Πέμπτη 13 Αυγούστου 2020

Του γκραφίτι ο θάνατος (σίγησε άραγε η φωνή της πόλης;)






Όταν οι τοίχοι δεν μιλούν πια…




Όταν γεννήθηκα, ήτανε να πεθάνω.
Αρρώστησα βαριά, πήρα ένα χρώμα κίτρινο, ύστερα πορτοκαλί, ύστερα μπορντό, στο τέλος σαν το χώμα μετά απ' τη βροχή. Ακούνητος σαν το ξύλο, μιλιά να μη βγάζω.

Ήρθε ο γιατρός, με ξέγραψε. "να παρακαλάτε να φύγει τώρα", είπε στη μάνα μου, "γιατί άμα ζήσει θα βασανίζεται κι αυτός, θα βασανίζεστε κι εσείς..."
Το σπίτι μαύρο, οι γονείς μου να κλαίνε, ο αδερφός μου τεσσάρων χρονών αμήχανος, μόνο της γιαγιάς μου το μυαλό δούλευε. Με κοίταζε και περίμενε.
Ώσπου μ' άκουσε μια στιγμή να κλαίω γοερά και γύρισε και είπε στους άλλους: "Το παιδί είναι ζωντανό, δώστε του να φάει".
Κι έφαγα και μπούκωσα και άρχισα σιγά σιγά να αποχρωματίζομαι και να ξασπρίζω. Κι ακόμη εδώ είμαι!

Η ανωτέρω είναι μια ωραία ιστοριούλα που ποστάρω και ξαναποστάρω κατά καιρούς στο φέηζμπο και συγκινείται ο κόσμος και γράφει «αχ, τι καλά που δεν ψόφησες» και άλλα τέτοια ένθερμα. Δεν είναι όμως αυτός ο λόγος που την δημοσιεύω εδώ, προς άγραν συμπαθείας δηλαδή, αλλά για να το φέρω με τρόπο το πράγμα σε ένα από τα αγαπημένα μου ζητήματα:

Στα γκραφίτι της Αθήνας!

Ή μάλλον στα γκραφίτι της Αθήνας και στο πως τον τελευταίο καιρό έχουν αρχίσει να λείπουν από τους τοίχους και γιατί η απουσία τους με κάνει ν’ ανησυχώ.

Μισό λεπτό και θα τα σπάσω όλα σε πενηνταράκια. Το πρώτο που θέλω να πω, ή μάλλον το πρώτο που θέλω να επαναλάβω, είναι πως τα γκραφίτι είναι η φωνή της πόλης. Το έχω γράψει αυτό εδώ και πολύ καιρό, το κατέχω το κοπυράιτ, άσε που το πήρανε ύστερα κάτι χιπστέρια και το πουλάνε για δική τους εφέυρεση!

Μην μακρηγορώ όμως. Ο ψίθυρος, η κραυγή, το μουρμουρητό, το ουρλιαχτό της πόλης είναι τα γκραφίτι της. Της κανονικής της πόλης Νινέτα μου, που έχει ντουβάρια και άσφαλτο, όχι του προαστίου με τους κήπους και τα χώματα. Άλλο το ένα, άλλο το άλλο. Και δεν υπερασπίζομαι το μπετό, μην σπεύσουν οι καλοθελητές να με βγάλουν τσάτσο των εργολάβων, δεν λέω αυτό πουλάκια μου. Λέω ότι κάθε μορφή του πολεοδομικού ιστού έχει δικό της τρόπο έκφρασης και ανάμεσα στους βασικούς τρόπους έκφρασης του ιστορικού κέντρου είναι και τα γκραφίτι.

Όπως καταλαβαίνετε λοιπόν, έφαγα μια γερή κρυάδα όταν μπούκαρα στον Δακτύλιο το περασμένο Σουκού για να βρω φρέσκα γκραφίτι και αντί να δω τριάντα, σαράντα, πενήντα, είδα δύο, τρία, τέσσερα. Όχι γιατί προλαβαίνει ο Δήμος και τα σβήνει (έχει δουλίτσα με τις ζαρντινιέρες, μην το λησμονούμε…) αλλά διότι δεν μπαίνει στον κόπο κάποιος να τα γράψει. Κι αυτό, κατά τη γνώμη μου πάντα, δεν δηλώνει ευταξία, δεν δηλώνει καθαριότητα, δεν δηλώνει αρμονία. Δηλώνει μούγκα! Και η μούγκα καλή είναι για τα κοιμητήρια, για την πόλη όμως δηλώνει αρρώστια βαριά, σαν εκείνη που κόντεψε να με στείλει στον τάφο…

Εγώ έσκουξα και γλύτωσα, δεν ξέρω αν θα σκούξουν και τα ντουβάρια με μια καινούρια φουρνιά γκραφίτι. Ναι, το γνωρίζω ότι ουκ ολίγα εξ αυτών δεν βλέπονται, ότι είναι για πέταμα, ότι είναι ασυναρτησίες. Αλλά τα υπόλοιπα, είναι η φωνή όλων μας, είναι ο πόνος όλων, είναι ο πλούτος όλων μας. Και αν λείψουν δεν θα αντικατασταθούν από τη λάμψη των αστέρων αλλά από το σιλάνς της κηδείας!       

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *