Του Χριστόφορου Κάσδαγλη
Πάει καιρός τώρα που τριβελίζει το μυαλό μου η σκέψη πως ζούμε σε μια περίοδο παρακμής, έκπτωσης των αξιών και πολιτιστικής κάμψης, πράγμα που μπορεί και να εξηγεί τα δεινά που έχουν επισωρευθεί στον τόπο μας. Οι μεγάλοι ποιητές έχουν λείψει πια και οι ολίγοι εναπομείναντες σιωπούν, ασχολούνται με κάτι παγκάκια στην Κυψέλη ή μεμψιμοιρούν για την έλλειψη ταλέντου των νεωτέρων. Πάνε οι εποχές όπου οι μεγάλοι ποιητές αναγνώριζαν τους διαδόχους τους, όπως ο Κωστής Παλαμάς τον Γιάννη Ρίτσο με τον υπέροχο στίχο «Παραμερίζουμε ποιητή για να περάσεις». Υπάρχουν και άλλα τέτοια παραδείγματα μεγαλοψυχίας των πνευματικών ανθρώπων, αλλά το τελευταίο που προσωπικά θυμόμουν ανάγεται στη μακρινή δεκαετία του ’60, αν όχι του ’50.
Να όμως που χθες διαψεύστηκα παταγωδώς, πράγμα που με γέμισε ελπίδα και αισιοδοξία, υποχρεώνοντάς με να διακόψω προς στιγμήν την άδειά μου και να λύσω τη σιωπή μου. Δύο όντως μεγάλοι ποιητές μας, ο Τίτος Πατρίκιος και ο Μάνος Ελευθερίου, επέλεξαν τη χθεσινή ημέρα για να υποδείξουν -ως άλλοι Παλαμάδες- τον επίγονό τους στο πρόσωπο ενός νέου ομότεχνού τους, του Χρήστου Παναγιωτόπουλου, αναφωνώντας κι εκείνοι με τη σειρά τους «Παραμερίζουμε ποιητή για να περάσεις».
Δεν λογαριάζω καθόλου το γεγονός ότι σ’ αυτή τη λαμπρή αποκάλυψη του αυριανού ελληνικού Νόμπελ, σ’ αυτή τη μεγάλη τελετή παράδοσης-παραλαβής των ποιητικών σκήπτρων του τόπου παρευρέθηκε σύσσωμη σχεδόν η πολιτική ηγεσία και σημαντικό μέρος της μουσικής, της θεατρικής και εν γένει της κοσμικής. Κρατάω μόνο την παρουσία του Ελευθερίου και -φευ- του Πατρίκιου.
Συνέβη δε και το εξής εκπληκτικό: Προτού ακόμα τα ποιήματα του Παναγιωτόπουλου τυπωθούν, είχαν ήδη περάσει στα χέρια της έντεχνης μούσας και είχαν καταλλήλως μελοποιηθεί από δύο γνωστούς συνθέτες, τον Θάνο Μικρούτσικο και τον Δημήτρη Παπαδημητρίου, γεγονός το οποίο καθιστά βέβαιον ότι θα χιλιοτραγουδιστούν από τον ελληνικό λαό ακολουθώντας τη μοίρα στίχων του Διονυσίου Σολωμού, του Ανδρέα Κάλβου, του Γιώργου Σεφέρη, του Οδυσσέα Ελύτη, του Γιάννη Ρίτσου και του Κώστα Βάρναλη. Είμαι δε σίγουρος ότι και ο Μίκης Θεοδωράκης θα είχε επίσης σπεύσει να μελοποιήσει κι εκείνος Παναγιωτόπουλο, αν δεν ήταν τον τελευταίο καιρό απορροφημένος με την εκπόνηση της πρότασής του προς την Ακαδημία Αθηνών να κηρύξει τη χώρα πολιτιστική Ντίσνεϊλαντ της Οικουμένης.
Διάβασα στο twitter μια παρατήρηση από τον επονομαζόμενο «Γερογκρινιάρη», την οποία δεν μπορώ να συμμεριστώ: «Κρίνοντας από τον χρόνο των ειδήσεων, η Μ. Βαρδινογιάννη είναι η σημαντικότερη γυναίκα του κόσμου και ο Παναγιωτόπουλος ο σημαντικότερος ποιητής». Προφανώς ο συντάκτης του κακεντρεχούς μηνύματος παρασύρεται από το τυχαίο γεγονός ότι υπεύθυνος και για τη μία και για την άλλη είδηση είναι ο ίδιος άνθρωπος. Κατά τα άλλα, δυσκολεύομαι να συλλάβω τη λογική της συγκεκριμένης παρατήρησης. Στο κάτω κάτω, και τα δελτία ειδήσεων είδος ποιητικής άσκησης δεν είναι;
Τέλος πάντων, δεν πρέπει να εμφανιζόμαστε μίζεροι ενώπιον τόσο σημαντικών περιστάσεων. Θεωρώ πιο σωστό να υποκλιθούμε χωρίς μεμψιμοιρίες στο νέο ποιητικό ταλέντο που μας βρήκε και να αναρωτηθούμε κι εμείς, όπως ο Αραγκόν: «Από πού έρχεται αυτή η ποίηση, από πού έρχεται αυτό το ρίγος;».
Πάει καιρός τώρα που τριβελίζει το μυαλό μου η σκέψη πως ζούμε σε μια περίοδο παρακμής, έκπτωσης των αξιών και πολιτιστικής κάμψης, πράγμα που μπορεί και να εξηγεί τα δεινά που έχουν επισωρευθεί στον τόπο μας. Οι μεγάλοι ποιητές έχουν λείψει πια και οι ολίγοι εναπομείναντες σιωπούν, ασχολούνται με κάτι παγκάκια στην Κυψέλη ή μεμψιμοιρούν για την έλλειψη ταλέντου των νεωτέρων. Πάνε οι εποχές όπου οι μεγάλοι ποιητές αναγνώριζαν τους διαδόχους τους, όπως ο Κωστής Παλαμάς τον Γιάννη Ρίτσο με τον υπέροχο στίχο «Παραμερίζουμε ποιητή για να περάσεις». Υπάρχουν και άλλα τέτοια παραδείγματα μεγαλοψυχίας των πνευματικών ανθρώπων, αλλά το τελευταίο που προσωπικά θυμόμουν ανάγεται στη μακρινή δεκαετία του ’60, αν όχι του ’50.
Να όμως που χθες διαψεύστηκα παταγωδώς, πράγμα που με γέμισε ελπίδα και αισιοδοξία, υποχρεώνοντάς με να διακόψω προς στιγμήν την άδειά μου και να λύσω τη σιωπή μου. Δύο όντως μεγάλοι ποιητές μας, ο Τίτος Πατρίκιος και ο Μάνος Ελευθερίου, επέλεξαν τη χθεσινή ημέρα για να υποδείξουν -ως άλλοι Παλαμάδες- τον επίγονό τους στο πρόσωπο ενός νέου ομότεχνού τους, του Χρήστου Παναγιωτόπουλου, αναφωνώντας κι εκείνοι με τη σειρά τους «Παραμερίζουμε ποιητή για να περάσεις».
Δεν λογαριάζω καθόλου το γεγονός ότι σ’ αυτή τη λαμπρή αποκάλυψη του αυριανού ελληνικού Νόμπελ, σ’ αυτή τη μεγάλη τελετή παράδοσης-παραλαβής των ποιητικών σκήπτρων του τόπου παρευρέθηκε σύσσωμη σχεδόν η πολιτική ηγεσία και σημαντικό μέρος της μουσικής, της θεατρικής και εν γένει της κοσμικής. Κρατάω μόνο την παρουσία του Ελευθερίου και -φευ- του Πατρίκιου.
Συνέβη δε και το εξής εκπληκτικό: Προτού ακόμα τα ποιήματα του Παναγιωτόπουλου τυπωθούν, είχαν ήδη περάσει στα χέρια της έντεχνης μούσας και είχαν καταλλήλως μελοποιηθεί από δύο γνωστούς συνθέτες, τον Θάνο Μικρούτσικο και τον Δημήτρη Παπαδημητρίου, γεγονός το οποίο καθιστά βέβαιον ότι θα χιλιοτραγουδιστούν από τον ελληνικό λαό ακολουθώντας τη μοίρα στίχων του Διονυσίου Σολωμού, του Ανδρέα Κάλβου, του Γιώργου Σεφέρη, του Οδυσσέα Ελύτη, του Γιάννη Ρίτσου και του Κώστα Βάρναλη. Είμαι δε σίγουρος ότι και ο Μίκης Θεοδωράκης θα είχε επίσης σπεύσει να μελοποιήσει κι εκείνος Παναγιωτόπουλο, αν δεν ήταν τον τελευταίο καιρό απορροφημένος με την εκπόνηση της πρότασής του προς την Ακαδημία Αθηνών να κηρύξει τη χώρα πολιτιστική Ντίσνεϊλαντ της Οικουμένης.
Διάβασα στο twitter μια παρατήρηση από τον επονομαζόμενο «Γερογκρινιάρη», την οποία δεν μπορώ να συμμεριστώ: «Κρίνοντας από τον χρόνο των ειδήσεων, η Μ. Βαρδινογιάννη είναι η σημαντικότερη γυναίκα του κόσμου και ο Παναγιωτόπουλος ο σημαντικότερος ποιητής». Προφανώς ο συντάκτης του κακεντρεχούς μηνύματος παρασύρεται από το τυχαίο γεγονός ότι υπεύθυνος και για τη μία και για την άλλη είδηση είναι ο ίδιος άνθρωπος. Κατά τα άλλα, δυσκολεύομαι να συλλάβω τη λογική της συγκεκριμένης παρατήρησης. Στο κάτω κάτω, και τα δελτία ειδήσεων είδος ποιητικής άσκησης δεν είναι;
Τέλος πάντων, δεν πρέπει να εμφανιζόμαστε μίζεροι ενώπιον τόσο σημαντικών περιστάσεων. Θεωρώ πιο σωστό να υποκλιθούμε χωρίς μεμψιμοιρίες στο νέο ποιητικό ταλέντο που μας βρήκε και να αναρωτηθούμε κι εμείς, όπως ο Αραγκόν: «Από πού έρχεται αυτή η ποίηση, από πού έρχεται αυτό το ρίγος;».
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου