Του Δημήτρη Νανούρη
Χτες έγινε το σώσε στη Βουλή. Σε
ρωμαϊκή αρένα τη μετέτρεψε η επιθεώρηση που σκηνοθετεί η πρωτοδεύτερη φορά
Αριστερά με μοιραίες δόσεις Ακροδεξιάς. Υπεράνω όλων η ευχαρίστηση του λαού. Το
πόπολο δεν αρκείται στον άρτο και τα τετριμμένα θεάματα. Αλίμονο. Ικανοποιείται
περισσότερο, όταν ξυπνούν τα ταπεινότερα ορμέμφυτά του. Ανεπανάληπτη ηδονή,
σχεδόν ζωώδης, να βλέπεις στον λάκκο των λεόντων τους άλλοτε ισχυρούς.
Πρωθυπουργούς, υπουργούς και λοιπούς αυτουργούς βορά στις οδοντοστοιχίες των
άγριων θηρίων.
Ακόμα και όσοι ψήφισαν Σαμαρά ή
Βενιζέλο και σταύρωσαν Αβραμόπουλο, Λοβέρδο, Λυκουρέντζο, Σαλμά και τον ντολμά
του Αδ-όνειδος φχαριστιούνται κατά βάθος να τους βλέπουν να σπαρταρούν στον
ιστό της μαρμάγκας. Διότι ο μέσος ψηφοφόρος είναι τσάμπα μάγκας. Επιλέγει εν
γνώσει του κάθε φορά τον χοίριστο και, μόλις διαψευστούν οι ιδιοτελείς
προσδοκίες του, τον στέλνει μετά χαράς στον αγύριστο. Ο ως άνω κανόνας δεν επιδέχεται
εξαιρέσεις. Υπακούει σε σατανική γραμματική – το υπογράφω. Οποία αγαλλίαση να
δροσίζεσαι στα καυτά δάκρυα των κατηγορουμένων, που εκβράζονται από την αίθουσα
της Βουλής και πλημμυρίζουν σύμπασα τη χώρα, ή να ιππεύεις τις διαπεραστικές
τσιρίδες ενίων εξ αυτών, σπάζοντας το φράγμα του ήχου πάνω στη ράχη δαιμονικού
Πηγάσου;
Προστατευόμενος μάρτυς, για να
ευθυμήσουμε κομμάτι, αφού απήγγειλε το προαιώνιο ποίημα στις δικαστικές αρχές
το ’ριξε κατόπιν στο τραγούδι. Διοχέτευσε μέσω του συνηγόρου του προς το
φιλοθέαμον κοινό κοτζάμ μανιφέστο στο οποίο περιγράφει το χλιδάτο πάρτι των
φαρμακευτικών με προνομιούχους προσκεκλημένους γιατρούς και πολιτικάντηδες,
παραφράζοντας γνωστό άσμα των Νίκου Δανίκα - Λάκη Λαζόπουλου, δίνοντάς του
μάλιστα τον εμπνευσμένο και οπωσούν ενοχικό τίτλο: «Γιατί έγινα
πληροφοριοδότης». Ας μου συγχωρήσει ελάχιστες ανεπαίσθητες παρεμβάσεις χάριν
της ρίμας και του μέτρου.
Ιδού: «Περνάγαμε ωραία/ με την
τρελή παρέα/ ταξίδια με γιατρούς, καθηγητές/ λαδώναμε τους πάντες/ μας άδειαζαν
τις τσάντες/ ρεπόρτερ, υπουργοί και βουλευτές.// Ουσίες, λεφτά και
οινοπνεύματα/ τις μίζες δεν χορταίνανε/ τσεπώναν και τα κέρματα.// Τα χρόνια τα
μοιραία/ τα φάγανε παρέα/ μυστικοσύμβουλοι, καθηγητές/ κι αφού ακόμα ζούμε,/
σαν μάρτυρες θα πούμε/ την πάσα αλήθεια στους ανακριτές».
Ας μου επιτρέψει να προσθέσω ένα
επιπλέον στιχάκι, άκρως απαραίτητο, καθώς τα χασαποσέρβικα συνεπαίρνουν τους
χορευτές και πρέπει να διαρκούν περισσότερο του συνήθους: «Οι εραστές της
πάρτης/ τα φράγκα της Νοβάρτις/ χλαπάκιασαν σε πλαίσιο θολό/ γράφανε τότε
χάπια/ κάνουν τώρα την πάπια/ κι αναφωνούμε “άι στο διάολο”». Να αγιάσει το
στόμα της Τασίας Χριστοδουλοπούλου κι ας σεμνύνεται αρνούμενη ότι διαολόστειλε
συνάδελφό της. Δεν το κατάλαβε τάχα. «Εγώ το είπα αυτό;» αναρωτήθηκε έκπληκτη.
«Δεν το άκουσα» συμπλήρωσε. Το άκουσε, όμως, όλη η Ελλάδα, που βρήκε την ατάκα
εξόχως επίκαιρη και την απευθύνει τούτες τις μέρες στους παροικούντες το
Κοινοβούλιο. Και στους τριακόσιους.
efsyn.gr
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου