«Να ηττηθεί το συντεχνιακό κράτος» κραύγαζε το πρωτοσέλιδο της Καθημερινής την Κυριακή 30 Μάρτη, αναφερόμενο στο υπό ψήφιση πολυνομοσχέδιο, με τη γνωστή έπαρση μιας εφημερίδας που έχει φορτωθεί το ιερό χρέος της τζιχάντ υπέρ του «υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού»…
Και αναρωτιέται κανείς: ποιες είναι αυτές οι συντεχνίες, ποιο είναι το κράτος τους και με ποιο τρόπο κυριαρχούν μέχρι τώρα;
Δηλαδή, όπως συνάγεται από την εφημερίδα, ως τώρα, συμπεριλαμβανομένων των τελευταίων τεσσάρων μνημονιακών ετών, τη χώρα την κυβερνούν οι φαρμακοποιοί που διεκδικούν να μην μπορεί κανείς να παίρνει φάρμακα μαζί με τις καραμέλες (και κατά συνέπεια σαν τις καραμέλες), οι κτηνοτρόφοι που παραδόξως θεωρούν ότι έχει νόημα να διατηρήσουμε τη διάκριση ανάμεσα στο φρέσκο γάλα και το φρέσκο βούτυρο, οι μακροχρόνια άνεργοι που εάν έβρισκαν δουλειά (πόσοι άραγε;) μπορούσαν να πληρωθούν μισθό με τις τριετίες της προϋπηρεσίας τους, το σύνολο των μισθωτών που θα δουν το ασφαλιστικό σύστημα να καταρρέει επειδή μειώνονται οι ασφαλιστικές εισφορές, οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί που θα μπορούν να απολύονται ανά πάσα στιγμή, λ.χ. επειδή έπιασαν το γιο του πρωθυπουργού να αντιγράφει (αν και αυτό γινόταν και πριν θεσμοθετήσει η Βουλή την «εργαλειοθήκη» του ΟΟΣΑ).
Όσο παράδοξο και εάν ακούγεται, ακόμη και σήμερα υπάρχει μια ολόκληρη στρατιά από νεοφιλελεύθερες πένες που αναπαράγουν επίμονα το ίδιο τροπάρι: Στην Ελλάδα υπάρχουν συντεχνίες που κρατούν ψηλά τους μισθούς και δεν τους αφήνουν να πέσουν στα 200 ευρώ, ώστε να μπορεί πλέον ο εργοδότης να πάρει δύο εργαζόμενους στη θέση του ενός των 400 ευρώ, που δεν αφήνουν νέους συμβολαιογράφους, γιατρούς, φαρμακοποιούς να στήσουν από ένα μαγαζί σε κάθε τετράγωνο για να μοιραστούν τον… τεράστιο όγκο εργασιών, που δεν επιτρέπουν στον οποιοδήποτε να βγαίνει στο δρόμο και να αλιεύει πελάτες με οποιοδήποτε όχημα, που στα νοσοκομεία αρνούνται να συμμορφωθούνε με τις εντολές πλήρους κατάρρευσης του συστήματος υγείας.
Άλλωστε, η ιστορία πάει παλιά. Ήδη από τις δεκαετίες του 1950 και 1960, ακόμη και σε εποχές δηλαδή που διανοητικά οι περισσότεροι τους τοποθετούσαν ένα –μικρό– σκαλοπάτι πάνω από τους κυνηγούς των UFO, ένα από τα πρώτα πράγματα που έκαναν οι νεοφιλελεύθεροι ήταν συνειδητά και μεθοδικά να προβάλουν μια διαστρεβλωμένη εικόνα της πραγματικότητας, με κομβική πλευρά την εικόνα της πλήρους άλωσης του κράτους και της κοινωνίας από τα συνδικάτα και τις «συντεχνίες».
Για τον Χάγεκ, για παράδειγμα, το αμερικανικό κράτος της δεκαετίας του 1950 ήταν απλώς ένα σκαλοπάτι κάτω από τη Σοβιετική Ένωση ως προς την κλίμακα επιβολής του κράτους. Μικρή σημασία είχε ότι στην πραγματικότητα σε αρκετές περιπτώσεις, ήδη από τότε, τα συνδικάτα έκαναν συμβιβασμούς και υποχωρήσεις ή ότι στην πραγματικότητα η επιρροή των μεγάλων καπιταλιστικών ομίλων, σε όλες τις «δυτικές» δημοκρατίες παρέμεινε σταθερά αυξανόμενη σε όλη την μεταπολεμική περίοδο. Αυτό που μέτραγε ήταν η δημιουργία ενός εύκολου στόχου στον οποίο να μπορούν να αποδοθούν όλα τα δεινά.
Όμως, στην ελληνική περίπτωση, αυτή η προσπάθεια παίρνει πλέον τα χαρακτηριστικά ενός εξόφθαλμου κυνισμού. Γιατί στην πραγματικότητα όντως υπάρχει ένα κράτος των συντεχνιών: Της συντεχνίας των εισαγωγέων τροφίμων και των μεγάλων αλυσίδων σουπερμάρκετ που θέλουν να κερδοσκοπήσουν πάνω στην εξαθλίωση μιας κοινωνίας που κάνει οικονομία ακόμη και στα τρόφιμά της, προσφέροντάς κακής ποιότητας γάλα και κατεψυγμένο ψωμί. Της συντεχνίας των «επενδυτών» που ετοιμάζονται να πάρουν μπιρ παρά ακόμη περισσότερες δημόσιες εκτάσεις. Της συντεχνίας των δουλεμπόρων που πλέον θα μπορούν να υπενοικιάζουν εργαζομένους και στα έργα του δημοσίου. Και πάνω από όλα της συντεχνίας των τραπεζιτών, που θα μπορέσουν ανενόχλητοι να αγοράσουν τις τράπεζες -που οι ίδιοι υπερχρέωσαν και τα λεφτά των φορολογουμένων διέσωσαν- και μάλιστα ούτε καν με δικά τους χρήματα.
Όποιος αντέξει να διαβάσει το πολυνομοσχέδιο, του γίνεται εμφανές όχι μόνο ότι η κυβέρνηση εξυπηρετεί τα συμφέροντα αυτών ακριβώς των συγκεκριμένων συντεχνιών, αλλά και ότι απλώς ψηφίζει τους νόμους που αυτές οι συντεχνίες της γράφουν και της εγχειρίζουν.
Δηλαδή, όπως συνάγεται από την εφημερίδα, ως τώρα, συμπεριλαμβανομένων των τελευταίων τεσσάρων μνημονιακών ετών, τη χώρα την κυβερνούν οι φαρμακοποιοί που διεκδικούν να μην μπορεί κανείς να παίρνει φάρμακα μαζί με τις καραμέλες (και κατά συνέπεια σαν τις καραμέλες), οι κτηνοτρόφοι που παραδόξως θεωρούν ότι έχει νόημα να διατηρήσουμε τη διάκριση ανάμεσα στο φρέσκο γάλα και το φρέσκο βούτυρο, οι μακροχρόνια άνεργοι που εάν έβρισκαν δουλειά (πόσοι άραγε;) μπορούσαν να πληρωθούν μισθό με τις τριετίες της προϋπηρεσίας τους, το σύνολο των μισθωτών που θα δουν το ασφαλιστικό σύστημα να καταρρέει επειδή μειώνονται οι ασφαλιστικές εισφορές, οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί που θα μπορούν να απολύονται ανά πάσα στιγμή, λ.χ. επειδή έπιασαν το γιο του πρωθυπουργού να αντιγράφει (αν και αυτό γινόταν και πριν θεσμοθετήσει η Βουλή την «εργαλειοθήκη» του ΟΟΣΑ).
Όσο παράδοξο και εάν ακούγεται, ακόμη και σήμερα υπάρχει μια ολόκληρη στρατιά από νεοφιλελεύθερες πένες που αναπαράγουν επίμονα το ίδιο τροπάρι: Στην Ελλάδα υπάρχουν συντεχνίες που κρατούν ψηλά τους μισθούς και δεν τους αφήνουν να πέσουν στα 200 ευρώ, ώστε να μπορεί πλέον ο εργοδότης να πάρει δύο εργαζόμενους στη θέση του ενός των 400 ευρώ, που δεν αφήνουν νέους συμβολαιογράφους, γιατρούς, φαρμακοποιούς να στήσουν από ένα μαγαζί σε κάθε τετράγωνο για να μοιραστούν τον… τεράστιο όγκο εργασιών, που δεν επιτρέπουν στον οποιοδήποτε να βγαίνει στο δρόμο και να αλιεύει πελάτες με οποιοδήποτε όχημα, που στα νοσοκομεία αρνούνται να συμμορφωθούνε με τις εντολές πλήρους κατάρρευσης του συστήματος υγείας.
Άλλωστε, η ιστορία πάει παλιά. Ήδη από τις δεκαετίες του 1950 και 1960, ακόμη και σε εποχές δηλαδή που διανοητικά οι περισσότεροι τους τοποθετούσαν ένα –μικρό– σκαλοπάτι πάνω από τους κυνηγούς των UFO, ένα από τα πρώτα πράγματα που έκαναν οι νεοφιλελεύθεροι ήταν συνειδητά και μεθοδικά να προβάλουν μια διαστρεβλωμένη εικόνα της πραγματικότητας, με κομβική πλευρά την εικόνα της πλήρους άλωσης του κράτους και της κοινωνίας από τα συνδικάτα και τις «συντεχνίες».
Για τον Χάγεκ, για παράδειγμα, το αμερικανικό κράτος της δεκαετίας του 1950 ήταν απλώς ένα σκαλοπάτι κάτω από τη Σοβιετική Ένωση ως προς την κλίμακα επιβολής του κράτους. Μικρή σημασία είχε ότι στην πραγματικότητα σε αρκετές περιπτώσεις, ήδη από τότε, τα συνδικάτα έκαναν συμβιβασμούς και υποχωρήσεις ή ότι στην πραγματικότητα η επιρροή των μεγάλων καπιταλιστικών ομίλων, σε όλες τις «δυτικές» δημοκρατίες παρέμεινε σταθερά αυξανόμενη σε όλη την μεταπολεμική περίοδο. Αυτό που μέτραγε ήταν η δημιουργία ενός εύκολου στόχου στον οποίο να μπορούν να αποδοθούν όλα τα δεινά.
Όμως, στην ελληνική περίπτωση, αυτή η προσπάθεια παίρνει πλέον τα χαρακτηριστικά ενός εξόφθαλμου κυνισμού. Γιατί στην πραγματικότητα όντως υπάρχει ένα κράτος των συντεχνιών: Της συντεχνίας των εισαγωγέων τροφίμων και των μεγάλων αλυσίδων σουπερμάρκετ που θέλουν να κερδοσκοπήσουν πάνω στην εξαθλίωση μιας κοινωνίας που κάνει οικονομία ακόμη και στα τρόφιμά της, προσφέροντάς κακής ποιότητας γάλα και κατεψυγμένο ψωμί. Της συντεχνίας των «επενδυτών» που ετοιμάζονται να πάρουν μπιρ παρά ακόμη περισσότερες δημόσιες εκτάσεις. Της συντεχνίας των δουλεμπόρων που πλέον θα μπορούν να υπενοικιάζουν εργαζομένους και στα έργα του δημοσίου. Και πάνω από όλα της συντεχνίας των τραπεζιτών, που θα μπορέσουν ανενόχλητοι να αγοράσουν τις τράπεζες -που οι ίδιοι υπερχρέωσαν και τα λεφτά των φορολογουμένων διέσωσαν- και μάλιστα ούτε καν με δικά τους χρήματα.
Όποιος αντέξει να διαβάσει το πολυνομοσχέδιο, του γίνεται εμφανές όχι μόνο ότι η κυβέρνηση εξυπηρετεί τα συμφέροντα αυτών ακριβώς των συγκεκριμένων συντεχνιών, αλλά και ότι απλώς ψηφίζει τους νόμους που αυτές οι συντεχνίες της γράφουν και της εγχειρίζουν.
Αυτές είναι οι πραγματικές συντεχνίες σήμερα. Αυτές αντιμετωπίζουν μια ολόκληρη κοινωνία σαν αναλώσιμο υλικό. Αυτές ελέγχουν τόσο το κράτος όσο και μια «πολιτική τάξη» που γραπώνεται απλώς από μια εξουσία που την εξασφαλίζουν κοινοβουλευτικά πραξικοπήματα και είναι έτοιμη να ξεπουλήσει την ψήφο και την ανύπαρκτή συνείδησή της για μερικές ώρες επιπλέον δημοσιότητας. Οι συντεχνίες που, όντως, πρέπει να ηττηθούν.
Παναγιώτης Σωτήρης για το UNFOLLOW
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου