«Χρόνια πολλά! Χριστός Ανέστη! Αληθώς! Γύρνα τώρα εσύ. Μύτη με μύτη. Κώλο με κώλο. Κέρδισα!».
Δεν έχει σημασία το ότι κατά την περίοδο των ημερών του Πάσχα όλα επαναλαμβάνονται με σχεδόν μαθηματική ακρίβεια, τόσο που φτάνεις σε σημείο να μην ξεχωρίζεις αν μιλάμε για το περσινό ή το προπέρσινο ή το πριν δέκα χρόνια Πάσχα.
Το παθαίνεις αυτό κυρίως με τα ρεπορτάζ στην τηλεόραση. Μα τω Θεώ, μια φορά θα κάτσω και θα μαγνητοσκοπήσω τα πασχαλιάτικα δελτία τα φετινά για να τα βάλω και να τα δω του χρόνου, έτσι, μόνο και μόνο για να βεβαιωθώ ότι δεν θα έχουν μεταξύ τους παρά ελάχιστες διαφορές:
Η έξοδος των εκδρομέων, το κόστος για το πασχαλινό τραπέζι, η Βαρβάκειος αγορά, τα πατροπαράδοτα έθιμα, η έλευση του Αγίου Φωτός με τιμές αρχηγού Κράτους, η νίκη της ζωής επί παντός θανάτου, ο καλύτερος Χριστός του Τζεφιρέλι, το χαρμόσυνο μήνυμα της Αναστάσεως, η πληρότητα των ξενοδοχείων, οι δημοφιλέστεροι τουριστικοί προορισμοί, τα αυξημένα μέτρα της τροχαίας, το ποια ξωκλήσια επέλεξαν οι ηγέτες αυτού του τόπου να πάνε να αναστηθούνε στα κρυφά, οι πιο μοδάτες οι λαμπάδες, η επιστροφή των εκδρομέων, η αυξημένη κίνηση στα διόδια της Ελευσίνας, οι στατιστικές συγκρίσεις με το πόσα χέρια γίνανε για μια ακόμη χρονιά πυροτεχνήματα και σκάσανε στον ουρανό προσπαθώντας να πλησιάσουν τον επουράνιο, πόσες οικογένειες ξεκληριστήκανε από τους ύπουλους τους ελληνικούς δρόμους και που την ώρα της νεκροψίας βρέθηκε εντός τους να βράζει ακόμα οβελίας ζεστός, διαλεχτής ποιότητας, και με τα δάχτυλά τους να κρέμονται βαμμένα κόκκινα από αίμα και από αβγά σπασμένα. «Και του χρόνου!».
Τίποτα από όλα αυτά δεν έχει σημασία. Εμείς θα ξαναφτιάξουμε και φέτος τις βαλίτσες μας και θα βάλουμε τα καλά μας για να πάμε στο ξεχασμένο το χωριό μας. Θα νιώσουμε γνήσιοι τουρίστες στον ίδιο μας τον τόπο, την ώρα που θα παλεύουμε να συγκρατήσουμε εκείνο το δάκρυ που πάντα ετοιμάζεται να τρέξει σε κάθε μας επιστροφή στα πατρικά μας μισογκρεμισμένα σπίτια και που ολοένα το καταφέρνουμε να λιγοστεύει.«Μάνα, γλυκιά, τι κάνεις, πως τα περνάς, δεν άλλαξες σχεδόν καθόλου από πέρυσι, ξέρω, σου λείπουνε τα παιδιά και τα εγγόνια σου, έλα, μη μου κλαις, έτσι είναι η ζωή, τα έχουμε πει αυτά, μην τα ξαναλέμε, αφού ξέρεις ότι εσύ δεν θα μπορούσες να ζήσεις στο κέντρο, στο θόρυβο και την πολυκοσμία, είσαι τυχερή που μένεις στο χωριό μας, βασίλισσα είσαι, άκου με, εμείς θα είμαστε πάντα εδώ, θα είμαστε εδώ, ακόμα κι αν δεν είμαστε κυριολεκτικά ποτέ εδώ».
Περίεργο πράγμα, κάθε φορά είναι λες και τα ζούμε όλα αυτά σε επανάληψη, θα πούμε τα ίδια λόγια, θα ρίξουμε τις ίδιες κοφτές ματιές, θα πάμε να φάμε στα ίδια ακριβώς μαγαζιά, αφού πρώτα καθίσουμε στις ίδιες ακριβώς θέσεις, παραγγέλνοντας το ίδιο ακριβώς φαγητό, τρώγοντάς το στον ίδιο ακριβώς χρόνο, ζητώντας το λογαριασμό την ίδια ακριβώς στιγμή με πέρυσι και με πρόπερσι και με παραπρόπερσι. Η ζωή εν τάφω. Θα ακούσουμε τα ίδια λόγια από τα ιερά Ευαγγέλια, την ώρα εκείνη που θα γράφουμε ολόκληρα εδάφια υπό μορφή status στα μέσα κοινωνικά δικτύωσης, για να αναμεταδώσουμε με σύγχρονο τρόπο την πίστη και ν’ ανάψουμε ηλεκτρονικά κεράκια υπό μορφή like. «Μισό λεπτό δώσε μου, να κάνω checkin, εδώ, δίπλα από τον εσταυρωμένο». Μου βγήκε ο Επιτάφιος ολίγον selfie.
«Μα είναι δυνατόν να κάνουνε πάντα την Ανάσταση τόσο αργά; Με έχει ταράξει το στομάχι μου από την πολλή την πείνα, άσε που νύσταξα κιόλας». Ώρα 23.55, λίγα μόλις λεπτά απέχουμε από το θαύμα της Αναστάσεως. Εντάξει, δεν είναι απαραίτητο να έρθουμε νωρίτερα, είναι σαν την Πρωτοχρονιά το όλο σκηνικό, στις 00.00 ακριβώς αλλάζει ο χριστιανικός ο χρόνος, το μόνο που διαφέρει εδώ είναι ότι δεν έχουμε φωναχτή αντίστροφη μέτρηση, όλα τα υπόλοιπα ίδια είναι.
Θα μπούμε αεράτα μέσα στον ιερό ναό μας, θα κοιτάξουμε με τρόπο τους υπόλοιπους που με τρόπο κι αυτοί θα μας κοιτάξουν, θα ακούσουμε τα φευγαλέα, σχεδόν ψιθυριστά σχόλια για τις ακριβές τις τουαλέτες, τις φαιδρές κομμώσεις, την αγιοσύνη και την αμαρτία, θα νιώσουμε την κατανυκτική γαλήνη, καθώς θα απλώνουμε κεριά και χέρια και θα λαμβάνουμε φως εκ του ανεσπέρου φωτός, ακόμα κι αν αμφισβητείται ότι όντως το φως αυτό είναι άγιο και ότι ταξιδεύει άσβηστο από ναό σε ναό και από εκκλησάκι σε εκκλησάκι, παραβλέποντας ακόμα και το ότι οι μισές λαμπάδες απόψε ανάψανε με τον άγιο τούτο αναπτήρα μας, δεν έχει σημασία, τίποτα από όλα αυτά δεν έχει σημασία, όλα απόψε αγιοποιούνται, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, ναι, ακόμα και οι αναπτήρες κατά έναν ανεξήγητο, σχεδόν θαυματουργό τρόπο γίνονται εργαλεία στα χέρια του Θεού, που είναι το παράξενο δηλαδή, σημασία έχει απόψε να απλωθεί παντού φως, να γίνει η νύχτα μέρα, να γεμίσει ο ουρανός με χιλιάδες βεγγαλικά και με ακόμα περισσότερες χιλιάδες αναφωνητά από το συγκλονισμένο πλήθος, να, δες κι αυτό, ώπα, σκάει, ααααα, ωωωωω, σκάει ξανά, σκάει κοντά, σαν πολύ κοντά μας να σκάει.
Μπαμ! Έτσι πρέπει. Και μια και δυο και τρεις και τέσσερις φορές. Κρότος να ακουστεί φοβερός και τρομερός να νικηθούνε τα διαβολεμένα πνεύματα και να φύγουνε πέρα, μακριά από τον οίκο του Θεού, μπαμ, θανάτον θάνατω πατήσας και ξαναμπάμ. Στο τέλος φτάνεις να μη βλέπεις τίποτα από τους καπνούς και τους θορύβους, είναι δε στιγμές που λες ότι με όλη αυτή την πανηγυρική ατμόσφαιρα, παράδεισος και κόλαση τελικά μοιάζουνε πολύ. «Τι κάνετε, ρε παιδιά; Που τα ρίχνετε, ρε σεις; Ρε πετύχατε τη γυναίκα στο πρόσωπο και την κοιλιά. Ρε, λιγάκι προσοχή!». Και ξαφνικά μπερδεύεσαι ανάμεσα στους ήχους που προκαλεί ο θρίαμβος του θεανθρώπου με τις σειρήνες από τα ασθενοφόρα. «Μια τουρίστρια ήτανε η γυναίκα, ρε παιδιά, ήρθε στον τόπο μας από την άλλη άκρη του κόσμου για να τη στείλουμε στον άλλο κόσμο; Για σκεφτείτε λιγάκι χριστιανικά, σας παρακαλώ!».
Εντάξει, ξέρω, όλα αυτά είναι έθιμα σεβαστά που χάνονται πίσω στα βάθη των αιώνων, είναι συνυφασμένα με την παράδοσή μας, είναι σαν να θες να καταργηθούνε οι μπαλοθιές στη λεβεντογέννα Κρήτη, είναι ποτέ δυνατόν, τι σημασία έχει που σκοτώθηκε εικοσιπέντε χρονώ παιδί, ήτανε υπερήφανος ο θάνατός του, ωρέ, τι να κάμωμε δηλαδή, εμπλόκαρε το όπλο και αντί για μια φορά, έριξε τέσσερις κι οι δυο επήγανε και καρφωθήκανε επάνω στο παιδί μας, η μια στο λαιμό κι η άλληνε στο στήθος, μη φοβάσαι, τη μαντινάδα την καλύτερη θα γράψουμε και μη λυπάσαι, θα στηνε σιγοτραγουδήσουμε απάνω από το μνήμα σου, ενώ για πάντα θα κοιμάσαι. Άνθρωποι, βαρελότα, μπαλοθιές, μνήματα. Δεν έχει σημασία. Τίποτε δεν έχει σημασία. Και τοις εν τοις μνήμασιν, ζωήν χαρισααααααααάμενος. Μπαμ!
«Σταμάτα ρε να τσιμπάς την πέτσα από το αρνί την ώρα που ψήνεται!». Τα περισσότερα πράγματα σ’ αυτήν τη ζωή θέλουν υπομονή. Αυτό είναι και το νόημα, για παράδειγμα, της νηστείας. Υπομένεις, στερείσαι των απολαύσεων, βιώνεις την ταπεινότητα κι ύστερα έρχεται η ώρα που γεύεσαι τους καρπούς τής προσπάθειάς σου. Έστω κι αν κρέμεται λιγάκι ξύγκι από τους καρπούς αυτούς. Τώρα που το σκέφτομαι, μια τέτοια παρόμοια νηστεία βίωσε και η χώρα μας όλα αυτά τα χρόνια με τα μνημόνια και τις μεταρρυθμίσεις.
Ναι, έπρεπε να επιστρέψουμε στην κανονικότητα, να σταματήσουμε να καταναλώνουμε διαρκώς, έπρεπε να δοκιμαστεί το στομάχι μας, για να μπορούμε τώρα να εκτιμήσουμε ξανά το φαγητό που γεμίζει και πάλι το ευλογημένο μας τραπέζι. Κύριε ελέησον. Σ’ ευχαριστούμε που γέμισες και φέτος το profile μας με κοκορέτσια, κρέατα όλων των ειδών. «Ελάτε στην παρέα μας, είστε όλοι καλεσμένοι, κάντε tag τον εαυτό σας!».
Θα είχε πλάκα αν κάποιος πετούσε πάνω από την Ελλάδα την Κυριακή του Πάσχα κι έβλεπε εκατομμύρια πρόβατα να γυρνάνε με τα ξεροψημένα μυαλά τους πάνω στις στημένες σούβλες. Ζαλάδα θα τον έπιανε. Τώρα που το καλοσκέφτομαι, τούτο το Πάσχα ίσως να μην ήταν τόσο ίδιο με τα άλλα. Η Ελλάδα ξαναβγήκε στις αγορές το Σάββατο του Λαζάρου. Οι επενδυτές ανταποκρίθηκαν. Μια χώρα ολόκληρη σταυρώθηκε και αναστήθηκε. Κοίτα να δεις συμπτώσεις. Είδες, μάνα, που στα έλεγα. Μη μου απογοητεύεσαι. Σε λίγες ημέρες εδώ θα είμαστε πάλι για να ψηφίσουμε. Και θα ξανασταυρώσουμε. Και αν πετάξει κάποιος πάνω από την Ελλάδα την Κυριακή των εκλογών, πάλι επί σφαγή εκατομμύρια πρόβατα θα δει.
Κοίτα να δεις συμπτώσεις.
Πάνος Μουχτερός για τα Κακώς Κείμενα
Δεν έχει σημασία το ότι κατά την περίοδο των ημερών του Πάσχα όλα επαναλαμβάνονται με σχεδόν μαθηματική ακρίβεια, τόσο που φτάνεις σε σημείο να μην ξεχωρίζεις αν μιλάμε για το περσινό ή το προπέρσινο ή το πριν δέκα χρόνια Πάσχα.
Το παθαίνεις αυτό κυρίως με τα ρεπορτάζ στην τηλεόραση. Μα τω Θεώ, μια φορά θα κάτσω και θα μαγνητοσκοπήσω τα πασχαλιάτικα δελτία τα φετινά για να τα βάλω και να τα δω του χρόνου, έτσι, μόνο και μόνο για να βεβαιωθώ ότι δεν θα έχουν μεταξύ τους παρά ελάχιστες διαφορές:
Η έξοδος των εκδρομέων, το κόστος για το πασχαλινό τραπέζι, η Βαρβάκειος αγορά, τα πατροπαράδοτα έθιμα, η έλευση του Αγίου Φωτός με τιμές αρχηγού Κράτους, η νίκη της ζωής επί παντός θανάτου, ο καλύτερος Χριστός του Τζεφιρέλι, το χαρμόσυνο μήνυμα της Αναστάσεως, η πληρότητα των ξενοδοχείων, οι δημοφιλέστεροι τουριστικοί προορισμοί, τα αυξημένα μέτρα της τροχαίας, το ποια ξωκλήσια επέλεξαν οι ηγέτες αυτού του τόπου να πάνε να αναστηθούνε στα κρυφά, οι πιο μοδάτες οι λαμπάδες, η επιστροφή των εκδρομέων, η αυξημένη κίνηση στα διόδια της Ελευσίνας, οι στατιστικές συγκρίσεις με το πόσα χέρια γίνανε για μια ακόμη χρονιά πυροτεχνήματα και σκάσανε στον ουρανό προσπαθώντας να πλησιάσουν τον επουράνιο, πόσες οικογένειες ξεκληριστήκανε από τους ύπουλους τους ελληνικούς δρόμους και που την ώρα της νεκροψίας βρέθηκε εντός τους να βράζει ακόμα οβελίας ζεστός, διαλεχτής ποιότητας, και με τα δάχτυλά τους να κρέμονται βαμμένα κόκκινα από αίμα και από αβγά σπασμένα. «Και του χρόνου!».
Τίποτα από όλα αυτά δεν έχει σημασία. Εμείς θα ξαναφτιάξουμε και φέτος τις βαλίτσες μας και θα βάλουμε τα καλά μας για να πάμε στο ξεχασμένο το χωριό μας. Θα νιώσουμε γνήσιοι τουρίστες στον ίδιο μας τον τόπο, την ώρα που θα παλεύουμε να συγκρατήσουμε εκείνο το δάκρυ που πάντα ετοιμάζεται να τρέξει σε κάθε μας επιστροφή στα πατρικά μας μισογκρεμισμένα σπίτια και που ολοένα το καταφέρνουμε να λιγοστεύει.«Μάνα, γλυκιά, τι κάνεις, πως τα περνάς, δεν άλλαξες σχεδόν καθόλου από πέρυσι, ξέρω, σου λείπουνε τα παιδιά και τα εγγόνια σου, έλα, μη μου κλαις, έτσι είναι η ζωή, τα έχουμε πει αυτά, μην τα ξαναλέμε, αφού ξέρεις ότι εσύ δεν θα μπορούσες να ζήσεις στο κέντρο, στο θόρυβο και την πολυκοσμία, είσαι τυχερή που μένεις στο χωριό μας, βασίλισσα είσαι, άκου με, εμείς θα είμαστε πάντα εδώ, θα είμαστε εδώ, ακόμα κι αν δεν είμαστε κυριολεκτικά ποτέ εδώ».
Περίεργο πράγμα, κάθε φορά είναι λες και τα ζούμε όλα αυτά σε επανάληψη, θα πούμε τα ίδια λόγια, θα ρίξουμε τις ίδιες κοφτές ματιές, θα πάμε να φάμε στα ίδια ακριβώς μαγαζιά, αφού πρώτα καθίσουμε στις ίδιες ακριβώς θέσεις, παραγγέλνοντας το ίδιο ακριβώς φαγητό, τρώγοντάς το στον ίδιο ακριβώς χρόνο, ζητώντας το λογαριασμό την ίδια ακριβώς στιγμή με πέρυσι και με πρόπερσι και με παραπρόπερσι. Η ζωή εν τάφω. Θα ακούσουμε τα ίδια λόγια από τα ιερά Ευαγγέλια, την ώρα εκείνη που θα γράφουμε ολόκληρα εδάφια υπό μορφή status στα μέσα κοινωνικά δικτύωσης, για να αναμεταδώσουμε με σύγχρονο τρόπο την πίστη και ν’ ανάψουμε ηλεκτρονικά κεράκια υπό μορφή like. «Μισό λεπτό δώσε μου, να κάνω checkin, εδώ, δίπλα από τον εσταυρωμένο». Μου βγήκε ο Επιτάφιος ολίγον selfie.
«Μα είναι δυνατόν να κάνουνε πάντα την Ανάσταση τόσο αργά; Με έχει ταράξει το στομάχι μου από την πολλή την πείνα, άσε που νύσταξα κιόλας». Ώρα 23.55, λίγα μόλις λεπτά απέχουμε από το θαύμα της Αναστάσεως. Εντάξει, δεν είναι απαραίτητο να έρθουμε νωρίτερα, είναι σαν την Πρωτοχρονιά το όλο σκηνικό, στις 00.00 ακριβώς αλλάζει ο χριστιανικός ο χρόνος, το μόνο που διαφέρει εδώ είναι ότι δεν έχουμε φωναχτή αντίστροφη μέτρηση, όλα τα υπόλοιπα ίδια είναι.
Θα μπούμε αεράτα μέσα στον ιερό ναό μας, θα κοιτάξουμε με τρόπο τους υπόλοιπους που με τρόπο κι αυτοί θα μας κοιτάξουν, θα ακούσουμε τα φευγαλέα, σχεδόν ψιθυριστά σχόλια για τις ακριβές τις τουαλέτες, τις φαιδρές κομμώσεις, την αγιοσύνη και την αμαρτία, θα νιώσουμε την κατανυκτική γαλήνη, καθώς θα απλώνουμε κεριά και χέρια και θα λαμβάνουμε φως εκ του ανεσπέρου φωτός, ακόμα κι αν αμφισβητείται ότι όντως το φως αυτό είναι άγιο και ότι ταξιδεύει άσβηστο από ναό σε ναό και από εκκλησάκι σε εκκλησάκι, παραβλέποντας ακόμα και το ότι οι μισές λαμπάδες απόψε ανάψανε με τον άγιο τούτο αναπτήρα μας, δεν έχει σημασία, τίποτα από όλα αυτά δεν έχει σημασία, όλα απόψε αγιοποιούνται, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, ναι, ακόμα και οι αναπτήρες κατά έναν ανεξήγητο, σχεδόν θαυματουργό τρόπο γίνονται εργαλεία στα χέρια του Θεού, που είναι το παράξενο δηλαδή, σημασία έχει απόψε να απλωθεί παντού φως, να γίνει η νύχτα μέρα, να γεμίσει ο ουρανός με χιλιάδες βεγγαλικά και με ακόμα περισσότερες χιλιάδες αναφωνητά από το συγκλονισμένο πλήθος, να, δες κι αυτό, ώπα, σκάει, ααααα, ωωωωω, σκάει ξανά, σκάει κοντά, σαν πολύ κοντά μας να σκάει.
Μπαμ! Έτσι πρέπει. Και μια και δυο και τρεις και τέσσερις φορές. Κρότος να ακουστεί φοβερός και τρομερός να νικηθούνε τα διαβολεμένα πνεύματα και να φύγουνε πέρα, μακριά από τον οίκο του Θεού, μπαμ, θανάτον θάνατω πατήσας και ξαναμπάμ. Στο τέλος φτάνεις να μη βλέπεις τίποτα από τους καπνούς και τους θορύβους, είναι δε στιγμές που λες ότι με όλη αυτή την πανηγυρική ατμόσφαιρα, παράδεισος και κόλαση τελικά μοιάζουνε πολύ. «Τι κάνετε, ρε παιδιά; Που τα ρίχνετε, ρε σεις; Ρε πετύχατε τη γυναίκα στο πρόσωπο και την κοιλιά. Ρε, λιγάκι προσοχή!». Και ξαφνικά μπερδεύεσαι ανάμεσα στους ήχους που προκαλεί ο θρίαμβος του θεανθρώπου με τις σειρήνες από τα ασθενοφόρα. «Μια τουρίστρια ήτανε η γυναίκα, ρε παιδιά, ήρθε στον τόπο μας από την άλλη άκρη του κόσμου για να τη στείλουμε στον άλλο κόσμο; Για σκεφτείτε λιγάκι χριστιανικά, σας παρακαλώ!».
Εντάξει, ξέρω, όλα αυτά είναι έθιμα σεβαστά που χάνονται πίσω στα βάθη των αιώνων, είναι συνυφασμένα με την παράδοσή μας, είναι σαν να θες να καταργηθούνε οι μπαλοθιές στη λεβεντογέννα Κρήτη, είναι ποτέ δυνατόν, τι σημασία έχει που σκοτώθηκε εικοσιπέντε χρονώ παιδί, ήτανε υπερήφανος ο θάνατός του, ωρέ, τι να κάμωμε δηλαδή, εμπλόκαρε το όπλο και αντί για μια φορά, έριξε τέσσερις κι οι δυο επήγανε και καρφωθήκανε επάνω στο παιδί μας, η μια στο λαιμό κι η άλληνε στο στήθος, μη φοβάσαι, τη μαντινάδα την καλύτερη θα γράψουμε και μη λυπάσαι, θα στηνε σιγοτραγουδήσουμε απάνω από το μνήμα σου, ενώ για πάντα θα κοιμάσαι. Άνθρωποι, βαρελότα, μπαλοθιές, μνήματα. Δεν έχει σημασία. Τίποτε δεν έχει σημασία. Και τοις εν τοις μνήμασιν, ζωήν χαρισααααααααάμενος. Μπαμ!
«Σταμάτα ρε να τσιμπάς την πέτσα από το αρνί την ώρα που ψήνεται!». Τα περισσότερα πράγματα σ’ αυτήν τη ζωή θέλουν υπομονή. Αυτό είναι και το νόημα, για παράδειγμα, της νηστείας. Υπομένεις, στερείσαι των απολαύσεων, βιώνεις την ταπεινότητα κι ύστερα έρχεται η ώρα που γεύεσαι τους καρπούς τής προσπάθειάς σου. Έστω κι αν κρέμεται λιγάκι ξύγκι από τους καρπούς αυτούς. Τώρα που το σκέφτομαι, μια τέτοια παρόμοια νηστεία βίωσε και η χώρα μας όλα αυτά τα χρόνια με τα μνημόνια και τις μεταρρυθμίσεις.
Ναι, έπρεπε να επιστρέψουμε στην κανονικότητα, να σταματήσουμε να καταναλώνουμε διαρκώς, έπρεπε να δοκιμαστεί το στομάχι μας, για να μπορούμε τώρα να εκτιμήσουμε ξανά το φαγητό που γεμίζει και πάλι το ευλογημένο μας τραπέζι. Κύριε ελέησον. Σ’ ευχαριστούμε που γέμισες και φέτος το profile μας με κοκορέτσια, κρέατα όλων των ειδών. «Ελάτε στην παρέα μας, είστε όλοι καλεσμένοι, κάντε tag τον εαυτό σας!».
Θα είχε πλάκα αν κάποιος πετούσε πάνω από την Ελλάδα την Κυριακή του Πάσχα κι έβλεπε εκατομμύρια πρόβατα να γυρνάνε με τα ξεροψημένα μυαλά τους πάνω στις στημένες σούβλες. Ζαλάδα θα τον έπιανε. Τώρα που το καλοσκέφτομαι, τούτο το Πάσχα ίσως να μην ήταν τόσο ίδιο με τα άλλα. Η Ελλάδα ξαναβγήκε στις αγορές το Σάββατο του Λαζάρου. Οι επενδυτές ανταποκρίθηκαν. Μια χώρα ολόκληρη σταυρώθηκε και αναστήθηκε. Κοίτα να δεις συμπτώσεις. Είδες, μάνα, που στα έλεγα. Μη μου απογοητεύεσαι. Σε λίγες ημέρες εδώ θα είμαστε πάλι για να ψηφίσουμε. Και θα ξανασταυρώσουμε. Και αν πετάξει κάποιος πάνω από την Ελλάδα την Κυριακή των εκλογών, πάλι επί σφαγή εκατομμύρια πρόβατα θα δει.
Κοίτα να δεις συμπτώσεις.
Πάνος Μουχτερός για τα Κακώς Κείμενα
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου