γράφει ο Γιώργος Σταματόπουλος
Και τι να πεις για τις ατίθασες,
αναρριχώμενες τριανταφυλλιές, που ομολογούν και δοξάζουν την ομορφιά με τα
πολύχρωμα και αρωματικά, με αφθονία φύλλων άνθη τους. Φίλοι που με φιλοξενούν
καμαρώνουν να μου δείξουν τους ολάνθιστους κήπους τους - και όχι τα έπιπλά τους
βεβαίως ή άλλο κοσμήματα της οικίας τους. Αχ, η ομορφιά αυτή δεν περιγράφεται
μήτε απεικονίζεται, έρχεται όμως από μυστικά, ανεξερεύνητα τοπία της ψυχής, που
πάλλεται και τρέμει από το ρίγος των ανθέων της φύσης. Πάλι η φύση στα ανώτερά
της, πάλι η ατόφια συγκίνηση - για δες, τι χάνουμε όντας «πρωτευουσιάνοι» και
ψωρομωροπερήφανοι για την κατοικία μας σε ένα [λόγου χάριν] διαμέρισμα
πολυκατοικίας. Δέσμιοι της ομίχλης και της ηχορύπανσης, έχουμε ξεχάσει ότι η
ζωή «ιερουργεί» αλλού και έξω από την πόλη και τις πολιτείες ανοίγει νέους
δρόμους και εμφανίζονται άλλοι ορίζοντες.
Κόκκινα, ροζ, κίτρινα
τριαντάφυλλα και άλλες αποχρώσεις του κόκκινου που δεν τις διακρίνω, δεν τις
ξέρω [μοβ, ας πούμε] στολίζουν τις αυλές των σπιτιών αλλά και τις άκρες των
δρόμων. Φαντασμαγορία. Στέκεσαι και απολαμβάνεις το άρωμά τους - αλλά και αφουγκράζεσαι
τη μουσική τους όταν το αεράκι χαϊδεύει τρυφερά τα φύλλα τους. Μουσική εξαίσια,
ξεχωριστή από αυτή των πουλιών, αρκεί να είναι κανείς προσεκτικός και επιρρεπής
στις συγκινήσεις που προκαλεί η τριαντάφυλλη ομορφιά. Μακάρι η ομορφιά να
μπορούσε να σώσει τον κόσμο, όπως έλπιζε εκείνος ο Ρώσος συγγραφέας των
Δαιμονισμένων ή των αδελφών Καραμαζώφ, έλα που η ομορφιά δεν μας εμφανίζεται
πλέον στην παντοδυναμία της ή εμείς έχουμε σκοτάδια στα μάτια μας. Τριγυρίζω
στο χωριό.
Οσα σπίτια κατοικούνται ακόμη [για
πόσο ακόμη;] είναι ορθάνοιχτα και οι κάτοικοι όλοι να θέλουν να σε φιλέψουν.
Υπάρχει, ναι, ακόμη η ομορφιά όσο κι αν έχουμε λησμονήσει την τρυφερότητά της
και τη δύναμή της. Μπαίνω σε όλα τα σπίτια, αφού οι θύρες με προσκαλούν - οι
άνθρωποι εννοείται. Παύει η ισχύς της παροιμίας «κακό χωριό τα λίγα σπίτια» και
όλοι γινόμαστε ένα κουβάρι, μια αγκαλιά, ένα δάκρυ. Ξεχνιούνται -προς στιγμή-
οι μεγάλες αδικίες και τα αδιανόητα της ζωής ή τέλος πάντων αυτό το κουβάρι δεν
ξετυλίγεται εύκολα, ταγμένο λες να υφάνει τον πόνο μαζί και τη χαρά της
ομορφιάς. Δεν ξέρεις πώς να αντιδράσεις, πώς να κρύψεις τα βαθιά και βαριά
συναισθήματα που σε κατακλύζουν. Δεν απαλείφεται ο πόνος της απώλειας
αγαπημένων προσώπων, μήτε μετριάζεται ή εκτοπίζεται από την κάθε στιγμή, τα πρόσωπα
είναι μέσα σου, είναι τριαντάφυλλα που ανθίζουν και μοσχοβολούν, γίνονται
ζωοποιό πένθος, απροσμέτρητη, μεταρσιωτική αναταραχή των σπλάχνων και του
κακόμοιρου του μυαλού, που όλα θέλει να τα ισορροπήσει [αλλά η ισορροπία δεν
επιτυγχάνεται με νοϊκά φτερουγίσματα ή φανταχτερά της φύσης μαγνάδια -
δυστυχώς].
Είναι το χωριό μακριά από
πολέμους και φτώχειες και δυστυχίες, ακριβώς γιατί όλοι έχουν μεγαλώσει μέσα σε
πολέμους, φτώχειες και δυστυχίες - αλλά τι να κάνουν; Να πεθάνουν; Οχι, δα, με
τόση ομορφιά δίπλα τους [δεν ξέρω αν και μέσα τους].
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου