Με ένα άρθρο που υπογράφει ο Λάρι
Έλιοτ, δημοσιογράφος και συγγραφέας που επικεντρώνεται σε οικονομικά θέματα και
συντάκτης οικονομικών θεμάτων στην εφημερίδα, αναφέρεται πως «έχουν περάσει
τρεις μήνες από τότε που η Δύση ξεκίνησε τον οικονομικό της πόλεμο κατά της
Ρωσίας και δεν εξελίσσεται σύμφωνα με το σχέδιο. Αντιθέτως, τα πράγματα πάνε
πολύ άσχημα».
Εξηγεί ότι «οι κυρώσεις
επιβλήθηκαν στον Βλαντιμίρ Πούτιν όχι επειδή θεωρήθηκαν η καλύτερη επιλογή,
αλλά επειδή ήταν καλύτερες από τις άλλες δύο διαθέσιμες επιλογές δράσης: να μην
κάνουμε τίποτα ή να εμπλακούμε στρατιωτικά. Η πρώτη σειρά οικονομικών μέτρων
εισήχθη αμέσως μετά την εισβολή, όταν θεωρήθηκε ότι η Ουκρανία θα
συνθηκολογούσε εντός ημερών. Αυτό δεν συνέβη, με αποτέλεσμα οι κυρώσεις -αν και
ακόμη ατελείς- να ενταθούν σταδιακά».
«Δεν υπάρχει, ωστόσο, κανένα
άμεσο σημάδι ότι η Ρωσία θα αποχωρήσει από την Ουκρανία και αυτό δεν αποτελεί
έκπληξη, διότι οι κυρώσεις είχαν το στρεβλό αποτέλεσμα να αυξήσουν το κόστος
των εξαγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου της Ρωσίας, ενισχύοντας μαζικά το
εμπορικό της ισοζύγιο και χρηματοδοτώντας την πολεμική της προσπάθεια. Τους
πρώτους τέσσερις μήνες του 2022, ο Πούτιν θα μπορούσε να υπερηφανεύεται για
πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ύψους 96 δισ. δολαρίων (76 δισ.
στερλίνες) – υπερτριπλάσιο του αριθμού για την ίδια περίοδο του 2021»
διαπιστώνει.
«Όταν η ΕΕ ανακοίνωσε τη μερική
απαγόρευση των ρωσικών εξαγωγών πετρελαίου νωρίτερα αυτή την εβδομάδα, το κόστος
του αργού πετρελαίου στις παγκόσμιες αγορές αυξήθηκε, παρέχοντας στο Κρεμλίνο
ένα ακόμη οικονομικό απρόσμενο κέρδος. Η Ρωσία δεν δυσκολεύεται να βρει
εναλλακτικές αγορές για την ενέργειά της, με τις εξαγωγές πετρελαίου και
φυσικού αερίου προς την Κίνα τον Απρίλιο να έχουν αυξηθεί περισσότερο από 50%
σε ετήσια βάση» προσθέτει ο συντάκτης.
«Αυτό δεν σημαίνει ότι οι
κυρώσεις είναι ανώδυνες για τη Ρωσία. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εκτιμά ότι
η οικονομία θα συρρικνωθεί κατά 8,5% φέτος, καθώς οι εισαγωγές από τη Δύση
καταρρέουν. Η Ρωσία διαθέτει αποθέματα αγαθών που είναι απαραίτητα για να
συνεχίσει να λειτουργεί η οικονομία της, αλλά με την πάροδο του χρόνου θα
εξαντληθούν» προβλέπει.
«Αλλά η Ευρώπη απογαλακτίζεται
μόνο σταδιακά από την εξάρτησή της από τη ρωσική ενέργεια, και έτσι αποφεύχθηκε
μια άμεση οικονομική κρίση για τον Πούτιν. Το ρούβλι – χάρη στους κεφαλαιακούς
ελέγχους και το υγιές εμπορικό πλεόνασμα – είναι ισχυρό. Το Κρεμλίνο έχει χρόνο
για να βρει εναλλακτικές πηγές ανταλλακτικών και εξαρτημάτων από χώρες πρόθυμες
να παρακάμψουν τις δυτικές κυρώσεις. Όταν οι παγκόσμιοι παράγοντες συναντήθηκαν
στο Νταβός την περασμένη εβδομάδα, το δημόσιο μήνυμα ήταν η καταδίκη της
ρωσικής επιθετικότητας και η ανανέωση της δέσμευσης να υποστηρίξουν σταθερά την
Ουκρανία. Αλλά ιδιωτικά, υπήρχε ανησυχία για το οικονομικό κόστος ενός
παρατεταμένου πολέμου» προσθέτει.
Σύμφωνα με τον ίδιο, «οι
ανησυχίες αυτές είναι απολύτως δικαιολογημένες. Η εισβολή της Ρωσίας στην
Ουκρανία έδωσε πρόσθετη ώθηση στις ήδη ισχυρές πιέσεις στις τιμές. Ο ετήσιος
πληθωρισμός του Ηνωμένου Βασιλείου ανέρχεται στο 9% – ο υψηλότερος των
τελευταίων 40 ετών – οι τιμές της βενζίνης έχουν φτάσει σε επίπεδα ρεκόρ και το
ανώτατο όριο τιμών ενέργειας αναμένεται να αυξηθεί κατά 700-800 λίρες ετησίως
τον Οκτώβριο. Το τελευταίο πακέτο στήριξης του Ρίσι Σουνάκ για την αντιμετώπιση
της κρίσης του κόστους ζωής ήταν το τρίτο από τον καγκελάριο μέσα σε τέσσερις
μήνες – και θα υπάρξουν και άλλα αργότερα μέσα στο έτος».
Ως αποτέλεσμα του πολέμου, «οι
δυτικές οικονομίες αντιμετωπίζουν μια περίοδο αργής ή αρνητικής ανάπτυξης και
αυξανόμενου πληθωρισμού – μια επιστροφή στον στασιμοπληθωρισμό της δεκαετίας
του 1970. Οι κεντρικές τράπεζες -συμπεριλαμβανομένης της Τράπεζας της Αγγλίας-
αισθάνονται ότι πρέπει να ανταποκριθούν στον σχεδόν διψήφιο πληθωρισμό με
αύξηση των επιτοκίων. Η ανεργία πρόκειται να αυξηθεί. Άλλες ευρωπαϊκές χώρες
αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα, αν όχι περισσότερα, καθώς οι περισσότερες
από αυτές εξαρτώνται περισσότερο από το ρωσικό φυσικό αέριο από ό,τι το Ηνωμένο
Βασίλειο. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι φτωχότερες χώρες του κόσμου είναι
διαφορετικής τάξης μεγέθους. Για ορισμένες από αυτές το ζήτημα δεν είναι ο
στασιμοπληθωρισμός, αλλά η πείνα, ως αποτέλεσμα του αποκλεισμού των προμηθειών
σιταριού από τα λιμάνια της Ουκρανίας στη Μαύρη Θάλασσα».
Όπως το έθεσε ο Ντέιβιντ Μπίσλεϊ, εκτελεστικός διευθυντής του Παγκόσμιου Επισιτιστικού Προγράμματος: «Αυτή τη στιγμή, τα σιλό σιτηρών της Ουκρανίας είναι γεμάτα. Την ίδια στιγμή, 44 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο βαδίζουν προς την πείνα».
«Σε κάθε πολυμερή οργανισμό – το ΔΝΤ, την Παγκόσμια Τράπεζα, τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου και τα Ηνωμένα Έθνη – αυξάνονται οι φόβοι για μια ανθρωπιστική καταστροφή» καταλήγει ο Λάρι Έλιοτ, καθώς «αν οι αναπτυσσόμενες χώρες δεν είναι οι ίδιες εξαγωγείς ενέργειας, αντιμετωπίζουν ένα τριπλό χτύπημα, όπου οι κρίσεις καυσίμων και τροφίμων προκαλούν οικονομικές κρίσεις. Αντιμέτωπες με την επιλογή να θρέψουν τους πληθυσμούς τους ή να πληρώσουν τους διεθνείς πιστωτές τους, οι κυβερνήσεις θα επιλέξουν το πρώτο. Η Σρι Λάνκα ήταν η πρώτη χώρα μετά τη ρωσική εισβολή που αθέτησε τα χρέη της, αλλά είναι απίθανο να είναι η τελευταία. Ο κόσμος φαίνεται να βρίσκεται πιο κοντά σε μια ολοκληρωμένη κρίση χρέους από ποτέ άλλοτε από τη δεκαετία του 1990».
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου