Του Νίκου Σαραντάκου
Δεν ξέρω αν αιφνιδίασε η κίνηση της κυβέρνησης, που ανακοινώθηκε μάλιστα όχι από τον πρωθυπουργό αλλά από τον αντιπρόεδρό της, να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή, μια διαδικασία που θα αρχίσει τις αμέσως επόμενες μέρες, ούτε ξέρω αν θα αποφέρει τα προσδοκώμενα, πάντως το απτό αποτέλεσμα που πέτυχε προς το παρόν ήταν να φέρει στην επικαιρότητα τη λέξη «εμπιστοσύνη» που θα είναι το αντικείμενο του σημερινού μας σημειώματος.
Η λέξη εμπιστοσύνη δεν είναι αρχαία, πλάστηκε στα μεσαιωνικά χρόνια, όπως άλλωστε και η λέξη «έμπιστος». Στα αρχαία υπήρχε το ρήμα «εμπιστεύω» (που σήμαινε «αναθέτω κάτι σε έμπιστο πρόσωπο»), και που ο μέσος τύπος του, «εμπιστεύομαι», στα ελληνιστικά χρόνια χρησιμοποιήθηκε ως αποθετικό, με ενεργητική δηλαδή σημασία, «δείχνω εμπιστοσύνη».
Πηγαίνοντας προς την αρχή της ετυμολογικής αλυσίδας φτάνουμε στη λ. πίστη, πίστις στα αρχαία, η οποία παράγεται από το ρήμα πείθω (αρχαιότερος ήταν ο μέσος τύπος: πείθομαι), θέμα πιθ- με συριστικοποίηση του θ πριν από το τ (πιθ-τις), που ανάγεται στην ινδοευρωπαϊκή ρίζα *bheidh- απ’ όπου και το λατινικό fides (πίστη και εμπιστοσύνη, εξού και το bona fide – με καλή πίστη, αλλά τελικά και το χάι φάι της υψηλής πιστότητας) ή το αλβανικό be (όρκος, εξού και η δική μας μπέσα -περισσότερα έχουμε γράψει σε παλιό άρθρο).
Η πίστη δεν είχε στην αρχή θρησκευτικό χαρακτήρα, αφού είναι το αίσθημα βεβαιότητας κάποιου που έχει πειστεί. Μια από τις σημασίες της λέξης ήταν ακριβώς και η «εμπιστοσύνη» και αυτή τη σημασία έχει η λέξη στην αρχαιότερή της εμφάνιση, στα Έργα και ημέρες του Ησίοδου: «πίστεις .. ομώς και απιστίαι ώλεσαν άνδρας» (τόσο η εμπιστοσύνη όσο και η δυσπιστία μπορούν να καταστρέψουν κάποιον) ενώ αργότερα η λ. πήρε επίσης τη σημασία της εγγύησης, της επιβεβαίωσης και παράλληλα ανέπτυξε τη σημασία της εμπιστοσύνης προς ένα θεό, η οποία και έγινε κυρίαρχη με τον χριστιανισμό.
(Μια παρένθεση που θα μπορούσαμε να κάνουμε: Έχει πληθυντικό η πίστη; Θα λέγαμε όχι, αλλά τον έχω συναντήσει μερικές φορές, “οι πίστεις” αν και συνήθως χρησιμοποιείται αντί του “οι πεποιθήσεις”).
Πλάι στην πίστη και ο πιστός, που αρχικά δεν σήμαινε τον οπαδό κάποιας θρησκείας, αλλά είχε τη διπλή σημασία εκείνου που είναι άξιος εμπιστοσύνης, αξιόπιστος, και εκείνου που δείχνει εμπιστοσύνη, ενώ «τα πιστά» ήταν ο όρκος.
Από την ίδια ρίζα προέρχονται πολλές σημαντικές λέξεις που διατηρήθηκαν και στα νέα ελληνικά, όπως το ρήμα πιστεύω, η πίστωση (με την οικονομική σημασία να είναι δάνειο από τα γαλλικά), τα διαπιστευτήρια, η πεποίθηση, η πειθαρχία, το πείσμα, αλλά και ο πιθανός, που η αρχική του σημασία στα αρχαία ήταν «πειστικός», αλλά και ο πιστικός ή μπιστικός, που αρχικά σήμαινε τον έμπιστο άνθρωπο και τελικά κατέληξε να σημαίνει τον μισθωτό τσομπάνο.
Η μεσαιωνική εμπιστοσύνη πήρε σταδιακά τη σημερινή σημασία, συχνά με τη μορφή μπιστοσύνη, αφού ήταν λαϊκή λέξη, από την Ερωφίλη (το λογισμό μου να τση πω με πλήσια μπιστοσύνη) και τον Μακρυγιάννη ίσαμε τον Στράτο Παγιουμτζή που στις «Μηχανές» (Ψευτοφιλία είναι ο κανονικός τίτλος) συνιστά «Μην έχεις μπιστοσύνη ούτε και σ’ αδερφό».
Κατά πάσα πιθανότητα ο όρος «ψήφος εμπιστοσύνης» είναι δάνειο από την κοινοβουλευτική ορολογία άλλων χωρών, π.χ. vote de confiance στα γαλλικά, όπου confiance είναι το γαλλικό αντίστοιχο της εμπιστοσύνης, μετεξέλιξη του λατινικού confidentia, από το ρήμα confidere, ενώ το αγγλικό confidence σημαίνει τόσο την εμπιστοσύνη όσο και την εκμυστήρευση (στα σημερινά γαλλικά υπάρχει διάκριση: confiance η εμπιστοσύνη, confidence η εκμυστήρευση).
Βέβαια οι Άγγλοι έχουν και μιαν ακόμα λέξη για την εμπιστοσύνη, trust, που έχει πάρει ποικίλες σημασίες στην οικονομική ορολογία, και με μία από αυτές έχει έρθει και στα ελληνικά, ως τραστ, με τη σημασία της μεγάλης επιχείρησης που έχει προέλθει από τη συγχώνευση άλλων μικρότερων, με σκοπό τη δημιουργία μονοπωλίου σε ένα κλάδο –και έχει οδηγήσει τις αρχές στο να θεσπίζουν νόμους αντιτράστ, συνήθως ατελέσφορους. Τραστ του Γέλιου είχε ονομαστεί κι ένα παλιό ευθυμογραφικό περιοδικό θέλοντας να δείξει ότι είναι συνεταιρισμός πολλών ευθυμογράφων και γελοιογράφων που κυριαρχεί στο χώρο.
Με βάση το άρθρο 84 του Συντάγματος, η κυβέρνηση οφείλει να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής, την οποία υποχρεούται να ζητήσει μόνο μετά την ορκωμοσία κάθε νέου πρωθυπουργού, ενώ μπορεί να τη ζητεί και οποτεδήποτε άλλοτε. Ζητώντας αυτόβουλα ψήφο εμπιστοσύνης η κυβέρνηση θέλει να αποδείξει ότι απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής, αλλά στην πραγματικότητα δείχνει ότι δεν έχει εμπιστοσύνη στους βουλευτές που συγκροτούν την κυβερνητική πλειοψηφία της και επιχειρεί να τους συσπειρώσει –οπότε θα ήταν ακριβέστερο να μιλάμε για ψήφο μη εμπιστοσύνης, ενώ είναι επίσης σαφές ότι ακόμα κι αν, όπως όλα δείχνουν, επιβεβαιώσει ότι διαθέτει την εμπιστοσύνη αυτής της απονομιμοποιημένης και αναντίστοιχης με το λαϊκό αίσθημα Βουλής, η κυβέρνηση ολοφάνερα δεν έχει την εμπιστοσύνη του λαού. Αλλά και η αξιωματική αντιπολίτευση πρέπει να φανεί άξια της εμπιστοσύνης που της έδειξε και θα της δείξει ο λαός. Γιατί η εμπιστοσύνη κερδίζεται με κόπο, αλλά χάνεται εύκολα.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου