Καθώς πλησιάζουν οι αυτοδιοικητικές εκλογές του Μάη, έχουν ενταθεί τους τελευταίους μήνες οι διαδικασίες των κομμάτων για τις παρατάξεις και τους υποψήφιους που θα υποστηρίξουν. Βέβαια, το χρίσμα είχε νόημα παλαιότερα για τον κραταιό τότε δικομματισμό, καθώς σηματοδοτούσε πολιτικές και ιδεολογικές διαφοροποιήσεις των κυρίαρχων υποψηφίων (ή έστω αυτό ήθελε να επιδείξει).
Σήμερα όμως όταν όλοι αναζητούν την αχαρτογράφητη εκλογική αυτοδιοικητική δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ, το χρίσμα λειτουργεί ανασταλτικά. Αφού τα δύο κόμματα σε επίπεδο κορυφής ενσωματώθηκαν πια χωρίς ιδιαίτερες διαχωριστικές γραμμές, είναι ζήτημα αν συμφέρει κανέναν το χρίσμα. Ήδη στο ΠΑΣΟΚ από χρόνια είχε αρχίσει να εγκαταλείπεται στο όνομα της ελευθερίας των τοπικών κοινωνιών.
Σήμερα που ακόμα είναι αμφίβολο αν η αριστερή και η κινηματική δυναμική βρει το δρόμο της προς την κάλπη, το ψάρεμα του χρίσματος και των τοπικών προσωπικοτήτων αποκτά ιδιαίτερο χρώμα.
Ωστόσο, τούτες οι εκλογές έχουν τη δική τους σηματοδότηση για τον κύριο λόγο ότι είναι η πρώτη αναμέτρηση τοπικών πολιτικών δυνάμεων μετά τα μνημόνια και την επίσημη έναρξη της κρίσης.
Παράλληλα, οι εκλογές αυτές είναι οι πρώτες που βρίσκουν τους δήμους αποδυναμωμένους πολιτικά και οικονομικά.
Η πρωτοβάθμια αυτοδιοίκηση σήμερα πια θεσμικά έχει καταντήσει να γίνει υποχείριο της Κεντρικής Διοίκησης. Ο παλαιότερος έλεγχος νομιμότητας των αποφάσεων, κατέληξε να γίνει έλεγχος σκοπιμότητας. Ελέγχονται όχι μόνο για τη νομιμότητα, αλλά διά μέσου των προϋπολογισμών, των οργανισμών λειτουργίας και της χρηματοδότησής τους και στην πολιτική σκοπιμότητα. Ουσιαστικά, οι δήμοι έχουν απολέσει την πολιτική και οικονομική τους αυτονομία. Αν και πάντα ήταν ελεγχόμενοι νομικά και πολιτικά, τα μνημόνια υπό το καθεστώς της τρομοκρατίας της δημοσιονομικής προσαρμογής και των περικοπών της λιτότητας, κατάντησαν τους ΟΤΑ έρμαια των ορέξεων της Κεντρικής Διοίκησης.
Μέσα στο καθεστώς των αυταρχικών αποφάσεων ήδη από το 2011 η πολιτική δύναμη των ΟΤΑ περιστέλλεται με τέτοιο ρυθμό ώστε να καταλήξουν να μοιάζουν με δημόσιες υπηρεσίες κι όχι με αιρετούς οργανισμούς. Και σε τούτη τη μεταστροφή η ΚΕΔΕ δεν κατάφερε να αντισταθεί. Δε ήθελε να συγκρουστεί με εκείνους που την αδυνάτιζαν. Λειτούργησε ως ένας μοχλός του νεοφιλελευθερισμού. Έρμαιο των ίδιων ιδεολογιών και της αδυναμίας της να αφουγκραστεί τις ανάγκες των κοινωνιών, προσπάθησε μόνο να απαλύνει τα κοινωνικά προβλήματα που γέννησε η κρίση, ξεχνώντας την πολιτική της ευθύνη ως εκπρόσωπος των τοπικών κοινωνιών.
Πριν τα παρασυντάγματα και τις διατάξεις της τελευταίας τριετίας, οι δήμοι είχαν την ευχέρεια παλαιότερα να κάνουν προϋπολογισμούς με οραματικό πλαίσιο και διεκδικητικό. Σήμερα (ήδη η αρχή έγινε από τον Παυλόπουλο) είναι υποχρεωμένοι να κινούνται μόνο στο πλαίσιο των λίγων χρημάτων που έχουν. Μάλιστα, αυτοί οι οραματικοί προϋπολογισμοί, αυτομάτως χαρακτηρίστηκαν πλασματικοί (με νομικές ευθύνες) όταν τα φερέφωνα του δικομματισμού ήθελαν να δικαιολογήσουν/αιτιολογήσουν την κρίση στους ΟΤΑ και τους πολίτες. Κι όμως οι -οραματικοί- προϋπολογισμοί στην ουσία ήταν κοστολογημένα επιχειρησιακά πλάνα.
Από την άλλη, η δε διαφάνεια στους ΟΤΑ -τόσο αναγκαία κι επιβεβλημένη κοινωνικά και πολιτικά- αντί να λειτουργήσει προς ενημέρωση, τελικά κατέληξε και τούτη να γίνει μια γραφειοκρατική διαδικασία ελέγχου των δήμων από την Κεντρική Διοίκηση καταδικάζοντας όποιο ψήγμα αυτοτέλειας υπήρχε.
Η Κεντρική Διοίκηση στη χώρα μας ποτέ δεν ήθελε να ενισχύσει την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Η πολιτική ελίτ πάντα την έβλεπε με επιφύλαξη και φόβο, λόγω ακριβώς της εγγύτητας προς τους πολίτες και του εύκολου επηρεασμού της από τις διαθέσεις των τοπικών κοινωνιών. Η αυτοδιοίκηση, παρά τις κομματικές σχέσεις διακρίνεται από την ευκολία -θεωρητικά τουλάχιστον- αντίστασης απέναντι στις αποφάσεις του κέντρου. Εξάλλου, οι ίδιοι οι βουλευτές, δε βλέπουν με τόσο καλό μάτι τη δυναμική των αιρετών, ειδικά όταν αυτοί συγκεντρώνουν μεγάλο αριθμό ψηφοφόρων (αισθάνονται να απειλούνται δυνητικά).
Τούτες οι αυτοδιοικητικές εκλογές είναι αναγκαίο όσο ποτέ να διακριθούν από την αντίσταση των τοπικών κινημάτων απέναντι στη σχεδιαζόμενη υποβάθμιση των δήμων. Οι πολιτικές δυνάμεις που αρνούνται την υποταγή οφείλουν να δώσουν διεξόδους στις τοπικές κοινωνίες ώστε να αντιδράσουν απέναντι στη λαιμητόμο των πολιτικών ελευθεριών της πρωτοβάθμιας αυτοδιοίκησης.
Μία κινηματική δυναμική, όπως τούτη ξεπηδά από ομάδες δράσης κοινωνικής αλληλεγγύης, προστασίας του περιβάλλοντος, προστασίας των ελεύθερων χώρων και των ατομικών και πολιτικών ελευθεριών, είναι οι πρωτοπόροι που θα στηρίξουν το βάρος των ερχόμενων εκλογών.
Και βασικό στόχο οφείλουν να θέσουν την πολιτική ενίσχυση των δήμων παράλληλα με την ενεργή συμμετοχή των πολιτών με θεσμικό ρόλο στις αποφάσεις τους (σε αντίθεση με τις τραγελαφικές επιτροπές διαβούλευσης).
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου