Του Άρη Δαβαράκη
Κυριακή βράδυ στην Πέτρα (της Λέσβου), μετά από μια πραγματικά πολύ γεμάτη και ευχάριστη μέρα με την παρέα πολύ αγαπημένων φίλων, χαρούμενος και θετικά φορτισμένος, μακριά από τις εντάσεις της πρωτεύουσας, πιάνω τον εαυτό μου να σκέφτεται ακόμα το περασμένο Σαββατοκύριακο στη Βολισσό της Χίου, στο χωράφι του Γιάννη Μακριδάκη. Η φύση σού επιβάλλει τους ρυθμούς της έτσι κι’ αλλιώς. Όμως η φύση αυτό το Σαββατοκύριακο έχει ξαναπάρει τη γνωστή θέση του «σκηνικού» μέσα στο οποίο ζω τις στιγμές μου, δεν έχω μαζί της την άμεση επαφή που είχα στο «μούρκι» του Μακριδάκη. Πριν λίγες ώρες ήμουν στην Εφταλού, μπροστά στη θάλασσα αυτή που λατρεύω από την εφηβεία μου, πλάϊ στον Μόλυβο. Έφαγα φρέσκο μπαρμπουνάκι αλλά δεν μπορούσα να το συνδέσω με την θάλασσα που είχα μπροστά μου. Δεν ξέρω ούτε πού ψαρεύτηκαν τα μπαρμπουνάκια μου, ούτε από πού αγοράστηκαν, ούτε πόσες μέρες πέρασαν από τη στιγμή που μπλέχτηκαν στα δίχτυα, μέχρι την ώρα που, πολύ νόστιμα τηγανισμένα ομολογώ, προσγειώθηκαν στο στομάχι μου για να τα χωνέψω. Και για πρώτη φορά σκέφτηκα ότι το φυσικό θα ήταν αυτό που τρώω να έχει κάποια σχέση με αυτό που βλέπω γύρω μου. Όμως, προφανώς, δεν είχε. Η ευγενέστατη Γερμανίδα κυρία που μας περιποιήθηκε και έχει (με τον Έλληνα σύζυγό της) αυτή την ταβέρνα, δεν μπορούσε να ξέρει πού και πότε ψαρεύτηκαν τα μπαρμπουνάκια που της έφερε ο προμηθευτής της. Φαντάζομαι πως δεν την αφορά κιόλας καθόλου, όπως δεν αφορούσε και εμένα επί 60 χρόνια. Και η νοστιμότατη σαλάτα της όπως και τα μαγειρευτά της φαγητά με την σάλτσα από ντομάτα, δεν είχανε καμία απολύτως σχέση με το μαγευτικό γύρω τοπίο. Αυτό έλειπε – να έχει και μποστάνι στην πίσω αυλή της ταβέρνας και να περιμένει ν’ ανθίσουν τα κολοκυθάκια της για να φτιάξει την λατρεμένη σπεσιαλιτέ του νησιού που είναι οι γεμιστοί κολοκυθοκορφάδες, οι πεντανόστιμοι. Τρελαθήκαμε εντελώς;
Δεν είναι εύκολο να σας εξηγήσω τι εννοώ, χωρίς να αναφερθώ και πάλι στο προηγούμενο Σαββατοκύριακο. Γιατί το προηγούμενο Σαββατοκύριακο, για πρώτη φορά στη ζωή μου, για δυό μέρες έφαγα και χόρτασα με τροφή που μόλις πριν λίγα λεπτά αποσπάστηκε από τις ρίζες της και χωρίς να υποστεί καμιά «επιθετική» μεταχείριση –τηγάνισμα σε καυτό λάδι πχ – με τη μορφή μιας χορταστικής χρωματιστής και νόστιμης σαλάτας, μπήκε στο σώμα μου και το έθρεψε, χορταίνοντάς το, χωρίς να το ταλαιπωρήσει και να το κουράσει στη διαδικασία της χώνεψης. Από την πρώτη στιγμή συνειδητοποίησα ότι αυτή η, ας την πούμε «εμπειρία», επρόκειτο να ανοίξει μέσα μου ένα άλλο μονοπάτι που δεν περπατιέται εύκολα αν δεν αρχίσει κανείς να σκέφτεται αλλιώς. Έχουμε συνηθίσει να μην αναρωτιόμαστε τι είναι αυτό που τρώμε, τι μεταλλάξεις έχει υποστεί, πόσες μέρες ή μήνες πέρασαν από την ώρα που αποσπάστηκε από το φυσικό του περιβάλλον, την θέση του μέσα στο σοφό οικοσύστημα, μέχρι την ώρα που εμείς (οι «καταναλωτές») το «καταναλώνουμε». Βλέπουμε μιαν ετικέτα που λέει «Εκλεκτό ελαιόλαδο Κρήτης» και, θέλουμε-δεν θέλουμε την εμπιστευόμαστε. Για να μην σας πω ότι εγώ προσωπικά μέχρι την καταλυτική γνωριμία μου με τον λογοτέχνη Μακριδάκη, ήμουν ενθουσιασμένος με τις «υγιεινές σαλάτες» που αγοράζω από το σούπερ-μάρκετ μέσα στα πλαστικά κουτάκια τους και έχουν μέσα διάφορα σαλατικά (μέχρι και δυό μικρές ντοματούλες για χρώμα), συν ψιλοκομμένο κοτόπουλο, κρουτονάκια, τυρί τριμμένο και ντρέσιγκ άσπρο για την «σαλάτα του Καίσαρα», ή ψιλοκομμένο ζαμπονάκι, τυρί τριμμένο και ροζ ντρέσιγκ για την «σαλάτα του Σεφ».
Σήμερα για πρώτη φορά στη ζωή μου αντιμετώπισα αυτό το καινούργιο ζήτημα που, θέλοντας και μη, μπήκε στη ζωή μου το περασμένο Σαββατοκύριακο. Δεν μου αρέσει καθόλου ένας άνθρωπος που εκτιμώ ιδιαίτερα να με βλέπει σαν «καταναλωτή» αλλά για να το αλλάξω αυτό θέλει δουλειά πολλή. Για έναν άνθρωπο της πόλης είναι μαρτύριο να αναρωτιέται τι περιέχει το κάθε σάντουϊτς που παραγγέλνει με τον καφέ του για να κόψει την πείνα του και να συνεχίσει αυτόν τον (άγονο δυστυχώς) «αγώνα της επιβίωσης» πάνω στην μαύρη άσφαλτο όπου δεν φυτρώνει τίποτα. Για εμάς που, σε εποχή κρίσης μάλιστα, είναι πολυτέλεια μεγάλη να πάμε «για ψαράκι στην Καισαριανή», είναι λίγο (μέχρι πάρα πολύ) «αγωνιστικό σπορ» να αναρωτηθούμε πώς βρέθηκε το πεντανόστιμο καλαμαράκι και η γαριδόψυχα στην Καισαριανή. Κατά βάθος ξέρουμε ότι μάλλον έχει ταξιδέψει από τις πολύ βόρειες θάλασσες παγωμένο για πολλές εβδομάδες – κουνάμε όμως το κεφάλι μας με μεγάλο θαυμασμό όταν μας λέει ο σερβιτόρος ή ο φίλος μας πως «μυρίζει θάλασσα» και είναι «φρεσκότατο».
Πλησιάζω τις 800 λέξεις και δεν έχω κάν περάσει στην κυρίως εισαγωγή. Αυτές οι πολύ μεγάλες αλλαγές που συντελούνται μέσα στους ανθρώπους ξαφνικά, θέλουν και χρόνο και υπομονή και επίμονη καθαρή σκέψη για να μπορέσουνε να γίνουν κάποια στιγμή πραγματικά επωφελείς και γόνιμες. Δεν ωφελεί να τα ζορίζουμε τα πράγματα. Είναι όμως πολύ χρήσιμο που αρχίζουμε σιγά-σιγά να τα σκεφτόμαστε. Η κάθε μας σκέψη πάνω σ’ αυτά τα ζητήματα είναι ένα μικρό βήμα μπρός προς την ουσιαστική επανάστασή μας που θα συντελεστεί όταν ωριμάσουν οι συνθήκες μέσα στην πλειοψηφία των αληθινών ανθρώπων που θέλουνε να είναι στην πράξη ένας κρίκος αυτού του συγκλονιστικά φτιαγμένου οικοσυστήματος – και όχι «καταναλωτές» προϊόντων και τροφών που παράγονται μέσα σε ένα απίστευτα φαύλο κύκλο που περιλαμβάνει όλη την «πολιτισμένη» ανθρωπότητα.
Και μιλάμε γι’ αυτούς που έχουν κάτι, έστω και φριχτής ποιότητας, να φάνε.
Γιατί υπάρχουν και ένα-δύο δισεκατομμύρια άνθρωποι που λιμοκτονούν ή τρώνε κυριολεκτικά τα σκουπίδια του «πολιτισμένου κόσμου» - ανακυκλωμένα.
Γι’ αυτό το μονοπάτι στο οποίο τόλμησα και εγώ να κάνω το πρώτο βήμα την περασμένη εβδομάδα, έχει πολύ κόπο και θέλει πολύ χρόνο (αρκετές γενιές) για να περπατηθεί.
Πρέπει όμως να γίνει η αρχή – και είναι ευοίωνο ότι είναι ήδη πολλοί αυτοί που παίρνουν μέρος στην τιτάνια αυτή προσπάθεια, την πραγματική επανάσταση –που είναι η ανάκτηση από τον άνθρωπο της μέγιστης τιμής που υπάρχει στη φύση και στο σύμπαν, να αποτελεί δηλαδή ζωντανό και συνειδητό κρίκο του οικοσυστήματος που τον γεννά, τον συντηρεί και τον περιλαμβάνει.
Και δεν πρόκειται βέβαια μόνο για το διατροφικό κομμάτι αυτής της διαδικασίας αναβάθμισης του ανθρωπίνου είδους. Το ζήτημα είναι και βαθύτατα πνευματικό, υπαρξιακό, ζήτημα «ζωής ή θανάτου» δηλαδή.
Δεν γίνεται όμως αλλιώς: Με όσες δυνάμεις έχουμε πρέπει να συστρατευτούμε, όσο το δυνατόν περισσότεροι, με εκείνους που ήδη έχουν ξεκινήσει την μεγάλη αυτή, εσωτερική επανάσταση.
Είναι να μην μπεις στο ποτάμι, να μην κάνεις το πρώτο βήμα στο μονοπάτι.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου