γράφει η Ζέφη Δημαδάμα*
Επανερχόμαστε ξανά και ξανά στην
συζήτηση για τον μηχανισμό υποστήριξης των προσφύγων και την αποτελεσματική ή
μη αξιοποίηση των χρηματοδοτήσεων προς αυτούς. Πως διατίθενται, αν υπάρχει
επαρκής απορρόφησή τους, γιατί δεν καλύπτονται πολλές φορές ούτε οι βασικές
τους ανάγκες.
Η συζήτηση μας όμως πρέπει να
ξεκινήσει ένα βήμα πριν, βάζοντας ως κεντρικό ζήτημα το ζήτημα των παγκοσμίων
ανισοτήτων σε όλο το εύρος τους. Ανισότητες, οι οποίες εντοπίζονται μεταξύ του
αναπτυγμένου και αναπτυσσόμενου κόσμου και οι οποίες διευρύνονται δραματικά. Η
φτώχεια, οι πόλεμοι, η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έρχονται και
επανέρχονται στην ατζέντα μαζί με τα ζητήματα ασφάλειας, την τρομοκρατία και
τον εξτρεμισμό.
Αν στρέψουμε την προσοχή μας προς
την Ευρώπη θα πρέπει να παραδεχτούμε, είτε μας αρέσει είτε όχι, ότι το
κοινωνικό κράτος γενικότερα, παρουσιάζει σοβαρές αδυναμίες και διαφοροποιήσεις
από χώρα σε χώρα. Σε πολλές περιπτώσεις δεν υπάρχουν ούτε οι απαραίτητες παροχές προς τους πρόσφυγες απλώς
γιατί δεν υφίστανται, ούτε για τους ίδιους τους αυτόχθονες πολίτες κάθε
περιοχής.
Αν δούμε την περίπτωση της χώρας
μας, διαπιστώνεται εύκολα η σοβαρή έλλειψη σχεδιασμού στα βασικά ζητήματα που
σχετίζονται με τις προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές. Ακόμη και τώρα
παρουσιάζουμε την εικόνα μιας χώρας – γραφείο τουρισμού, ενδιάμεσο σταθμό, προς τους «καλούς προορισμούς» χωρίς ένα
συστηματικό σχέδιο ένταξης των ανθρώπων αυτών.
Μετά από τόσο καιρό, πρόσφυγες
και μετανάστες παραμένουν σε σκηνές, στο έλεος της κακοκαιρίας,
αντιμετωπίζοντας αρρώστιες, έλλειψη
ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, ακόμη και το θάνατο, των ιδίων ή των παιδιών
τους.
Για πολλοστή φορά υπογραμμίζεται
ότι το κόστος παραμονής τους παραμένει ιδιαίτερα υψηλό και δυστυχώς δεν αφορά
καθόλου στην ένταξη τους, ή στην πρόσβασή τους στην αγορά εργασίας, ή στην
ένταξη των προσφυγόπουλων στα σχολεία.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η
σίτισή τους. Η σίτιση μιας τετραμελούς οικογένειας προσφύγων σε καταυλισμό
απαιτεί περίπου 700ευρω το μήνα καθώς γίνεται με υπηρεσίες κέτερινγκ ενώ αντίστοιχα για μια τετραμελή
ελληνική οικογένεια το κόστος αγγίζει το μήνα περίπου 380 ευρώ (με βάση το
σύνολο καταναλωτικής μηνιαίας δαπάνης 2.080 ευρώ-ΕΛΣΤΑΤ).
Διαπιστώνεται λοιπόν η αδυναμία ορθολογικής διαχείρισης των
χρήματων για τους πρόσφυγες, η οποία σε συνδυασμό με την αδυναμία ή και την
ανυπαρξία του κοινωνικού κράτους δημιουργούν μια εκρηκτική κατάσταση.
Οι πρόσφυγες, όπως και οι Έλληνες
και οι Ελληνίδες επιθυμούν να μεταβούν σε συγκεκριμένες χώρες με οργανωμένη και εύρωστη οικονομία, με
κοινωνικές παροχές, με σχεδιασμό για την ένταξη τους στην αγορά εργασίας, την κατάρτισή
τους και την εκπαίδευση των παιδιών τους.
Η σοσιαλδημοκρατία απαιτείται να
είναι παρούσα σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο. Η δική μας σοσιαλδημοκρατική
πρόταση θα πρέπει να είναι μια ολιστική πρόταση. Μια πρόταση που θα
επενδύει στο ανθρώπινο δυναμικό, θα
αφορά στους πολίτες όλης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όχι των πολιτών του Βορρά ή
του Νότου αλλά και των προσφύγων οι οποίοι τελούν υπό διεθνή προστασία. Οι
μεγάλες ανισότητες, οι οποίες αδιαμφισβήτητα διαπιστώνονται, δημιουργούν
χάσματα μεταξύ των ευρωπαίων και δημιουργούν εμπόδια στην χάραξη και υλοποίηση
μιας κοινής κοινωνικής πολιτικής, η οποία είναι αναγκαία.
Είναι στα χέρια των προοδευτικών,
σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων να αναλάβουν πρωτοβουλίες και να συγκρουστούν όποτε
και όταν χρειάζεται με τις δυνάμεις της ακροδεξιάς, του λαϊκισμού και του
εθνολαϊκισμού.
Η
Ευρωπαϊκή Ένωση χρειάζεται σχέδιο
για την έξοδο από τις υφεσιακές πολιτικές, ένα ολοκληρωμένο σχέδιο υπέρβασης
της δικής της οικονομικής, πολιτικής και ηθικής κρίσης. Και το χρειάζεται εδώ και
τώρα, σε πείσμα των ακραίων δυνάμεων, του νέου αυταρχισμού και της
μισαλλοδοξίας που αναδεικνύονται σε όλη
την υφήλιο.
* Ζέφη Δημαδάμα, Περιφερειακή
Ανάπτυξη και Περιβάλλον, Phd, Αντιπρόεδρος Γυναικών ΕΣΚ
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου