Ονειρευόταν -ξανά- ένα
ταξίδι. Οχι οποιοδήποτε ταξίδι. Ενα ταξίδι με τρένο. Οπουδήποτε. Από τον σταθμό
Λαρίσης έως τη Θεσσαλονίκη. Και από κει όπου πάνε τα τρένα που φεύγουν από τη
Θεσσαλονίκη για πιο μακριά. Ως το Βελιγράδι ή ώς το Βερολίνο ή την
Κωνσταντινούπολη ή τη Σόφια.
Σημασία, όπως λένε,
δεν έχει ο προορισμός, αλλά το ταξίδι, ο δρόμος, και ό,τι μπορεί να μάθεις από
αυτό. Αγαπούσε τα αεροπλάνα -χρόνια μετά δεν είχε ξεχάσει το υπέροχο συναίσθημα
να ταξιδεύει προς το Λονδίνο και κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο να αναγνωρίζει
ότι βρίσκεται πάνω από τη Γαλλία, ότι βλέπει ότι περνάει τη Μάγχη και η «βόλτα»
πάνω από τον Τάμεση λίγο πριν από την προσγείωση. Και της άρεσε αυτή η αίσθηση
στα σωθικά της κατά την απογείωση και το τράνταγμα στην προσγείωση -αυτό με ένα
άρρητο «ουφ» ανακούφισης, παρ’ όλο που δεν φοβόταν τις πτήσεις.
Αλλά το τρένο ήταν
κάτι άλλο. Γύρω από τα τρένα, από τα ταξίδια με τα τρένα, είχε καλλιεργήσει στο
μυαλό της κάτι μυθικό. Ενας δρόμος πάνω στη γη, αλλά με μια ταχύτητα τρυφερού
πετάγματος σε σταθερή πορεία. Και βέβαια υπήρχε και το σινεμά: τα αμερικανικά
γουέστερν με τα ηρωικά ακροβατικά των ηρώων στις οροφές· το «Εγκλημα στο Οριάν
Εξπρές» με το μυστήριο που λύθηκε, αλλά δεν τιμωρήθηκε ποτέ· και άλλες ταινίες,
μαυρόασπρες οι περισσότερες, με ιστορίες κατασκοπίας ή μυστηρίου ή ενός έρωτα
που δεν είχε τύχη μέσα στις συμβάσεις μιας κοινωνίας κάπως περιοριστικής. Σαν
τη «Σύντομη συνάντηση» του Ντέιβιντ Λιν, που διαδραματίζεται μέσα σε έναν
σταθμό τρένου. Αλλά και εκείνες οι ινδικές ταινίες με τους ανθρώπους
στοιβαγμένους σε βαγόνια, αλλά χαμογελαστούς, καμιά φορά τραγουδώντας ρυθμούς
οικείους και ξένους μαζί. Αλλά και εκείνα τα τραγούδια που μιλούν για
αποχωρισμούς σε σταθμούς τρένων, για τα βλέμματα στα ρολόγια των σταθμών, σε
γκρίζες πλατφόρμες, με τους δείκτες τους να μένουν κολλημένοι -στη μνήμη αυτών
που έμεναν πίσω, με την ελπίδα, έστω και αβάσιμη, μιας επιστροφής ή ενός
γράμματος.
Το δικό της ταξίδι
ίσως να μην είχε -αυτό ήταν το πιθανότερο- τίποτα από όλα αυτά, ίσως να είχε
κάτι. Δεν το ήξερε. Αυτό που της αρκούσε ήταν το ταξίδι, με ένα κάθισμα στο
παράθυρο, για να μπορεί να βλέπει τα τοπία που αφήνει πίσω της, κι ένα
τραπεζάκι για να ακουμπάει τον καφέ, το βιβλίο και το σημειωματάριό της.
Ιδανικά θα ήθελε να μπορεί να κατεβαίνει σε κάθε μεγάλο σταθμό -ακόμη και να
μένει λίγο, να μπορεί να δει αυτούς τους νέους τόπους, μήπως μπορέσει να πάρει
μια μυρωδιά από τις ζωές και τις σκέψεις τους. Και μετά να συνεχίζει για τον
επόμενο σταθμό. Και μέσα στο τρένο, που όλοι θα τη νομίζουν ξένη, θα μιλούν
ελεύθερα μπροστά της -εκείνη, με έναν τρόπο μαγικό, θα τους ακούει και θα τους
καταλαβαίνει και θα μαθαίνει ή θα επιβεβαιώνει αυτό που πάντα πίστευε: ότι οι
άνθρωποι όλου του κόσμου μοιάζουν.
Κι ας είναι
διαφορετικές οι γλώσσες τους, οι μαγειρικές τους, ίσως τα ρούχα τους ή ο τρόπος
που τα φοράνε.
Κι ύστερα της άρεσε η
ιδέα ενός «αργού» ταξιδιού σε σύγκριση με την εποχή των μεγάλων ταχυτήτων όπου
όλα αξιολογούνται με βάση τον χρόνο. Ισως το φαγητό έτσι να ήταν πιο
απολαυστικό και ο καφές να έπαιρνε άρωμα από τον τόπο της παρασκευής του. Ποιος
ξέρει;
Κι όταν θα επέστρεφε,
με μάτια χορτάτα από εικόνες βουνών και θαλασσών, δέντρων, λουλουδιών, ζώων και
πουλιών, αλλά και με τους γευστικούς της κάλυκες πιο ενημερωμένους, ίσως να
ήταν και λίγο περισσότερο ευτυχισμένη. Σίγουρα πλουσιότερη σε άυλα αγαθά, αλλά
ικανά να τη βοηθήσουν να δει ξανά τον κόσμο αλλιώς.
Κάπως έτσι το είχε στο
μυαλό της, έτσι το ονειρευόταν, λίγο αληθινό, λίγο ονειρικό, σε κάποιο βαθμό
υλοποιήσιμο.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου