Δευτέρα 20 Ιουνίου 2022

Παραμύθια για κορίτσια και χρώμα από κεράσια

 


γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα

 

Πολύ καιρό τώρα ξυπνούσε πολύ νωρίς. Επρεπε να ξυπνάει νωρίς. Και όσο περνούσαν οι μέρες, το ξυπνητήρι απλώς επιβεβαίωνε ότι ήταν ώρα να σηκωθεί και να ετοιμαστεί.

 

Κι οι μέρες κυλούσαν με τον ίδιο, ομοιόμορφο τρόπο, που δεν προλάβαινε να τον βαρεθεί για να αντιδράσει. Ξύπνημα, ετοιμασία για τη δουλειά, δουλειά, επιστροφή στο σπίτι, κάποιες δουλειές, κάποιες υποχρεώσεις και μετά βραδινός ύπνος.

 

Κι οι άλλοι που ήξερε και συναναστρεφόταν, πάνω-κάτω το ίδιο ή παρόμοιο πρόγραμμα ακολουθούσαν. Οι κουβέντες και οι πληροφορίες που αντάλλασσαν ήταν στο ίδιο μοτίβο. Κι αυτό είχε κάτι καθησυχαστικό, δεν επέτρεπε σε κανέναν να απογοητευθεί, σε κανέναν να αντιδράσει ή να ζητήσει κάτι παραπάνω. Μόνο πότε πότε ξέφευγε και μια κουβέντα, όπως «Εσείς, φέτος, πού θα πάτε διακοπές;» ή «Αχ, θα έρθει η ώρα που θα βάλουμε τα πόδια μας στη θάλασσα» ή «Περιμένουμε να πάμε στο χωριό, να ξεκουραστούμε λίγο».

 

 

Αλλά οι συζητήσεις δεν είχαν ένταση μεγάλη, έλειπε ο ενθουσιασμός, και η λαχτάρα για το επικείμενο καλυπτόταν πίσω από τα άλλα, τα καθημερινά. Ισως γιατί είχαν καιρό πολύ περάσει δύσκολα και τίποτα δεν προοιωνιζόταν κάτι πραγματικά ελπιδοφόρο για το μέλλον: όλοι κοίταζαν προς τον χειμώνα, που όλοι οι επαΐοντες έλεγαν ότι θα είναι δύσκολος πολύ, ότι δεν μπορούσε να προβλεφθεί ένα καλό σενάριο και έπρεπε να είμαστε όλοι προσεκτικοί και συγκρατημένοι και μαζεμένοι -πώς το έλεγαν οι παλιοί, να μην απλώνουν τα πόδια τους έξω από το πάπλωμά τους, αυτό και μη χειρότερα.

 

Και όταν έκλεινε το τηλέφωνο ή τελείωναν οι σύντομες συναντήσεις τους, οι άνθρωποι χάνονταν ξανά στη ρουτίνα τους.

 

Αλλά ένα απόγευμα, από αυτά τα ανέλπιστα, που έρχονται καμιά φορά και δεν υπάρχει τίποτα πιεστικό να κάνεις, ή να αγνοήσεις για λίγο ό,τι πρέπει να κάνεις και μπορείς να επιλέξεις αν θα καθίσεις στο μπαλκόνι και να διαβάσεις ή να βγεις να περπατήσεις ή να χαρίσεις στον εαυτό σου λίγη φροντίδα, όπως ένα μεγάλης διάρκειας μπάνιο ή ένα ωραίο φαγητό. Επέλεξε να βγει μια μεγάλη βόλτα -ήλπιζε ότι θα προλάβαινε να καθίσει και λίγο στο μπαλκόνι. Μια βόλτα στις γειτονιές που ήξερε από παιδί, αλλά είχε καιρό να τις περπατήσει.

 

Και η βόλτα αυτή δεν είχε τίποτα από νοσταλγία. Χωρίς να ξέρει γιατί, τις έβλεπε με άλλο βλέμμα. Είχαν αλλάξει αρκετά από αυτό που θυμόταν, αλλά είχαν και κάτι οικείο. Μόνο όταν βρέθηκε μπροστά σε εκείνο το παλιό, σχεδόν υπαίθριο μανάβικο λιγάκι συγκινήθηκε. Κι αυτό είχε εκσυγχρονιστεί κάπως, αλλά η εικόνα του της θύμισε μια -ή περισσότερες- παλιότερη άνοιξη.

 

Οι πάγκοι ήταν τόσο ωραία τακτοποιημένοι, τόσο χρωματιστοί, τα φρούτα τόσο φρέσκα και λαχταριστά. Από μια παρόρμηση αποφάσισε να αγοράσει κάτι. Κι έτσι στάθηκε στον πάγκο με τα κεράσια. Ηρθε μια κυρία να την εξυπηρετήσει. Ζήτησε ένα κιλό κεράσια.

 

Την κυρία δεν τη θυμόταν, το μαγαζί είχε αλλάξει ιδιοκτήτη μάλλον, αλλά κι αυτή την αισθάνθηκε γνωστή. Ειδικά όταν ζυγίζοντας τα φρούτα και χτυπώντας την απόδειξη στην ταμειακή, της έλεγε σαν πραγματικός γνώστης και σωστή επαγγελματίας: «Δεν ξέρετε τι καλά που κάνετε και τρώτε κεράσια. Είναι πλούσια σε βιταμίνες και αντιοξειδωτικά. Και έχουν και ελάχιστες θερμίδες».

 

Της είπε ευχαριστώ -και για τις πληροφορίες-, πλήρωσε και την αποχαιρέτησε. Αισθάνθηκε μια ανίκητη λαχτάρα να γυρίσει σπίτι, να γεμίσει ένα μεγάλο μπολ κεράσια και να τα ροκανίσει, ακούγοντας το κρακ στα δόντια της. Οπως όταν ήταν κοριτσάκι και δεν την ένοιαζαν ούτε τα θρεπτικά συστατικά ούτε η μάχη με τις θερμίδες.

 

Το βράδυ, στο μπαλκόνι, στο μισόφως και με ένα φεγγάρι στη χάση του, έτρωγε τα υπέροχα φρούτα με ανοιχτά τα μάτια του μικρού παιδιού, που όλα τα βλέπει καινούργια και θαυμαστά.

 

Μόνο το άλλο πρωί διαπίστωσε ότι η λευκή πιτζάμα της είχε μοβ λεκέδες. Ηξερε ότι δύσκολα θα καθάριζαν, αλλά χαλάλι. Κάθε παραμύθι έχει και ένα εμπόδιο που πρέπει να ξεπεραστεί.

 

  

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *