γράφει ο Γιώργος Σταματόπουλος
Καθόμαστε σε ένα από τα δυο-τρία
συνεργατικά καφενεία στην παλιά πόλη -υπάρχουν κι άλλες τέσσερις-πέντε τέτοιες
μονάδες με άλλες δραστηριότητες. Χαμηλές τιμές, ωραία ατμόσφαιρα, φοιτητές οι
περισσότεροι θαμώνες. Μας μιλάνε με καλή διάθεση για το Καφενείο της Νομαρχίας,
οι ιδιοκτήτες των οποίων τους έχουν βοηθήσει στο «στήσιμο» της μικρής τους
«επιχείρησης». Το επισκεπτόμαστε. Βρίσκεται σε μια πολύ όμορφη και άνετη
πλατεία, στο ανατολικό μέρος της κατάληξης της παλιάς πόλης. Δάφνες-δέντρα,
κατάλευκες και κατακόκκινες, φοίνικες, ακακίες, ευκάλυπτοι, πλατύφυλλες και με
παχύ ίσκιο μουριές, βουκαμβίλιες χρωματίζουν τον χώρο και τον ομορφαίνουν.
Γεμάτο φοιτητές και εδώ. Φοιτητές και φοιτήτριες, δεκαεννιά-είκοσι-είκοσι δύο
χρονώ το πολύ, καθοδηγούμενοι από δυο-τρεις έμπειρους, όχι μεγάλης ηλικίας κι
αυτοί, εξυπηρετούν με ζωντανά, όλο χαμόγελο πρόσωπα, ικανοποιημένοι από τις
αμοιβές τους, με κοινωνική ασφάλιση και πληρωμή στην ώρα τους.
Βρισκόμαστε με έναν από τους δυο
ιδιοκτήτες, έναν Βορειοελλαδίτη, ευχάριστο πενηντάρη, πολυταξιδεμένο, με όλες
τις εμπειρίες ενός ανήσυχου και προβληματισμένου νέου. Η σχέση του με τους
υπαλλήλους του είναι ξεχωριστή -πατρική, άμα τε και φιλική κι έτσι η ατμόσφαιρα
είναι ήρεμη και γλυκιά θα έλεγα. Πριν από περίπου είκοσι πέντε χρόνια με φίλους
του είχαν εκδώσει μάλιστα κι ένα περιοδικό φανζίν, πρωτοποριακό για την εποχή
του, όπως το ξεφυλλίζω, με όλη την αυθάδεια και την τόλμη και την
προκλητικότητα που χαρακτηρίζει τους νέους. Μας τρατάρει τσίπουρο από τα μέρη
του, κόκκινη και κίτρινη γράμπα. Από τα μέρη του επίσης προμηθεύεται το κρασί
για τις ανάγκες του μαγαζιού του. Αποδεικνύεται καλός (συν)ομιλητής και μας
διηγείται πώς δελεάστηκε από τις ομορφιές του Ρεθύμνου και αποφάσισε να ριζώσει
σε αυτές.
Ο συνεταίρος του είναι αυτός που
φροντίζει για την ασφάλεια των παιδιών, αναλαμβάνοντας όλες τις διεκπεραιωτικές
διαδικασίες με την εργατική νομοθεσία. Πριν από λίγα χρόνια δεν ήταν έτσι η
πλατεία. Μεταξύ του Καφενείου της Νομαρχίας και του κτιρίου της Νομαρχίας
υπήρχε δρόμος με τη συνακόλουθη ηχορύπανση αλλά και τη διακοπή της συνέχειας με
τη θάλασσα. Τώρα ο χώρος είναι απλωμένος και έχει και το αεράκι του στις
μεγάλες κάψες του καλοκαιριού. Είναι πολύ όμορφη πόλη το Ρέθυμνο [ξεχνάμε ό,τι
γράφαμε χθες, ότι δηλαδή δεν διαβάζει ο κόσμος εφημερίδες -αλλά, είπαμε, είναι
γενικό αυτό το φαινόμενο]. Χαίρεται να περπατά κανείς στα στενά δρομάκια του
και να ανεβαίνει καμιά φορά και στο κάστρο, στη Φορτέτζα, και να αγναντεύει το
Αιγαίο, αλλά και την πόλη, είτε με το φως της ημέρας είτε με τα νέον λαμπιόνια,
της νύχτας.
Βέβαια η ομορφιά δεν πυρπολεί όπως
παλιά, περισσότερο συγκινείσαι αφού δεν χορεύουν τα μέσα όργανα -δεν παύει όμως
να υπάρχει [η ομορφιά] εκεί έξω και να προκαλεί τους επισκέπτες. Αντιπαρέρχεται
κανείς τα αμιγώς τουριστικά, βαναύσως απωθητικά, μαγαζιά της παραλίας. Αλλά
αφού, λένε οι υπεύθυνοι, ο τουρισμός σώζει τη χώρα; Αλλά αφού κανείς δεν
ντρέπεται γι' αυτήν την κατάντια;