Ο Ν. Ανδρουλάκης δεν είπε τίποτα το περίεργο, το αντιθεσμικό ή το αλαζονικό, σε σχέση με τα προβλεπόμενα στο Σύνταγμα. Το πρόβλημα δεν είναι θεσμικό αλλά ωμότατα πολιτικό.
Εκλογές 2023: Ο Νίκος
Ανδρουλάκης, η πρότασή του για τον «πρωθυπουργό Χ» και οι ενστάσεις που
προκάλεσε.
Ησφοδρότητα των επιθέσεων
εναντίον του Νίκου Ανδρουλάκη, με αφορμή τις θέσεις του για μια ενδεχόμενη
μετεκλογική κυβερνητική συνεργασία, πραγματικά ξαφνιάζει και δείχνει και την
ποιότητα του δημοσίου διαλόγου. Τόσο στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο, όσο και
στα κοινωνικά δίκτυα, ξέσπασε ένας ορυμαγδός απόψεων και σχολίων κατά των
θέσεων αυτών του Ανδρουλάκη, αλλά και χυδαίων εξυβριστικών χαρακτηρισμών για
τον ίδιο προσωπικά. Διάφοροι δε, κυβερνητικοί κυρίως αλλά και από τον χώρο του
ΣΥΡΙΖΑ, επιχειρούν να εμφανίσουν τη θέση του Ανδρουλάκη ως δυσερμήνευτη και
ακατάληπτη και ως θεσμικά απαράδεκτη και αντισυνταγματική. Τι είναι όμως αυτό
το τόσο φοβερό που διατύπωσε ο Ανδρουλάκης; Δήλωσε ότι, όταν λάβει τη
διερευνητική εντολή, ως αρχηγός του τρίτου κόμματος, θα προτείνει τη συγκρότηση
κυβέρνησης συνεργασίας με δύο προϋποθέσεις: την επίτευξη μιας προγραμματικής
σύγκλισης και την μη ανάληψη της πρωθυπουργίας από τους αρχηγούς των δύο
κομμάτων, τα οποία θα είναι αντίστοιχα οι πιθανοί του εταίροι σε αυτή τη
συνεργασία. Η θέση του κ. Ανδρουλάκη είναι διαυγής, λιτή και απόλυτα κατανοητή.
Δεν λέει, ούτε υποδηλώνει, ότι θα υποδείξει αυτός ποιος θα είναι ο
πρωθυπουργός. Το πρόσωπο του πρωθυπουργού θα είναι αποτέλεσμα των συζητήσεων
και θα εκφράζει τις συγκλίσεις που θα ενδεχομένως θα προκύψουν. Οι πρωθυπουργοί
των κυβερνήσεων συνεργασίας έτσι ορίζονται, όπως δείχνει η ευρωπαϊκή εμπειρία.
Όχι με την a priori επιβολή του αρχηγού του κοινοβουλευτικά μεγαλύτερου
κόμματος ως πρωθυπουργού στο συμμαχικό κυβερνητικό σχήμα, στο οποίο το
μικρότερο που συμμετέχει λογίζεται κυριολεκτικά ως συμπλήρωμα και ως
υποστύλωμα.
Οι περισσότερες ενστάσεις βέβαια
στάθηκαν στην αρνητική προϋπόθεση της μη ανάληψης της πρωθυπουργίας από τον
Κυριάκο Μητσοτάκη και τον Αλέξη Τσίπρα, που έθεσε ο Ανδρουλάκης. Η θέση αυτή
όμως δεν είναι αντισυνταγματική και φυσικά δεν οδηγεί σε θεσμική εκτροπή.
Άλλωστε, σύμφωνα με το σχετικό άρθρο του συντάγματος (37 & 2), πρωθυπουργός
διορίζεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας μόνο ο αρχηγός του κόμματος που
διαθέτει στη Βουλή την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών. Αν κανένα κόμμα δεν
διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία, όπως προεξοφλείται στις επερχόμενες εκλογές,
τότε o Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρέχει στον αρχηγό τoυ κόμματος πoυ διαθέτει
τη σχετική πλειoψηφία διερευνητική εντoλή για να διακριβωθεί η δυνατότητα
σχηματισμoύ Kυβέρνησης πoυ να απoλαμβάνει την εμπιστoσύνη της Βoυλής. Aν δεν
διαπιστωθεί αυτή η δυνατότητα, o Πρόεδρoς της Δημoκρατίας παρέχει διερευνητική
εντoλή στoν αρχηγό τoυ δεύτερoυ σε κoινoβoυλευτική δύναμη κόμματoς και εάν δεν
τελεσφoρήσει και αυτή, o Πρόεδρoς της Δημoκρατίας δίνει διερευνητική εντoλή
στoν αρχηγό τoυ τρίτoυ σε κoινoβoυλευτική δύναμη κόμματoς. Από το σχετικό άρθρο
του συντάγματος προκύπτει ότι, εάν στις εκλογές δεν κατορθώσει ένα κόμμα να
κερδίσει την απόλυτη πλειοψηφία των βουλευτικών εδρών και εάν καταστεί δυνατός
ο σχηματισμός κυβέρνησης κατά την διαδικασία των διερευνητικών εντολών, η
κυβέρνηση αυτή πρέπει να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας της
Βουλής. Από καμιά συνταγματική διάταξη δεν προκύπτει ότι πρωθυπουργός σε μια
κυβέρνηση συνεργασίας θα είναι ο αρχηγός του μεγαλύτερου κόμματος που μετέχει
σε αυτήν. Πρωθυπουργός σε μια τέτοια κυβέρνηση είναι όποιος απολαμβάνει μαζί
της, ως επικεφαλής της, την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας της Βουλής. Άρα λοιπόν
ο Ανδρουλάκης δεν είπε τίποτα το περίεργο, το αντιθεσμικό ή και πολύ
περισσότερο το αλαζονικό, σε σχέση με τα προβλεπόμενα στο Σύνταγμα. Μια
περιήγηση δε σε πλείστες όσες χώρες της Ευρώπης θα διαπίστωνε ότι και τώρα
αρκετοί πρωθυπουργοί κυβερνήσεων συνεργασίας δεν είναι αρχηγοί των μεγαλύτερων
κομμάτων που μετέχουν σε αυτές.
Άρα λοιπόν το πρόβλημα δεν είναι
θεσμικό αλλά ωμότατα πολιτικό. Τα δύο μεγαλύτερα κόμματα, η Νέα Δημοκρατία και
ο ΣΥΡΙΖΑ, επειδή, λόγω της νέας συγκυρίας μετά την τραγωδία των Τεμπών, εξ
ανάγκης προσβλέπουν και σε ενδεχόμενες κυβερνήσεις συνεργασίας, επιδιώκουν να
διατηρήσουν την πολιτική τους κυριαρχία στο ανώτατο επίπεδο. Και βέβαια είναι η
ανάληψη της πρωθυπουργίας από τους αρχηγούς τους που εξασφαλίζει αυτήν την πολιτική
κυριαρχία. Διότι ο πρωθυπουργός στο υπάρχον πρωθυπουργικοκεντρικό κυβερνητικό
σύστημα είναι ο ισχυρότερος πόλος εξουσίας και αυτός που καθορίζει τους όρους
και τους τρόπους της ασκούμενης πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής
διαχείρισης. Επιπλέον, η όποια επιτυχία εισπράττεται άμεσα από τον πρωθυπουργό
και το κόμμα του ενώ η κυβερνητική αποτυχία και η συνακόλουθη φθορά διαχέεται
και στον μικρότερο εταίρο. Ορθότατα ο Ανδρουλάκης, με την προϋπόθεση της μη
ανάληψης της πρωθυπουργίας από τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τον Αλέξη Τσίπρα που
θέτει για να συμμετέχει σε κυβέρνηση συνεργασίας, αποτρέπει την απομείωση του
κομματικού και προσωπικού του πολιτικού κεφαλαίου και αναβαθμίζει το
ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ σε διακριτό πόλο του κοινοβουλευτικού συστήματος.
Βέβαια πολλοί και διάφοροι τον εγκαλούν ότι με τις θέσεις αυτές συμβάλει στην πολιτική αστάθεια της χώρας ή στη μη προάσπιση των λαϊκών συμφερόντων. Περιέργως όμως η ίδια κατηγορία δεν απευθύνεται στους κ. Μητσοτάκη και κ. Τσίπρα. Από αυτούς δεν υπάρχει η απαίτηση να σκέφτονται το συμφέρον της χώρας και να υποχωρούν κατά τι από τις θέσεις και τα προνόμιά τους;
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου