Με αφορμή τις μέρες που έρχονται το μυαλό μου γύρισε πίσω.
Αναπόλησα τα Χριστούγεννα των παιδικών μου χρόνων, όταν για πρώτη φορά διάβασα Παπαδιαμάντη. Ήταν τα Χριστουγεννιάτικα Διηγήματά του, που κρατούσα στα χέρια μου. Θυμάμαι πως παρ’ όλο που πολύ με ξένιζε ο τρόπος γραφής του-ήταν οπωσδήποτε κάτι εντελώς διαφορετικό από τα μέχρι τότε μου διαβάσματα- εντούτοις η γλώσσα αυτή των διηγημάτων ασκούσε πάνω μου μια ακατανίκητη γοητεία. Και όσο περισσότερο με δυσκόλευε, άλλο τόσο με ωθούσε να καταβάλλω διαρκώς μεγαλύτερη προσπάθεια για να την κατανοήσω.
Τα τελευταία χρόνια, όλο και περισσότεροι διατείνονται πως λογοτέχνες, όπως ο Παπαδιαμάντης, ο Ροΐδης ή ο Βιζυηνός γίνονται διαρκώς και πιο δυσνόητοι για το αναγνωστικό κοινό-και ιδιαίτερα το νεανικό κοινό- και προτείνουν τη μεταγραφή των έργων αυτών των συγγραφέων σε μια γλώσσα «ηπιότερη» και εγγύτερη στα σύγχρονα γλωσσικά ερεθίσματα των νέων. Αν πιστέψει κανείς πως με τον τρόπο αυτό θα κάνει κοινωνούς στο έργο σπουδαίων δημιουργών περισσότερους αναγνώστες, ίσως εύκολα αντιδράσει θετικά στην παραπάνω πρόταση. Όμως, πώς μπορεί κανείς να αλλάζει τον προσωπικό τρόπο γραφής έξοχων δημιουργών χωρίς δεύτερη σκέψη; Πώς μπορεί να αλλοιώνει τα γραφόμενά τους στο όνομα του εκσυγχρονισμού;
Εξάλλου, ακόμη κι αν δεχτεί κανείς αναντίρρητα να γίνει κάτι τέτοιο αναλογιζόμενος το υποτιθέμενο κέρδος αυτής της προσπάθειας, οφείλει, πιστεύω να σκεφτεί επίσης και τις ενδεχόμενες συνέπειες αυτού του εγχειρήματος.
Η αξία της ελληνικής λογοτεχνίας, όπως και κάθε λογοτεχνίας, έγκειται σε σημαντικό βαθμό στην ύπαρξη διαφορετικών μορφών έκφρασης και διατύπωσης των νοημάτων. Ο λογοτέχνης έχει τον δικό του, ιδιαίτερο τρόπο σύνθεσης των έργων του. Ο τρόπος του αυτός πηγάζει από την ‘προίκα’ που κουβαλά μέσα του: τις οικογενειακές του καταβολές, την παιδεία του, το ιστορικοκοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιό του. Κάθε έργο είναι κατά το μάλλον ή ήττον ένας αντικατοπτρισμός των παραπάνω. Πίσω από κάθε φράση ακόμα και κάθε λέξη του έργου κρύβονται στοιχεία αντιπροσωπευτικά για τον δημιουργό του και την εποχή του. Στοιχεία που μαρτυρούν τόσα πολλά για κάθε λογοτέχνη προσδίδοντάς του την ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία του. Επιχειρώντας, λοιπόν, να εξομαλύνουμε την κατάσταση, θαρρώ πως άθελά μας ίσως αφανίζουμε ό, τι πιο σημαντικό μπορεί να έχει η λογοτεχνία: την πολυπρισματικότητα και την ποικιλομορφία της που οφείλεται στην προσωπική σφραγίδα του κάθε λογοτέχνη.
Κι αν κάποιοι ισχυρίζονται με σθένος πως είναι αδύνατο ένας νέος αναγνώστης να εμβαθύνει σε ένα κείμενο όπου οι περισσότεροι γλωσσικοί όροι είναι άγνωστοι, θα αντιπρότεινα πως ποτέ κανείς δεν βελτιώθηκε και δεν προόδευσε «συναναστρεφόμενος» μονάχα με έργα που λίγο απέχουν από τις ερμηνευτικές του δυνατότητες. Απεναντίας, ο αναγνώστης που έρχεται σε επαφή με έργα που διαφοροποιούνται σε σημαντικό βαθμό από το γλωσσικό κατεστημένο του, έχει την ευκαιρία να ερευνήσει περισσότερο τα έργα αυτά, να αιτιολογήσει έτσι την ιδιαιτερότητά τους και τελικά να εντυπωσιαστεί ή όχι από τη γλωσσική εκφορά τους.
Στον αντίλογο, επίσης, που εκφράζεται σχετικά με την πεπαλαιωμένη μορφή ορισμένων λογοτεχνικών έργων και την αναγκαιότητα εκσυγχρονισμού τους, θα ήταν ίσως αρκετό να ισχυριστεί κανείς ότι, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, αυτή ακριβώς η πεπαλαιωμένη μορφή αποτελεί έναν σημαντικό κρίκο της αλυσίδας που μας συνδέει με το γλωσσικό μας παρελθόν και μας υπενθυμίζει πως η γλώσσα είναι ένας ζωντανός οργανισμός που διαρκώς ελίσσεται, εξελίσσεται και δημιουργείται. Για παράδειγμα, δεν είναι δύσκολο να υποθέσει κανείς ότι ο τύπος «ήτο» που χρησιμοποιεί ο Παπαδιαμάντης, αποτελεί προανάκρουσμα του αμιγώς νεοελληνικού «ήταν».
Επιπλέον, η επαφή των αναγνωστών με κείμενα που αποκλίνουν από τον σύγχρονο πυρήνα της γλώσσας, εκτός από την ευκαιρία που τους δίνει να συναντηθούν με διαφορετικές γλωσσικές μορφές και τρόπους έκφρασης, τους δίνει επίσης το ερέθισμα να αναμετρηθούν με τη διαχρονική δύναμη της γλώσσας, να εμπλουτίσουν τις γλωσσικές τους συνιστώσες και τελικά να ανατρέξουν ίσως και οι ίδιοι σε μια συγκεκριμένη στιγμή της ζωής ή της δημιουργικότητάς τους σε έναν γλωσσικό τρόπο, σε μια φράση, σε μια λέξη ακόμα, που μπορεί παλιά να τους ξένιζε, μα τώρα δεν βρίσκουν κάτι άλλο καταλληλότερο για να εκφραστούν.
Άλλωστε, στο σημείο αυτό οφείλει κανείς να λάβει σοβαρά υπόψη του ότι σημαντικά έργα Ελλήνων συγγραφέων, όπως η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη ή Το αμάρτημα της μητρός μου του Βιζυηνού, έχουν κατά καιρούς ανέβει στην ελληνική θεατρική σκηνή αποκλίνοντας ελάχιστα ή και καθόλου από την αυθεντική γλωσσική μορφή που τους είχε δώσει ο δημιουργός τους. Παρ’ όλα αυτά η απήχηση που είχαν στο κοινό δε μαρτυρά την απόρριψή τους.
Γεγονός είναι ότι κάθε έργο, και εν προκειμένω κάθε λογοτεχνικό έργο, αποτελεί φορέα του δημιουργού του και αποτυπώνει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την ψυχή του πάνω στο χαρτί. Κάθε κείμενο έχει τον δικό του κώδικα που αποτελεί το καθρέφτισμα της ψυχής του συγγραφέα του. Η παραβίαση του κώδικα αυτού ισοδυναμεί με καταπάτηση των επιλογών του δημιουργού. Όπως όταν γνωρίζεις κάποιον άνθρωπο∙ μπορεί να σε γοητεύουν οι εκφράσεις του, παρά το ότι είναι τόσο διαφορετικές από τις δικές σου. Γι’ αυτό και δεν τον απορρίπτεις αμέσως. Απλώς περιμένεις να τον γνωρίσεις καλύτερα.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου