γράφει η Κυριακή Μπεϊόγλου
Σε τοπίο άλλου πλανήτη,
αιγαιοπελαγίτικου νησιού. Νησιού, έντονα -σε πρώτο πλάνο- στιγματισμένου από το
αποτύπωμα του κοσμικού. Εχω μπροστά μου τον αμπελώνα του Ασημομύτη. Στο μεγάλο
ξύλινο τραπέζι, ροζέ ντόπιας ποικιλίας. Οικολογικό. Της γης, θα ‘λεγα εγώ.
Απέναντι, λόφος πέτρινος. Της Ανω Μεράς.
Η άλλη πλευρά συνωστίζεται εν
μέσω κορονοϊού στα σοκάκια της χώρας. Αφοβα νιάτα. Απ’ όλο τον κόσμο. Αλλά εδώ
όλα αυτά μοιάζουν σαν να συμβαίνουν σε άλλο νησί. Εδώ, είναι σαν να έχει ανοίξει
μια εξωκοσμική πύλη. Η Μαρίκα, γαϊδουράκι με αίσθημα, πού και πού φωνάζει στον
άσπρο τράγο.
Τι να λένε άραγε μεταξύ τους.
Ενας νεαρός με πλατύγυρο καπέλο και κόκκινο μουσάκι, βγαλμένος από πίνακα του
Βαν Γκογκ, γυρνάει από τ’ αμπέλια και φέρνει καλάθια με σταφύλια και λαχανικά.
Τα αδειάζει στο διπλανό τραπέζι. Τα αποθησαυρίζει. Κι έπειτα, χρωματικά
ταιριασμένα, τα πάει στην πέτρινη κουζίνα για το μεσημεριανό.
«Πώς φτιάχνεται το λιαστό
κρασί;», ρωτάω τον οικοδεσπότη. «Τον Σεπτέμβρη πατάμε τα σταφύλια…», αρχίζει.
Και να που στο μελλοντικό πλάνο του επόμενου μήνα, ανοίγουν την πόρτα του
κτήματος γυναίκες, άντρες και παιδιά και μπαίνουν στον χορό των σταφυλιών.
Αρχέγονη πράξη από προελεύσεως ανθρώπου στον «ληνό». Στο πατητήρι.
«Αμπέλι μου, πλατύφυλλο και
καλοκλαδεμένο, δέσε σταφύλια κόκκινα, να μπω να σε τρυγήσω, να κάμω αθάνατο
κρασί, μοσκοβολιά γιομάτο. Μες στα κατώγια τα βαθιά σαν μόσχο να το κρύψω, να
το φυλάξω ολάκαιρες χρονιές, ακέριους μήνες, ώσπου να ‘ρθεί μιαν άνοιξη, να
ρθει ένα καλοκαίρι, να γύρει από τη μακρινή την ξενιτιά ο καλός μου. Να κατεβώ
μες στην αυλή, να πιάκω τ’ άλογό του, να τον φιλήσω αγκαλιαστά στα μάτια και
στο στόμα, να τον κεράσω, αμπέλι μου, τ’ αθάνατο κρασί σου, της ξενιτιάς τα
βάσανα να παν, να τα ξεχάσει...».
Μια κοπέλα με σγουρά μαλλιά
τραγουδά και δεν θες να ξυπνήσεις. Δίπλα ο Μπόρχες, «μονάχα ένας άνθρωπος
αισθάνθηκε στον ουρανίσκο του τη δροσεράδα του νερού, τη γεύση των καρπών και
της σάρκας. Μιλάω για τον έναν, τον μοναδικό, αυτόν τον πάντα μόνο».
Δίπλα κι ο Αλλος, ο πάντα μόνος,
«Εγώ είμαι η άμπελος, εσείς τα κλήματα· εκείνος που μένει ενωμένος μαζί μου,
και εγώ μαζί του, αυτός φέρνει τον καρπό».
Τα τηλέφωνα χτυπούν. Η μαγεία
χάνεται. Κι άλλα κρούσματα. Παίρνω τον δρόμο της επιστροφής. Με το γλυκό κρασί
στα χείλη είναι πάντα ευκολότερος.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου