γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα
Μπήκε στο σπίτι αργά το απόγευμα.
Τα παντζούρια κλειστά. Δεν είχε προλάβει να τα ανοίξει το πρωί πριν φύγει. Οταν
το θυμήθηκε, βρισκόταν ήδη στον σταθμό του ηλεκτρικού, περιμένοντας το τρένο
για τη δουλειά. Το σπίτι μύριζε καθαριότητα.
Το προηγούμενο βράδυ είχε στην
κυριολεξία σβήσει στο κρεβάτι από αυτή την άγια κούραση του σώματος, που δεν
αφήνει περιθώριο για σκέψη, για προβληματισμό ή στενοχώρια. Ο εγκέφαλος, ο
σοφός ρυθμιστής, έδωσε εκεί την καίρια και απολύτως ζωτική εντολή: Κοιμήσου!
Και κοιμήθηκε, ξεχνώντας τους πόνους στα πόδια που είχαν πάρει φωτιά, και στα
χέρια που είχαν μουδιάσει από την κούραση.
Εκείνο το απόγευμα όμως, στο
ημίφως του σπιτιού τη μύτη της γαργάλισε ένα άρωμα πάστρας. Σαν να υπήρχε στον
αέρα κάτι φρέσκο, κάτι υγιεινό. Αφησε την τσάντα στο τραπέζι και άρχισε να
ανοίγει ένα ένα τα παράθυρα. Το φως του Ιούνη πλημμύρισε τους χώρους, ένα
αεράκι έκανε τις κουρτίνες να πεταρίζουν ελαφρά.
«Σήμερα είναι καλοκαίρι»,
σκέφτηκε. Το σπίτι ήταν δροσερό. Εβγαλε τα παπούτσια της και ένιωσε τα κρύα
μάρμαρα κάτω από τις πατούσες της. Στάθηκε λίγο εκεί και καμάρωσε το αποτέλεσμα
της δικής της δουλειάς. Της είχε πάρει τρία χρόνια να φέρει το σπίτι κάπως στα
δικά της μέτρα -ακόμα προσπαθούσε- και τώρα το έβλεπε με ανακούφιση. Ανοιχτόχρωμες
κουρτίνες και καλύμματα, λευκό και μπεζ και πορτοκαλί και ανοιχτό καφέ. Τα
μάτια της άρχισαν ήδη να ξεκουράζονται. Πήγε και στο παράθυρο. «Αν έβλεπα, αν
μπορούσα να δω και λίγη θάλασσα τώρα…»
Μειδίασε με την απληστία της.
Είχε πάψει να ελπίζει ότι θα μπορούσε να αποκτήσει ένα καμαράκι μπροστά στη
θάλασσα. Ενα δωμάτιο, ένα μπάνιο και πέντε ράφια για τα βιβλία, τα
σημειωματάρια, τα στιλό, τα μπλοκ, τα χρώματά της. Και ένα παράθυρο που να
βλέπει το απέραντο γαλάζιο, που γίνεται σχεδόν ουρανί νωρίς το πρωί, σχεδόν
μαύρο το βράδυ και όταν αγριεύει, γκρίζο και σταχτί και πράσινο και ό,τι άλλο
βάζει ο νους.
Αλλά τώρα ήταν στο σπίτι της. Με
μερικά γεράνια, μια ορτανσία, μια γαρδένια, δυο πολυθρόνες και ένα τραπεζάκι
που όλο έλεγε ότι θα το βάψει σε ένα ανοιχτό χρώμα, αλλά όλο δεν προλάβαινε.
Και πολλά παράθυρα.
Αγαπούσε τα μεγάλα παράθυρα,
ακόμα και τον χειμώνα που έκανε κρύο. Ανοιγε τις κουρτίνες και ντυμένη καλά
έβλεπε έξω τον καιρό να περνάει. Αλλά το καλοκαίρι, όταν το επέτρεπαν οι
συνθήκες, όταν η ζέστη δεν απαιτούσε το σκοτάδι, άνοιγε από παντού: να μπει το
φως, να μπει ο αέρας, να έρθει η ζωή να ζωντανέψει τα πάντα.
Γιατί το καλοκαίρι τα σπίτια
μεγαλώνουν. Τα μπαλκόνια, τα παράθυρα, τα ανοίγουν στον υπόλοιπο κόσμο και η
ζωή μοιάζει πιο μεγάλη, πιο γενναιόδωρη, πιο φωτεινή.
Αυτό το φως τη βοήθησε λίγο να
ξεκουραστεί. Φόρεσε την πιτζάμα της και κάθισε στο μπαλκόνι. Και αναρωτήθηκε
πώς να είναι να μην έχεις ένα μπαλκόνι, ή να έχεις ένα μικρό παράθυρο που να
βγάζει σε έναν φωταγωγό… Ή να επιλέγεις, όπως έλεγε ο Γιάννης Ρίτσος, «ένα χώρο
στενό που να σε προστατεύει από το ίδιο σου το απέραντο»*.
Εκείνη τη στιγμή, παρά τους
άλλους περιορισμούς, παρά τις δυσκολίες, αισθανόταν καλύτερα. Λίγο η
καθαριότητα, λίγο το ωραίο φως, και σίγουρα η ανάγκη να δει λίγο πιο μακριά,
έκαναν ένα μικρό θαύμα. Είχε γύρω της κάτι από το ελληνικό καλοκαίρι, κι ας
ήταν μακριά από τη θάλασσα. Κι ας μην μπορούσε από το παράθυρό της να δει «τα
νωπά χνάρια απ’ τις πατούσες του βαρκάρη / πάνω στις πλάκες της προκυμαίας να
σβήνουν λίγο – λίγο / σα μια σειρά μικρά στενόμακρα φεγγάρια μέσα σ’ ένα
παραμύθι»*.
* «Γι’ αυτό διαλέγουμε συχνά ένα
χώρο στενό που να μας προστατεύει / απ’ το ίδιο μας το απέραντο».
Γιάννης Ρίτσος, από την «Τέταρτη
Διάσταση»
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου