Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2023

Σαρωτικά ακληρήματα και ο «ολισμός» της προκατάληψης

 


γράφει ο Παντελής Μπουκάλας

 

 

Πολλοί λόγοι ωθούν το μυαλό του ανθρώπου, είτε σαν μονάδα δρα είτε σαν μέλος μιας κοινότητας, να δουλεύει σαρωτικά, δίχως διακρίσεις. Σαν το παλιακό «σάρωμα», τη σκούπα από σπάρτο ή βούρλα. Ή έστω σαν την οικεία ηλεκτρική σκούπα, αφού η χειροποίητη εκτοπίστηκε στην περιοχή της λαογραφίας. Και δεν υπάρχει λόγος να νοσταλγούμε συλλήβδην το παρελθόν· καμιά «γραφικότητα» δεν έχουν όσα στοιχεία του συνυφαίνονταν με πολύ χειρότερες συνθήκες βίου.

 

Τη σαρωτική λογική, που γενικεύει αυθαίρετα και αδιακρίτως, την υπαγορεύει η κουτοπόνηρη ιδιοτέλεια ή το στυγνό συμφέρον (προσωπικό, συντεχνιακό, κομματικό, οπαδικό, «εθνικό»), η υστεροβουλία, η οκνηρία, η συνήθεια, η αυτοδικαιωτική έπαρση, η περιστασιακή αγανάκτηση. Και βέβαια ο έρωτας για τις αφελέστατες συνωμοσιολογικές ερμηνείες του κόσμου. Σαν κι αυτές που έχουν κάνει τους κήρυκές τους πλούσιους, χάρη στα πολυπωλούμενα καίτοι παιδαριώδη βιβλία τους, ή ιδιοκτήτες κομμάτων με πολλά γράδα «πατριωτισμού». Αν γινόταν δημοσκόπηση για να μετρηθεί η απήχηση των διαφόρων «πορισμάτων» για τα ανθρώπινα γενικά, και όχι μόνο για τα πολιτικά, πιθανότατα το σαρωτικό «όλοι ίδιοι είναι» θα νικούσε άνετα, με το επίθετο «ίδιοι» να σημαίνει βέβαια «κακοί», «διεφθαρμένοι», «ανάγωγοι», «παράσιτα». Και δεύτερο θα κατατασσόταν το απελπισμένο «είν’ όλα μαύρα». Και μάλιστα στη γενικευμένη μορφή του, με το «όλα» να καλύπτει κάθε πτυχή της ζωής, και όχι στην περιοριστικά ερωτική του Στέλιου Καζαντζίδη, που τραγουδούσε την απώλεια: «Αφότου σ’ έχασα και ποια δεν σε ξανάβρα, είν’ όλα μαύρα». Εύλογο και οικείο το συμπέρασμα, δηλαδή το βίωμα επί χωρισμού, απροσδόκητος πάντως ένας χρονικός σύνδεσμος σαν το «αφότου» στο σώμα λαϊκού τραγουδιού, αιφνιδιαστικός όσο και το «προκειμένου» σε άλλο καζαντζιδικό τραγούδι.

 

«Ολοι ίδιοι» λοιπόν οι δημοσιογράφοι, για ν’ αρχίσω από τα του οίκου μας, και δη ΑΡΔίτες. Που παναπεί, στο σύνθημα που ακούμε μερικές δεκαετίες τώρα: «Αλήτες – Ρουφιάνοι – Δημοσιογράφοι». Και αν πας να διαμαρτυρηθείς, να πεις ότι το θεμελιώδες γνώρισμα του κόσμου είναι η ποικιλία, η διαφοροποίηση, η κλιμάκωση, η «έρις» ακόμα και μέσα σε σώματα που μοιάζουν συμπαγή, θα σου αντιγυρίσουν ότι το ίδιο σαρωτικά γράφουν οι δημοσιογράφοι όταν αναφέρονται στους υπόλοιπους επαγγελματικούς κλάδους. Και δεν θα ‘χουν εντελώς άδικο. Ενα από τα πρώτα μαθήματα που μου έδωσαν οι ωριμότεροί μου όταν πρωτάρχισα να δημοσιογραφώ, ήταν ότι το σωστό και το δίκαιο είναι να μη λέμε, επί καλού και κυρίως επί κακού, «οι δημοσιογράφοι», «οι δικαστές», «οι διαιτητές», «οι δάσκαλοι», «οι δικηγόροι», που ερμηνεύεται ως απαξάπαντες, αλλά «μερικοί», «ορισμένοι», «αρκετοί», «λιγοστοί», ενίοτε δε «ένιοι». Και όχι προς αποφυγήν αγωγών και μηνύσεων από επαγγελματικά σωματεία και συνδικαλιστικές ηγεσίες, αλλά επειδή έτσι είναι ο ανθρώπινος βίος: σολωμιστί, είδος μεικτό.

 

«Τα πάντα όλα». Συνηθίζουμε να το πιστώνουμε στον Νίκο Αλέφαντο, αλλά τη φρασούλα αυτή δεν την επινόησε ο μακαρίτης προπονητής.

 

Μολαταύτα, ο «ολισμός» παραμένει σαγηνευτικός, επειδή και περισσότερο εκτονωτικός είναι και σαφέστερα αυτοπαραμυθητικός. Και δεν εννοώ φυσικά τον ολισμό ως φιλοσοφική θεωρία, που προτάσσει τη γνώση τού όλου ως θεμέλιο για την κατανόηση του μερικού. Εννοώ την εξύψωση σε δόγμα εκείνου του άκρως γενικευτικού «οι πάντες όλοι», το οποίο στην ουδέτερη εκδοχή του, «τα πάντα όλα», συνηθίζουμε να το πιστώνουμε στον Νίκο Αλέφαντο (ή να το χρεώνουμε, όσοι θέλουμε να λεγόμαστε «απαιτητικοί χρήστες της γλώσσας»). Για να αποδίδουμε, όμως, τα του ενός στον έναν και τα του λαού στον λαό, τη φρασούλα αυτή δεν την επινόησε ο μακαρίτης προπονητής. Την κληρονόμησε και αυτός, όπως πολλοί άλλοι, από τη μακρά παράδοση του λαϊκού λόγου, που αργά ή γρήγορα νομιμοποιεί και τα τυπικώς λάθη του. Και όχι από καπρίτσιο παρά επειδή τα χρειάζεται – για να πει κάτι νέο ή να πει αλλιώς κάτι παλιό.

 

Είδος λαϊκού λόγου, με τις ρίζες του βαθιά στην αρχαιότητα και την απήχησή του ακόμα πολύ μεγάλη, είναι τα «ακληρήματα». Οι υποτιμητικοί χαρακτηρισμοί, δηλαδή, που πλάθει και διακινεί μια πόλη (ή και ένα χωριό) για τη διπλανή της, ένας νομός για τον γειτονικό του, ένα έθνος για κάποιο άλλο, με το οποίο έχει συνήθως (αλλά όχι πάντα) κοινά σύνορα. Πρόκειται για τα δημιουργήματα μιας τοπικιστικής σάτιρας που δεν είναι πάντοτε αθώα. Μεσολογγίτες και Αγρινιώτες, Λαρισαίοι και Βολιώτες, Χανιώτες και Ηρακλειώτες, «Νότιοι» και «Βόρειοι» (ή, στο εξωτερικό, οι Γάλλοι με τους Βέλγους, για παράδειγμα) ανταλλάσσουν ειρωνικές αβρότητες. Και συχνά χρησιμοποιούν το ίδιο εύρημα, γουστόζικο ή βάναυσο, απλώς του αλλάζουν το όνομα. Ορισμένες φορές, όμως, ο πιο αδύναμος δεν καταφέρνει να ανταπαντήσει, να ισοφαρίσει. Τι θα μπορούσαν να ανταποδώσουν στους χολερικούς Αθηναίους, που είχαν τις Μούσες με το μέρος τους, οι έρμοι οι Αβδηρίτες, οι Θηβαίοι ή οι Κρήτες; Και τι οι Κίλικες στους δεσπόζοντες Ελληνες, που έφτιαξαν το ρήμα «εγκιλικίζω» για να προσδιορίζουν όσους φέρονταν σκληρά και δόλια; Περίπου ό,τι μπορούσαν να απαντήσουν οι ίδιοι οι Ελληνες στους λεξικογράφους της Δύσης, οι οποίοι στις αρχές του 20ού αιώνα ταύτιζαν το εθνώνυμό μας με την απάτη (το θυμηθήκαμε αυτό με αφορμή το επεισόδιο-Εύα Καϊλή στο κέντρο της Ε.Ε.). Ή στους Βόρειους εταίρους μας, επί μνημονίων, που μας μετρούσαν σαν τεμπέλληνες.

 

Ορισμένα ακληρήματα στοιχειοθέτησαν επώνυμα επιγράμματα, σωζόμενα στην «Παλατινή Ανθολογία» (ο Φιλίσκος από τα Γάδαρα της Συρίας, λ.χ., ποιητής και φιλόσοφος του 2ου/1ου αιώνα π.Χ., πρέσβευε ότι «ο Πειραιάς είναι καρύδι μέγα μα κούφιο»). Και άλλα, πολύ περισσότερα, αποτέλεσαν τον πυρήνα παροιμιών (έμμετρων ή μη), οι οποίες ως προς τη δογματική μονομέρεια και την προκατάληψη αφήνουν πολύ πίσω άλλες μορφές λαϊκού λόγου, ιδίως το τραγούδι. «Ολοι ίδιοι», κατόπιν αυτών, οι πολιτικοί – τα πιάνουν, διορίζουν παντού τους δικούς τους, λένε πατρίδα και εννοούν την πάρτη τους και το παρτίδο τους, το κόμμα τους ντε, κι αν είναι ευρωβουλευτές, κυκλοφορούν με τροχήλατη βαλίτσα. «Ολοι ίδιοι» οι γιατροί – απαιτούν φακελάκι, εκβιάζοντάς σε μ’ ένα δίλημμα που θα συνέθλιβε και τον Αμλετ: «Τα βάζεις ή δεν ζεις»· τα βάζεις στο φακελάκι ή στον λογαριασμό μιας τριτοξαδέρφης με διαφορετικό επώνυμο. «Ολοι ίδιοι» οι ταξιτζήδες, ψιλοκλέφτες. Οι υδραυλικοί και οι ηλεκτρολόγοι – φοροφυγάδες. Οι διαιτητές – στημένοι. Οι αριστεροί – άπλυτοι μειοδότες. Οι δεξιοί – βολεμένοι πατριδοκάπηλοι. Οι κεντρώοι – Ο.Φ.Α., Οπου Φυσάει ο Ανεμος. Οι μη κυβερνητικές οργανώσεις; Επιχειρησούλες ή όργανα του Ερντογάν. Οι ανεξάρτητες Αρχές; Πήραν πολύ ψηλά τον αμανέ, ας ξεμπερδεύουμε μαζί τους, φτάνει και περισσεύει το ΕΣΡ. Οι γυναίκες; Εύες. Οι Αλβανοί; Γονιδιακώς κακούργοι. Οι Εβραίοι – τσιφούτηδες. Οι Τούρκοι – μπουνταλάδες. Οι μουσουλμάνοι – Ταλιμπάν. Οι καθολικοί ιερωμένοι – παιδοβιαστές. Ολοι…

 

Και πορευόμαστε έτσι, ο καθένας με τη βεβαιότητα ότι δεν ανήκει στους «όλους», αλλά στους άλλους· τους ενάρετους.

 

   

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *