γράφει ο Θωμάς Τσαλαπάτης
Σαν να επιβεβαιώνει πως υπάρχουν
πράγματα σταθερά μέσα στην αλλαγή τους που αδιαφορούν για τα ανθρώπινα.
Αυτό το καλοκαίρι είναι χαμηλό.
Πρέπει να σκύψεις για να μη σε πετύχει στο κούτελο. Το ύψος του είναι αδιόρατα
χαμηλότερο. Οπως κάθε καλή παγίδα οφείλει και αυτό να θυμίζει κυρίως
κανονικότητα. Να μην κάνει αισθητή την παρουσία του. Προχωράς λοιπόν, χωρίς να
έχεις γνώση ή αίσθηση της θερμοκρασίας. Και μες στην αδιαφορία σου σε
πετυχαίνει.
Απλώς γιατί δεν κατάλαβες πως
ήρθε. Πως είναι εκεί. Ο πιο μεγάλος αριθμός θηραμάτων επιτεύχθηκε από
κοινότοπες παγίδες. Από τις παγίδες αυτές που θύμιζαν σε όλα τους
καθημερινότητα. Κατευθείαν στο κούτελο λοιπόν. Σαν ξεχασμένο ανοιχτό ντουλάπι
κουζίνας. Με τη ζέστη, τα κουνούπια και τις απότομες παύσεις του. Με την τάση
του να σου αποκαλύπτει και να σου συνοψίζει όσα προηγήθηκαν μέσα στη χρονιά και
να σε προβληματίζει για όλα όσα θα έρθουν.
Στριμωγμένο ανάμεσα. Καλοκαίρι
απότομο. Απότομα κάθετο. Σαν να έπεσε ξαφνικά και απρόσμενα. Κανείς δεν
ασχολήθηκε, κανείς δεν περίμενε. Μετά τον πιο βαρύ χειμώνα που θυμόμαστε. Μετά
την πιο μεγάλη διάλυση που θυμόμαστε. Σαν να κουβαλάμε ακόμη κάτι από τη
βεβαιότητα πως το κρύο δεν θα σταματήσει ποτέ και πως ο μεγάλος χειμώνας του
2022 θα είναι η μία και σταθερή μας εποχή. Κάτι που η ζέστη δεν μπορεί να
λιώσει όσο και να το πολεμά. Ψυχρός πόλεμος του 2022.
Είναι το καλοκαίρι μετά την
άνοιξη εκείνη που συνειδητοποιήσαμε πως ο κόσμος στον οποίο ζούσαμε ποτέ δεν θα
επιστρέψει. Μετά την οικονομική και την κοινωνική κρίση, μετά την καραντίνα
έρχεται η ανακατάταξη των ισορροπιών και των συμμαχιών και του παγκόσμιου
χάρτη. Η όξυνση και η πόλωση. Και περισσότερο από γεγονότα ως υποσχέσεις για το
μέλλον. Ως μια διαβεβαίωση πως όλα από εδώ και πέρα θα είναι διαφορετικά και
πως κανείς δεν μπορεί να στοιχηματίσει.
Μα το καλοκαίρι συνεχίζει, για
την ακρίβεια μόλις ξεκίνησε. Σαν να χλευάζει μέσα στον κοινότοπο ερχομό του τη
γύρω αλλαγή που μας τρομάζει. Σαν να επιβεβαιώνει πως υπάρχουν πράγματα σταθερά
μέσα στην αλλαγή τους που αδιαφορούν για τα ανθρώπινα. Και όμως, ακόμα και αν
μάθαμε από μικροί να χωρίζουμε δυο κόσμους (τον κόσμο των ανθρώπων, τον κόσμο
της φύσης) και με διαφορετικά ποσοστά να τοποθετούμαστε ανάμεσα σε αυτούς, αυτό
που νιώθεις ήδη με τον ερχομό της πρώτης ζέστης είναι το απόλυτο της
θερμοκρασίας της. Το πειραγμένο από χέρι ανθρώπινο μέγεθος που ανάμεσα σε όλα
τα άλλα ανθρώπινα γεγονότα τείνουμε να ξεχνάμε. Είμαστε η υπερθέρμανση, το
καρβουνάκι στην καρδιά του καλοκαιρινού πυρετού. Και αυτό δεν μοιάζει να
γυρίζει. Κι εμείς έχουμε πιο ενδιαφέροντα και επείγοντα πράγματα για να
ασχοληθούμε.
Πόσο περίεργα είναι τα τελευταία
μας καλοκαίρια. Σαν ξεμυτίσματα από μια χειμέρια νάρκη που κανείς δεν περίμενε.
Σαν επανασύσταση των ζωτικών παραμέτρων της ζωής. Του σώματος και της
κοινωνικότητας, της επαφής και της κανονικότητας. Σαν οι πραγματικές ζωές να
συρρικνώθηκαν σε τρεις μήνες και όλο το υπόλοιπο να είναι μια ατελείωτη βόλτα
στα παρασκήνια, μια αναμονή στα φουαγιέ, μια ουρά διοδίων χωρίς νόμισμα να
σηκώσει τις μπάρες.
Μα το καλοκαίρι επιστρέφει. Και
μαζί οι μορφές μας. Χτυπημένες, στριμωγμένες, κουβαλώντας όλα τα βαριά μέταλλα
της κλεισούρας και της αλλαγής: τα ψυχοσωματικά, τα παραπάνω κιλά, την
απόγνωση. Θα περάσουμε τις μέρες προσπαθώντας να υπενθυμίσουμε στον πραγματικό
εαυτό τον εαυτό μας. Και οι μέρες θα περάσουν. Το καλοκαίρι θα χαμηλώσει κι
άλλο. Θα φτάσει τόσο χαμηλά μέχρι να ακουμπήσει τον ορίζοντα. Να μας
υπενθυμίσει τα ξεχασμένα μας αυτονόητα και τις υπόγειες ζωές μας. Και οι μήνες
θα περάσουν. Και θα είναι και πάλι χειμώνας. Οπλισμένος με νέες εκπλήξεις που
πια δεν θα μας εκπλήσσουν.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου