Παρασκευή 7 Αυγούστου 2020

Ανάπτυξη από αυτούς που χρεοκόπησαν τη χώρα λεηλατώντας την;



 γράφει ο Άρις Καζάκος*

Όχι βέβαια, δεν μπορούμε να περιμένουμε ανάπτυξη από αυτούς που χρεοκόπησαν τη χώρα λεηλατώντας την ή τη λεηλάτησαν χρεοκοπώντας τη. Για να εξηγούμαστε, ακόμη και αυτοί μπορούν με τις πολιτικές τους να αυξήσουν τον πλούτο όχι της χώρας αλλά μιας ως επί το πλείστον κρατικοδίαιτης ελίτ. Ευτυχώς όμως η φενάκη του trickle down effect αφορά πλέον όλο και λιγότερους… Γιατί για να διαχυθεί ο παραγόμενος πλούτος στην κοινωνία χρειάζεται η λειτουργία μηχανισμών που πολεμά αυτή η κυβέρνηση.

Ο πρωτογενής μηχανισμός διανομής του παραγόμενου πλούτου με τη μορφή του μισθού, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, παραλύει ως αποτέλεσμα των νομοθετικών επιλογών της κυβέρνησης. Από την άλλη πλευρά ο μηχανισμός αναδιανομής του παραγόμενου πλούτου, ένα κοινωνικά δίκαιο φορολογικό σύστημα, ασφαλώς δεν είναι στις προθέσεις της κυβέρνησης. Το αντίθετο…

Γνωρίζουμε ότι η ρύθμιση της μισθωτής εργασίας, ιδίως ο μισθός, βρίσκεται στο κέντρο της πολιτικής οικονομίας και άρα κάθε οικονομικής πολιτικής. Οι μισθοί, οι συντάξεις και γενικά τα εισοδήματα της μεγάλης πλειονότητας του πληθυσμού που μπορούν πράγματι να επιτελούν τη βιοποριστική λειτουργία τους στηρίζουν αποτελεσματικά όχι μόνο τους υλικούς όρους αξιοπρεπούς διαβίωσης των ανθρώπων αλλά και την οικονομία της χώρας, που όπως οι περισσότερες χώρες αντλεί το 70% περίπου του ΑΕΠ της από την εσωτερική ζήτηση. Ο,τι χτυπά την εσωτερική ζήτηση χτυπά συγχρόνως στην καρδιά της τη λειτουργία μιας αγοράς που αποτελείται κατά περίπου 98% από μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες υπάρχουν ακριβώς χάρη στην εσωτερική ζήτηση. Οι μνημονιακές πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης διά της μείωσης των μισθών έχουν αφήσει πολύ εμφανή τραύματα στο σώμα της κοινωνίας για να μπορεί να αγνοήσει κανείς τις συνέπειές τους.

Επομένως η επίθεση της Νέας Δημοκρατίας εναντίον της εργασίας είναι κλειδί για την αξιολόγηση της συνολικής οικονομικής πολιτικής αυτής της κυβέρνησης. Δείγματα αυτής της επίθεσης έχουμε αρκετά στον πρώτο χρόνο διακυβέρνησης της χώρας από τη Νέα Δημοκρατία. Η κατάργηση του βάσιμου λόγου ως όρου νομιμότητας των απολύσεων και της συνευθύνης του επιχειρηματία έναντι του προσωπικού του εργολάβου, μέτρα της προηγούμενης κυβέρνησης που είχε ψηφίσει και η Νέα Δημοκρατία στη Βουλή (!), αποτελεί ένα τέτοιο δείγμα. Η δειλή, μικρή και ελλειμματική πολιτική στήριξης της εργασίας αλλά και των επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια της καραντίνας αποτελεί ένα ακόμη δείγμα. Ωστόσο το καίριο πλήγμα κατά της εργασίας δόθηκε με τον ν. 4635/2019 για τις συλλογικές συμβάσεις και τη διαιτησία. Ο νόμος αυτός εισάγει ένα καθεστώς εκτεταμένων εξαιρέσεων από το πεδίο εφαρμογής των συλλογικών συμβάσεων, ενώ συγχρόνως ακρωτηριάζει το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία, που είναι δικαίωμα συνταγματικής περιωπής σύμφωνα και με την απόφαση της oλομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας 2307/2014. Επειδή λοιπόν κατά την κυβερνητική ιδεοληψία οι συλλογικές συμβάσεις και η διαιτησία αποτελούν όχι όρους αλλά εμπόδια για την ανάπτυξη και γενικότερα την οικονομία, τα εμπόδια παραμερίζονται και οι ατομικές συμβάσεις εργασίας παλινορθώνονται εκ του αποτελέσματος, με τον ν. 4635/2019 και άμεσα με τον ν. 4643/2019 για τη ΔΕΗ. Οι ατομικές συμβάσεις εργασίας ανακτούν σημαίνοντα ρυθμιστικό ρόλο για όσους πρόκειται να προσληφθούν στο εξής από τη ΔΕΗ. Aυτοί δεν θα υπάγονται πλέον στις συλλογικές συμβάσεις της επιχείρησης.

Άραγε πού μπορεί να οδηγήσει η βία της ατομικής σύμβασης και του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, βία που αναδύεται ως συνέπεια των κυβερνητικών νομοθετικών μέτρων; Αναγκαζόμαστε να ξανασκεφτούμε τα θεμελιώδη. Μπορούν ποτέ να υπάρξουν ελευθερία και δίκαιο χωρίς ισότητα; Πόσο ξένος προς την ελληνική παιδεία (Αριστοτέλης, Θουκυδίδης) πρέπει να είναι ο πρωθυπουργός που θεωρεί την ανισότητα περίπου ως φυσική κατάσταση και τις συλλογικές συμβάσεις ιδεοληψία της Αριστεράς; Πόσο αφελής ή ενσωματωμένος στη λογική του αρπακτικού νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού πρέπει να είναι κανείς για να περιμένει ανάπτυξη από την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης που στραγγαλίζει την εργασία και συρρικνώνει τα εισοδήματα, έχοντας μάλιστα νωπή την εμπειρία από τη δήωση που υπέστη η χώρα από τα ομόρροπα μέτρα των μνημονίων; Και όλα αυτά σε συνθήκες οξυμμένης οικονομικής κρίσης λόγω της πανδημίας που επιδείνωσε η ιδεοληπτική άρνηση της κυβέρνησης να πάρει επαρκή μέτρα στήριξης της εργασίας και των επιχειρήσεων, μέτρα που μπορούσε να πάρει με βάση τα δημοσιονομικά δεδομένα της χώρας.

Τι σόι πολίτευμα είναι αυτό που διατηρώντας το πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας αφήνει την πραγματική εξουσία σε ένα ολιγαρχικό, κρατικοδίαιτο, συχνά διαπλεκόμενο μεγαλοεπιχειρείν; Τι σόι δημοκρατία είναι αυτή που πρέπει να προσαρμόζεται στις επιταγές της αγοράς σύμφωνα με το αξίωμα της Μέρκελ («marktkonforme Demokratie») και όχι το αντίστροφο, δηλαδή να οδηγείται από το συμφέρον των πολλών; Ποια κανάλια και ποιες πολιτικοοικονομικές ελίτ στηρίζουν τη νομιμοποίηση πολιτικών οικογενειών στη χώρα μας που αναπαράγουν την εξουσία τους δίκην φυλών της Αφρικής; Υπάρχει άραγε ίχνος συνάφειας της αγοράς με τη δημοκρατία σε χώρες όπως η Χιλή του Πινοσέτ και η σημερινή Κίνα; Και παραπέρα, ποια ανάκαμψη μπορεί να πετύχει και ποιον βαθμό κυριαρχίας μπορεί να διεκδικήσει μια χώρα όπως η δική μας, δεμένη με τις αλυσίδες ενός εφιαλτικού δημόσιου και ιδιωτικού χρέους που είναι αδύνατον να αποπληρωθεί;

Είναι βέβαιο ότι η ανάγκη είναι εκείνη που θα οδηγήσει τον δήμο των Ελλήνων να δώσει τις δικές του απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά.

* Ο Αρις Καζάκος είναι ομότιμος καθηγητής Εργατικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ     

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *