα ήταν έτοιμο να δεχθεί το τραπεζάκι και τις υφασμάτινες μπλε πολυθρόνες.
Εμενε μόνο να βρει τα μαξιλάρια, τα ριχτάρια και το ψάθινο χαλάκι. Να φτιάξει
τη γωνιά της, κάτω από την παλιά τέντα. Εκεί θα διάβαζε τα βράδια, όταν θα
έπεφτε η ζέστη, εκεί θα έπινε τον πρώτο καφέ, εκεί θα έρχονταν και δυο φίλοι,
να μοιραστούν ένα κρασί και δυο μεζέδες -και τα άλλα, που δεν λέγονται από το
τηλέφωνο.
Είχε ακόμα ψύχρα. Τα βράδια δεν
μπορούσε να αποχωριστεί τη μάλλινη ζακέτα της, που «τσιμπούσε» λίγο από τις
ανοιξιάτικες πιτζάμες. Αλλά τα πρωινά και τα μεσημέρια, ώσπου άρχιζε να πέφτει
ο ήλιος, έξω όλα ήταν αλλιώς.
Θυμήθηκε ένα απόσπασμα από τον
«Αρχοντα των Δαχτυλιδιών». Στο πρώτο βιβλίο, σε μια μικρή ιστορία από τις
πολλές παράλληλες με την κεντρική αφήγηση, τα τέσσερα Χόμπιτ βρίσκουν καταφύγιο
στο σπίτι του Τομ Μπομπαντίλ και της Χρυσομουριάς, όντα ανάμεσα σε ανθρώπους
και ξωτικά, κάτι σαν πανάρχαιοι φύλακες του παλιού δάσους, νέοι στην όψη και
σοφοί σαν γέροι. Το αποτέλεσμα της δουλειάς εκείνης της ημέρας της θύμισε την
μπουγάδα της Χρυσομουριάς, την υγιεινή βροχή που ξέπλυνε το δάσος και τα όντα
του, και γέμισε φρεσκάδα ο τόπος. Μια ήρεμη, περίκλειστη γωνιά σε έναν κόσμο
γεμάτο απειλές και αγωνίες.
Οι μέρες που περνούσαν είχαν κάτι
το δυσοίωνο, παρά την αλλαγή του καιρού. Το έβλεπε γύρω της, το συζητούσε με
τους φίλους και τους γνωστούς, το διάβαζε στις εφημερίδες, το άκουγε στο
ραδιόφωνο, το μύριζε στην ατμόσφαιρα. Η κοινωνία γύρω της σαν να ζούσε σε ένα
κακό όνειρο. Πάνω από δυο χρόνια ο εφιάλτης εναλλασσόταν με χαραμάδες ελπίδας
και επανερχόταν όλο και χειρότερος. Πανδημία, ακρίβεια, φόβος για το μέλλον,
πόλεμος, ειδήσεις και εικόνες φρίκης…
Τρόμαξε λίγο που κακές σκέψεις
την απομάκρυναν από την αρχική της διάθεση. Κι είπε να γυρίσει στο μπαλκόνι
της. Αφού πλύθηκε και άλλαξε, πέταξε από πάνω της την κούραση, έβαλε χαμηλόφωνα
το ραδιόφωνο, έφτιαξε καφέ, πήρε ένα ξύλινο σκαμνί, το βιβλίο της και βγήκε
έξω. Αφησε την μπαλκονόπορτα ανοιχτή. Ακούμπησε το φλιτζάνι στην κουπαστή και
κάθισε να ξεκουραστεί.
Γρήγορα άρχισε να σκοτεινιάζει.
Και να δροσίζει. Δεν μπορούσε να μείνει πολύ ακόμα εκεί, η ζακέτα της δεν
έφτανε για να την προστατέψει. Μπήκε μέσα. Το ραδιόφωνο έπαιζε ύστερα από καιρό
ένα κάπως παλιό τραγούδι, το πέτυχε από τη μέση.
«Χαρές / χαρές που βουλιάξατε,/
πνιγμένες χαρές μου.
»Ζωή μου,/ ζωή μου που καίγεσαι/
στον κίτρινο αέρα.
»Η αγάπη/ η αγάπη/ που χάθηκε στη
σκόνη»*.
Της φάνηκε πολύ ταιριαστό με την
ημέρα, με τη διάθεση των ημερών, ακόμη και με την άνοιξη που είχε έρθει
επιτέλους, έστω και δύσθυμα. Και έκλεισε την μπαλκονόπορτα.
* «Σκόνη», Στίχοι: Μιχάλης
Μαρματάκης, Μουσική: Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, Ερμηνεία: Γιώργος Νταλάρας.