Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

Λεπτή κόκκινη σπονδή

Κοιτούσα τις εφημερίδες χθες. Δεν κράτησα ούτε μια σημείωση. Φέτος ο χειμώνας ήρθε -στην Αθήνα- νωρίς. Κι αψύς. Αλλάζουν και την ώρα οι Φράγκοι, λίγο μετά το μεσημέρι νυχτώνει. Λιγοστεύει η μέρα. Δεν κράτησα χθες σημειώσεις, όχι πως δεν υπήρχαν νέα, αλλά ήταν τα ίδια νέα. Η ίδια μελαγχολία των πολλών, που χρόνια τώρα χρόνο με τον χρόνο μεγαλώνει και βαθαίνει.

Εξ όρθρου βαθέος για όσους ξυπνούν νωρίς και κάπως αργότερα για τους πιο ράθυμους, ουρλιάζουν οι σειρήνες της εμπόλεμης μέρας μπροστά μας. Κολλάνε στα παράθυρα σαν προκηρύξεις που τις έχει σπρώξει ο άνεμος, υγρές χάρτινες ημερήσιες διαταγές με λογαριασμούς και εκκρεμότητες.

Δεν ξέρω τι είδους ζωή ζούμε τα τελευταία χρόνια. Τα χρόνια των Μνημονίων. Πάντως σε ανθρώπους τέτοια ζωή δεν αξίζει. Μόνον η φυλή των πρωινάδικων συνεχίζει να στροβιλίζεται ακατάβλητη σε ένα ακατάληπτο τραλαλά από οθόνης πέραν του καλού και του κακού - μια μάσκα θανάτου που γελάει σαν χαζή διαφήμιση μπροστά σε μια αβυσσαλέα μαύρη τρύπα.

Και ύστερα. Και πάντα. Και παντού. Η προπαγάνδα τους. Κι έχει γίνει το ψέμα τους, η αλήθεια σου. Αλλά πάνω απ’ όλα οι νόμοι τους. Μια ζωή τυλιγμένη σε ψιλά γράμματα. Ελπίδες με αστερίσκους. Θα σου διορθώσουν τον ΕΝΦΙΑ. Πλην όμως δεν είσαι στο δωμάτιο με τις προϋποθέσεις. Ζεις στο δίπλα. Στην γκρίζα ζώνη. Τη μια πληροίς τις προδιαγραφές, την άλλη όχι - ας πρόσεχες! Ξεροκόμματα προσδοκιών.

Αφήνουν, λέει, στις πόρτες των ιδρυμάτων τα παιδιά διότι δεν έχουν να τα θρέψουν. Η άλλη κλαίει διότι της έκοψαν ένα (ήδη μειωμένο) επίδομα. Το επίδομα! Αντί των επιδοτήσεων, τα επιδόματα. Να συνηθίζεις τη μιζέρια σου. Να εξαρτάσαι απ’ το κράτος, απ’ τα ψιλά γράμματα, από τις εγκυκλίους, φοβισμένος μέσα σ’ αυτο το φρενοκομείο γύρω σου, άθυρμα της τρομοκρατίας μέσα σου. Δεν υπάρχουν πολίτες στην επικράτεια των υπομειόνων.

Ο λαός όταν δολοφονείται γίνεται πιο παραγωγικός, οι σκλάβοι δουλεύουν, οι άνεργοι αναμένουν, οι φούρνοι χορταίνουν. Financial Times: «οι πλούσιοι Ελληνες δεν έκαναν τίποτα για να βοηθήσουν το έθνος τους». Οι πλούσιοι δεν έχουν τα έθνη για να τα βοηθούν, τα έχουν για να τα χρησιμοποιούν. Για να απομυζούν τις εργαζόμενες τάξεις.

Πληρώνεις τώρα τις αμαρτίες σου. Οχι ότι τάχα ήσουν «τεμπέλης» και «διεφθαρμένος», αλλά την ανοχή σου στη λαϊφοστυλιά, στον «εκσυγχρονισμό», στους σμπίρους που σε βρίζουν - αυτούς τους ίδιους που σε είπανε «τεμπέλη» και «διεφθαρμένο». Ανέχθηκες την τηλεοπτική τυραννίδα, ανέχθηκες την αποεκπαίδευση, βολεύτηκες σε ένα «όλοι τους ίδιοι είναι», ανέχθηκες την αποδόμηση των αξιών και των κωδίκων - ωχ αδερφέ, έλεγες, εγώ θα σώσω τον κόσμο; Τώρα δεν μπορείς να σώσεις ούτε τον εαυτό σου.

Ξαναπαίρνεις τον μίτο απ’ την αρχή - παραπατάς, παραμιλάς, σαν να βγαίνεις από μέθη. Καλά κάνεις, να δούμε πού θα το πας. Τώρα που «η πόλις έχει κοπεί» κι εσύ πρέπει να πάρεις θέση.

Ομως, μην το ξεχνάς, οι εφιάλτες σου σ’ την έχουνε στημένη. Η τράπεζα είναι και παραμένει ο κριτής σου. Αυτή θα αποφασίσει αν είσαι «δύστροπος». Εσύ θα φταις αν αναγκασθεί με τα λεφτά που την ανακεφαλαίωσες να σου πάρει το σπίτι. Εσύ πάντα φταις! Εσύ είσαι ο λαϊκιστής, άρα εσύ φταις. Η ζωή σου έχει παντρευτεί την Εφορία.

Στη γειτονιά σου ανοίγουν μαγαζάκια με γύρο και πίτα, αρχίζει η ανάπτυξη. Κλείνουν μαγαζάκια με γύρο και πίτα, συνεχίζεται η ανάπτυξη. Με παράπλευρες απώλειες δυο πιτσιρικάδες μπίζνεσμαν και τρεις νεαρές γκαρσόνες. Μου λέει η μια νεαρή γκαρσόνα, οι φίλοι μου έφυγαν στο εξωτερικό, οι γονείς μου έχουν κλειστεί μέσα τους από καιρό κι εγώ έμαθα να ζω σαν στρουθίο με λίγο νερό.

Αυτό το τελευταίο για το «στρουθίο» το κατασκεύασα εγώ, δεν ξέρουν οι πιο πολλοί απ’ τη νέα γενιά για στρουθία, ούτε η καλή μου η γκαρσόνα που τα μάτια της γελάνε γεμάτα δάκρυα σαν της ελαφίνας. Της την έστησε ο Γιωργάκης κι ο Σαμαράς της ελαφίνας, της την έστησε ο Σόρος, της την έστησε και ο «αριστερός» που γράφει περιπαικτικά τη σημαία, «συμαία». Οπως τη γράφει μες στην αγραμματοσύνη του κι ο Χρυσαυγίτης.

Απ’ την γκαρσόνα, δουλεύει δεν δουλεύει, το σύστημα βγάζει λεφτά. Οσο για την ίδια, δουλεύει δεν δουλεύει, λεφτά δεν βγάζει. Ζωή δεν βγάζει, ελπίδα δεν βγάζει, δεν βγαίνει πουθενά όλο αυτό.

Δεν ξέρω αν οι ιστορικοί του μέλλοντος θα βρούνε την εποχή μας περισσότερο ηλίθια ή περισσότερο αιχμάλωτη. Νοιώθω όμως (όσον κι αν αυτό μπορεί να ’ναι ένας ακόμα ευσεβής πόθος) ότι αυτή η βοή που ακούγεται προσπαθεί να βρει τις δικές της λέξεις για να μιλήσει. Ισως ανάμεσα σ’ αυτές να μην περιέχονται τα «στρουθία» και τα τοιαύτα - αν και τίποτα δεν πάει χαμένο.Προσμένω όμως τη νέα οργάνωση των λέξεων, εκείνη που θα κάνει του αλατιού και την αιχμαλωσία και την ηλιθιότητα...


0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *