Δυο βδομάδες μετά, το θέμα της πρώτης μας σελίδας είναι ο βασανισμός και η δολοφονία του Ίλια Καρέλι. Η άγρια δολοφονία και ο άγριος βασανισμός του. Τα όσα μεσολάβησαν (το τέταρτο μνημόνιο που το είπανε πολυνομοσχέδιο, το γάλα που το είπανε «φρέσκο», το «επεισόδιο Μπαλτάκου», η έξοδος στις αγορές), εκτός του ότι δεν είναι διόλου άσχετα με το θέμα μας, δεν μπορούν και δεν πρέπει να μας κάνουν να ξεχάσουμε ένα από τα μεγαλύτερα στίγματα για το ελληνικό κράτος της μεταπολίτευσης. Κι ένα τέτοιο στίγμα, δεν ξεθωριάζει — κι ας βρέθηκε εκτός της πρώτης γραμμής της επικαιρότητας. Αντίθετα, όσο σπρώχνεται στα «ψιλά» των εφημερίδων και της μνήμης μας τόσο το στίγμα γίνεται πιο ανεξίτηλα ντροπιαστικό γίνεται.
***
Από την πρώτη στιγμή που το ακούσαμε, το πρωί της Παρασκευής 28 του Μάρτη, το νέο είχε όλα τα χαρακτηριστικά του δυσοίωνου. Ένας Αλβανός κρατούμενος νεκρός, μέσα στις φυλακές, δυο μέρες αφότου σκότωσε έναν δεσμοφύλακα. Μέρα με τη μέρα ο ζόφος μεγάλωνε, καθώς αποκαλύπτονταν και ένα ακόμα αποτρόπαιο χαρακτηριστικό. Ότι η δολοφονία δεν ήταν έργο ενός, αλλά πολλών, και ακόμα περισσότερων που την παρακολούθησαν αμέριμνοι. Και άλλων, που μετά δεν έκαναν τίποτα, αλλά τον άφησαν να πεθάνει σα σκυλί –με μόνη φροντίδα να σφουγγαρίσουν τα αίματα για να κρυφτούν τα ίχνη. Ότι όλοι αυτοί, οι πολλοί οι περισσότεροι και οι άλλοι, δεν ήταν κάποιοι άγνωστοι, αλλά κρατικοί υπάλληλοι. Ότι ο θάνατος δεν επήλθε τυχαία αλλά από συστηματικό και πολύωρο ξυλοδαρμό. Ότι δεν ήταν μόνο ξυλοδαρμός αλλά μεθοδευμένος βασανισμός. Ότι έγινε για αντεκδίκηση. Με αποκορύφωμα το βίντεο. Μια εικόνα χίλιες λέξεις, μια εικόνα χιλιάδες λέξεις, λέξεις φρικιαστικές, που τρυπάνε σαν βελόνες το μυαλό και την καρδιά. Η επιτομή της βαρβαρότητας: Ελλάδα 2014.
Και μέσα από όλα αυτά, ένα ερώτημα τριβελίζει το μυαλό: Τι να κάνουμε;
Το πρώτο, για μένα, είναι μια στάση. Ένα στοπ. Να σταθούμε λίγο, ένα λεπτό έστω, σ’ αυτό που έγινε. Να το νιώσουμε, να δούμε την εικόνα ατόφια, καθαρή, όχι στο μίξερ των εικόνων της καθημερινότητας, της ειδησεογραφίας, της πολιτικής που διαδέχονται καταιγιστικά η μία την άλλη. Να νιώσουμε τη φρίκη, να αναλογιστούμε τη φρίκη. Όπως όταν διαβάζουμε για τα βασανιστήρια στην ΕΑΤ ΕΣΑ, πριν από κάθε ανάλυση (για τη χούντα, για τις μεθόδους, τους σκοπούς και τους στόχους), αισθανόμαστε να ξεχειλίζει ο πόνος και η φρίκη. Θλίψη, τρόμος, απελπισία κι οργή: αυτά είναι τα συναισθήματα για μένα από τη δολοφονία Καρέλι.
Κι αμέσως μετά, να αναλογιστούμε. Η διάθεσή μου είναι να γράψω ΦΡΙΚΗ ΦΡΙΚΗ ΦΡΙΚΗ με μεγάλα μαύρα γράμματα και να γεμίσω τη σελίδα, νιώθω όμως ότι αυτό δεν φτάνει. Κι ότι αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να σκεφτούμε, να κάνουμε την οργή και τη θλίψη σκέψη και πράξη. Σκέψεις λοιπόν.
α) Πρέπει να πούμε το πράγμα με το όνομά του: βάρβαρη δολοφονία και βασανισμός από κρατικά όργανα, για λόγους αντεκδίκησης, ενός ξένου, στον υποτίθεται κατεξοχήν προστατευμένο χώρο. Τίποτα λιγότερο, και ίσως αρκετά περισσότερα (λ.χ. συνέργειες, κυκλώματα σε φυλακές, εμπλοκή της διεύθυνσης).
β) Πέφτουμε από τα σύννεφα με αυτό που έγινε; Όχι, αλλά δεν μας αφήνει αδιάφορους. Ξέρουμε ότι βασανιστήρια γίνονται στις ελληνικές φυλακές, ότι ο ρατσισμός και η αγριότητα φωλιάζουν στο σωφρονιστικό μας σύστημα. Αλλά είναι άλλο να τα υποψιάζεσαι και να τα ξέρεις, και άλλο να αποκαλύπτονται ξεκάθαρα, να συμπυκνώνονται και να οδηγούν σε μια άγρια δολοφονία. Δεν μπορούμε να καμωνόμαστε τους ανήξερους, αλλά ούτε να εθιζόμαστε στην απάθεια, επειδή ξέρουμε. Θα προσπαθήσω να το εξηγήσω με ένα παράδειγμα.
Πρώτη σκέψη: Όχι μόνο ο υπουργός, αλλά ο ίδιος ο πρωθυπουργός θα όφειλε από τη στιγμή τουλάχιστον που βγήκε το πόρισμα του ιατροδικαστή να εκφράσει τη λύπη και τον συγκλονισμό του και να αναλάβει τις ευθύνες του (σ.σ. ούτε καν μια χλιαρή ή νερόβραστη ανακοίνωση δεν έβγαλαν).
Δεύτερη σκέψη. Μα αυτό είναι αφελές, ανόητο, ο πρωθυπουργός είναι αυτός που μίλαγε για «ανακατάληψη του κέντρου των πόλεών μας» από τους μετανάστες, η κυβέρνηση προωθεί τις φυλακές υψίστης ασφαλείας, η ΝΔ θεωρεί ότι σωφρονισμός=τιμωρία των «εγκληματιών» (ειδεχθείς όλους τους), σαρξ εκ της σαρκός της ΝΔ και του πρωθυπουργικού περιβάλλοντος είναι ο Μπαλτάκος και ο Φ. Κρανιδιώτης. Πώς να εκφράσουν όλοι δαύτοι τη λύπη τους; Πώς να πάρει θέση ο πρωθυπουργός;
Τρίτη σκέψη. Και όμως, θα όφειλε. Όχι από αντιρατσισμό, συμπόνια ή ανθρωπισμό – δυστυχώς αυτά τα έχουμε χάσει. Αλλά επειδή η δολοφονία του Καρέλι ήταν και δολοφονία του ευνομούμενου κράτους. Κι αυτό δεν πρέπει να παύουμε να το υπενθυμίζουμε (και στον πρωθυπουργό, αλλά κυρίως και στην κοινωνία) και να το διεκδικούμε.
γ) Γιατί για ένα τόσο τρομερό πράγμα ο κόσμος σιωπά; Το ερώτημα είναι και μεγάλο και καίριο. Ας ξεφύγουμε από την παρέα μας, τους φίλους, τους συντρόφους μας (όπου όλοι ξέρουν και αγανακτούν) κι ας κοιτάξουμε τη μεγάλη εικόνα: τα έντεκα εκατομμύρια. Πολλοί, λοιπόν, μπορεί να μην το ξέρουν καν (ναι, όσο κι αν μας φαίνεται περίεργο) και ακόμα περισσότεροι να μη θέλουν να το μάθουν. Υπάρχουν αυτοί που με κυνισμό θεωρούν ότι «αυτά συμβαίνουν» στη σκληρή καθημερινότητα της φυλακής, και άλλοι που χαίρονται για την εξόντωση του «αλβανού φονιά». Και άλλοι που το ακούνε ως ένα ανάμεσα στα χιλιάδες μίζερα, μαύρα, κακά, που διαπερνάνε την καθημερινότητά τους. Και άλλοι που το ξεχωρίζουν, αλλά δεν ξέρουν τι να κάνουν – και από αυτούς δεν βγάζω και τους εαυτούς μας, το ακούμε λιγάκι σαν ζαλισμένα κοτόπουλα ξεσπώντας την οργή μας στο ποτάμι του φέισμπουκ, γράφοντας μύδρους. Κι άλλοι που πιστεύουν ότι δεν γίνεται τίποτα.
Όλα αυτά, τα πολύ ετερογενή, συνθέτουν το μεγάλο ψηφιδωτό· όλες αυτές οι ψηφίδες, εντελώς διαφορετικές και αντίπαλες (ένας άβυσσος χωρίζει εκείνον που επιχαίρει από εκείνον που αισθάνεται ότι είναι ανήμπορος να δράσει) φτιάχνουν ωστόσο μια κοινή εικόνα: την απραξία. Πρέπει να σκεφτούμε πολύ πάνω σ’ αυτό, καθώς η κατανόησή του αποτελεί όρο για να κάνουμε αριστερή ριζοσπαστική πολιτική, να την καταλάβουμε για να την αλλάξουμε.
Θα συνεχίσουμε σε άλλο φύλλο, ίσως την κουβέντα. Θα πω μόνο, τελειώνοντας ότι ενώ πολύ λίγα μπορούμε να περιμένουμε από τους θεσμούς (και θα έλεγα ελάχιστα αν δεν κινηθούμε), την ίδια ακριβώς στιγμή δεν μπορούμε να τους απεμπολήσουμε. Μπορούμε και πρέπει να τους ασκούμε κριτική, στην κατεύθυνση της βελτίωσης, της εμβάθυνσης και της ριζοσπαστικής υπέρβασής τους, αλλά όχι να τους απεμπολούμε. Και οι θεσμοί μπορούν να απεμποληθούν με δύο τρόπους. Πρώτον, από τους ακροδεξιούς που θεωρούν ότι η δικαιοσύνη, η αστυνομία, το σωφρονιστικό σύστημα πρέπει να καταστέλλουν στυγνά, να δολοφονούν και να επιβραβεύουν τη βαρβαρότητα. Αυτούς δηλαδή που θέλουν δηλαδή να μετατρέψουν τους θεσμούς αποκλειστικά σε σιδερένιο ενεργούμενο του κράτους. Δεύτερον, από εμάς αν, απελπισμένοι –και όχι αδίκως, βέβαια– από το χάλι των θεσμών θεωρήσουμε ότι έχουν μετατραπεί μόνο σε σιδερένιο ενεργούμενο του κράτους και δεν έχει κανένα νόημα η διεκδίκηση αλλαγών σε αυτούς. Μια αντίληψη που οδηγεί είτε στην απραξία είτε στη λογική «φωτιά φουρνέλο και να καούν τα κάρβουνα».
ΥΓ. Η άσκηση κακουργηματικών διώξεων και οι προφυλακίσεις για τη δολοφονία Καρέλι είναι πολύ σημαντικές. Και γίνονται ακόμα πιο σημαντικές, γιατί αυτό που «κανονικά», in vitro, θα ήταν απολύτως δεδομένο, στοιχειώδες και ανάξιο λόγου, στις σημερινές συνθήκες δεν είναι καθόλου δεδομένο. Έτσι, αυτό που θα έπρεπε να είναι ο κανόνας (η λογοδοσία) γίνεται η εξαίρεση, μέσα στην κανονικότητα της κρατικής αυθαιρεσίας και ατιμωρησίας.
Tου Στρατή Μπουρνάζου για τα Ενθέματα
***
Από την πρώτη στιγμή που το ακούσαμε, το πρωί της Παρασκευής 28 του Μάρτη, το νέο είχε όλα τα χαρακτηριστικά του δυσοίωνου. Ένας Αλβανός κρατούμενος νεκρός, μέσα στις φυλακές, δυο μέρες αφότου σκότωσε έναν δεσμοφύλακα. Μέρα με τη μέρα ο ζόφος μεγάλωνε, καθώς αποκαλύπτονταν και ένα ακόμα αποτρόπαιο χαρακτηριστικό. Ότι η δολοφονία δεν ήταν έργο ενός, αλλά πολλών, και ακόμα περισσότερων που την παρακολούθησαν αμέριμνοι. Και άλλων, που μετά δεν έκαναν τίποτα, αλλά τον άφησαν να πεθάνει σα σκυλί –με μόνη φροντίδα να σφουγγαρίσουν τα αίματα για να κρυφτούν τα ίχνη. Ότι όλοι αυτοί, οι πολλοί οι περισσότεροι και οι άλλοι, δεν ήταν κάποιοι άγνωστοι, αλλά κρατικοί υπάλληλοι. Ότι ο θάνατος δεν επήλθε τυχαία αλλά από συστηματικό και πολύωρο ξυλοδαρμό. Ότι δεν ήταν μόνο ξυλοδαρμός αλλά μεθοδευμένος βασανισμός. Ότι έγινε για αντεκδίκηση. Με αποκορύφωμα το βίντεο. Μια εικόνα χίλιες λέξεις, μια εικόνα χιλιάδες λέξεις, λέξεις φρικιαστικές, που τρυπάνε σαν βελόνες το μυαλό και την καρδιά. Η επιτομή της βαρβαρότητας: Ελλάδα 2014.
Και μέσα από όλα αυτά, ένα ερώτημα τριβελίζει το μυαλό: Τι να κάνουμε;
Το πρώτο, για μένα, είναι μια στάση. Ένα στοπ. Να σταθούμε λίγο, ένα λεπτό έστω, σ’ αυτό που έγινε. Να το νιώσουμε, να δούμε την εικόνα ατόφια, καθαρή, όχι στο μίξερ των εικόνων της καθημερινότητας, της ειδησεογραφίας, της πολιτικής που διαδέχονται καταιγιστικά η μία την άλλη. Να νιώσουμε τη φρίκη, να αναλογιστούμε τη φρίκη. Όπως όταν διαβάζουμε για τα βασανιστήρια στην ΕΑΤ ΕΣΑ, πριν από κάθε ανάλυση (για τη χούντα, για τις μεθόδους, τους σκοπούς και τους στόχους), αισθανόμαστε να ξεχειλίζει ο πόνος και η φρίκη. Θλίψη, τρόμος, απελπισία κι οργή: αυτά είναι τα συναισθήματα για μένα από τη δολοφονία Καρέλι.
Κι αμέσως μετά, να αναλογιστούμε. Η διάθεσή μου είναι να γράψω ΦΡΙΚΗ ΦΡΙΚΗ ΦΡΙΚΗ με μεγάλα μαύρα γράμματα και να γεμίσω τη σελίδα, νιώθω όμως ότι αυτό δεν φτάνει. Κι ότι αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να σκεφτούμε, να κάνουμε την οργή και τη θλίψη σκέψη και πράξη. Σκέψεις λοιπόν.
α) Πρέπει να πούμε το πράγμα με το όνομά του: βάρβαρη δολοφονία και βασανισμός από κρατικά όργανα, για λόγους αντεκδίκησης, ενός ξένου, στον υποτίθεται κατεξοχήν προστατευμένο χώρο. Τίποτα λιγότερο, και ίσως αρκετά περισσότερα (λ.χ. συνέργειες, κυκλώματα σε φυλακές, εμπλοκή της διεύθυνσης).
β) Πέφτουμε από τα σύννεφα με αυτό που έγινε; Όχι, αλλά δεν μας αφήνει αδιάφορους. Ξέρουμε ότι βασανιστήρια γίνονται στις ελληνικές φυλακές, ότι ο ρατσισμός και η αγριότητα φωλιάζουν στο σωφρονιστικό μας σύστημα. Αλλά είναι άλλο να τα υποψιάζεσαι και να τα ξέρεις, και άλλο να αποκαλύπτονται ξεκάθαρα, να συμπυκνώνονται και να οδηγούν σε μια άγρια δολοφονία. Δεν μπορούμε να καμωνόμαστε τους ανήξερους, αλλά ούτε να εθιζόμαστε στην απάθεια, επειδή ξέρουμε. Θα προσπαθήσω να το εξηγήσω με ένα παράδειγμα.
Πρώτη σκέψη: Όχι μόνο ο υπουργός, αλλά ο ίδιος ο πρωθυπουργός θα όφειλε από τη στιγμή τουλάχιστον που βγήκε το πόρισμα του ιατροδικαστή να εκφράσει τη λύπη και τον συγκλονισμό του και να αναλάβει τις ευθύνες του (σ.σ. ούτε καν μια χλιαρή ή νερόβραστη ανακοίνωση δεν έβγαλαν).
Δεύτερη σκέψη. Μα αυτό είναι αφελές, ανόητο, ο πρωθυπουργός είναι αυτός που μίλαγε για «ανακατάληψη του κέντρου των πόλεών μας» από τους μετανάστες, η κυβέρνηση προωθεί τις φυλακές υψίστης ασφαλείας, η ΝΔ θεωρεί ότι σωφρονισμός=τιμωρία των «εγκληματιών» (ειδεχθείς όλους τους), σαρξ εκ της σαρκός της ΝΔ και του πρωθυπουργικού περιβάλλοντος είναι ο Μπαλτάκος και ο Φ. Κρανιδιώτης. Πώς να εκφράσουν όλοι δαύτοι τη λύπη τους; Πώς να πάρει θέση ο πρωθυπουργός;
Τρίτη σκέψη. Και όμως, θα όφειλε. Όχι από αντιρατσισμό, συμπόνια ή ανθρωπισμό – δυστυχώς αυτά τα έχουμε χάσει. Αλλά επειδή η δολοφονία του Καρέλι ήταν και δολοφονία του ευνομούμενου κράτους. Κι αυτό δεν πρέπει να παύουμε να το υπενθυμίζουμε (και στον πρωθυπουργό, αλλά κυρίως και στην κοινωνία) και να το διεκδικούμε.
γ) Γιατί για ένα τόσο τρομερό πράγμα ο κόσμος σιωπά; Το ερώτημα είναι και μεγάλο και καίριο. Ας ξεφύγουμε από την παρέα μας, τους φίλους, τους συντρόφους μας (όπου όλοι ξέρουν και αγανακτούν) κι ας κοιτάξουμε τη μεγάλη εικόνα: τα έντεκα εκατομμύρια. Πολλοί, λοιπόν, μπορεί να μην το ξέρουν καν (ναι, όσο κι αν μας φαίνεται περίεργο) και ακόμα περισσότεροι να μη θέλουν να το μάθουν. Υπάρχουν αυτοί που με κυνισμό θεωρούν ότι «αυτά συμβαίνουν» στη σκληρή καθημερινότητα της φυλακής, και άλλοι που χαίρονται για την εξόντωση του «αλβανού φονιά». Και άλλοι που το ακούνε ως ένα ανάμεσα στα χιλιάδες μίζερα, μαύρα, κακά, που διαπερνάνε την καθημερινότητά τους. Και άλλοι που το ξεχωρίζουν, αλλά δεν ξέρουν τι να κάνουν – και από αυτούς δεν βγάζω και τους εαυτούς μας, το ακούμε λιγάκι σαν ζαλισμένα κοτόπουλα ξεσπώντας την οργή μας στο ποτάμι του φέισμπουκ, γράφοντας μύδρους. Κι άλλοι που πιστεύουν ότι δεν γίνεται τίποτα.
Όλα αυτά, τα πολύ ετερογενή, συνθέτουν το μεγάλο ψηφιδωτό· όλες αυτές οι ψηφίδες, εντελώς διαφορετικές και αντίπαλες (ένας άβυσσος χωρίζει εκείνον που επιχαίρει από εκείνον που αισθάνεται ότι είναι ανήμπορος να δράσει) φτιάχνουν ωστόσο μια κοινή εικόνα: την απραξία. Πρέπει να σκεφτούμε πολύ πάνω σ’ αυτό, καθώς η κατανόησή του αποτελεί όρο για να κάνουμε αριστερή ριζοσπαστική πολιτική, να την καταλάβουμε για να την αλλάξουμε.
Θα συνεχίσουμε σε άλλο φύλλο, ίσως την κουβέντα. Θα πω μόνο, τελειώνοντας ότι ενώ πολύ λίγα μπορούμε να περιμένουμε από τους θεσμούς (και θα έλεγα ελάχιστα αν δεν κινηθούμε), την ίδια ακριβώς στιγμή δεν μπορούμε να τους απεμπολήσουμε. Μπορούμε και πρέπει να τους ασκούμε κριτική, στην κατεύθυνση της βελτίωσης, της εμβάθυνσης και της ριζοσπαστικής υπέρβασής τους, αλλά όχι να τους απεμπολούμε. Και οι θεσμοί μπορούν να απεμποληθούν με δύο τρόπους. Πρώτον, από τους ακροδεξιούς που θεωρούν ότι η δικαιοσύνη, η αστυνομία, το σωφρονιστικό σύστημα πρέπει να καταστέλλουν στυγνά, να δολοφονούν και να επιβραβεύουν τη βαρβαρότητα. Αυτούς δηλαδή που θέλουν δηλαδή να μετατρέψουν τους θεσμούς αποκλειστικά σε σιδερένιο ενεργούμενο του κράτους. Δεύτερον, από εμάς αν, απελπισμένοι –και όχι αδίκως, βέβαια– από το χάλι των θεσμών θεωρήσουμε ότι έχουν μετατραπεί μόνο σε σιδερένιο ενεργούμενο του κράτους και δεν έχει κανένα νόημα η διεκδίκηση αλλαγών σε αυτούς. Μια αντίληψη που οδηγεί είτε στην απραξία είτε στη λογική «φωτιά φουρνέλο και να καούν τα κάρβουνα».
ΥΓ. Η άσκηση κακουργηματικών διώξεων και οι προφυλακίσεις για τη δολοφονία Καρέλι είναι πολύ σημαντικές. Και γίνονται ακόμα πιο σημαντικές, γιατί αυτό που «κανονικά», in vitro, θα ήταν απολύτως δεδομένο, στοιχειώδες και ανάξιο λόγου, στις σημερινές συνθήκες δεν είναι καθόλου δεδομένο. Έτσι, αυτό που θα έπρεπε να είναι ο κανόνας (η λογοδοσία) γίνεται η εξαίρεση, μέσα στην κανονικότητα της κρατικής αυθαιρεσίας και ατιμωρησίας.
Tου Στρατή Μπουρνάζου για τα Ενθέματα
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου