Δεν ξέρω ποιανού άλλου λαού η ανεξαρτησία εξακολουθεί, δύο αιώνες σχεδόν αφότου επιτεύχθηκε, να προκαλεί τόσες εντάσεις όποτε κάποιος αμφισβητήσει τον «εθνικό μύθο» που είθισται να τη συνοδεύει. Γιατί, άραγε;
Δεν ξέρω ποιανού άλλου λαού η ανεξαρτησία εξακολουθεί, δύο αιώνες σχεδόν αφότου επιτεύχθηκε, να προκαλεί τόσες εντάσεις όποτε κάποιος αμφισβητήσει τον «εθνικό μύθο» που είθισται να τη συνοδεύει. Και που, στην περίπτωσή μας, είναι από τους πιο «φουσκωμένους» καθώς η δημιουργία ενός καινούργιου έθνους-κράτους, ανύπαρκτου ως τότε με την σύγχρονη έννοια, έπρεπε να συνδυαστεί με την ανάδειξή του ως αδιαμφισβήτητου κληρονόμου και θεματοφύλακα της ένδοξης ελληνικής αρχαιότητας αφενός, της Ορθόδοξης πίστης αφετέρου.
Από τις ήδη προπολεμικές διενέξεις για το αν η επανάσταση ήταν κατά βάση θρησκευτική, εθνική ή ταξική, όπως την ερμήνευαν μαρξιστές ιστορικοί όπως ο Γιάννης Κορδάτος ως την πρώτη σοβαρή αμφισβήτηση της ύπαρξης του «Κρυφού Σχολειού» το ‘57 από τον Λίνο Πολίτη κι από την απομυθοποιητική για μια σειρά γεγονότα - που μέχρι τότε δεν ήταν ευρέως γνωστά και πάντως δεν είχαν ποτέ εκτεθεί τόσο «επίσημα» στο ευρύ κοινό - παραγωγή του Σκάι «1821» και τον σάλο που ξέσπασε όταν η Μαρία Ρεπούση έβγαλε άκυρο το «ρέιβ» του Ζαλόγγου, θέματα που σε άλλες χώρες θα απασχολούσαν έναν στενό κύκλο ακαδημαϊκών και φοιτητών ιστορίας, άντε και μερικούς «ψωνισμένους», εδώ γιγαντώνονται αυτοστιγμεί με δημόσιες ύβρεις, αντεγκλήσεις και καταγγελίες συν τον απαραίτητο «πόλεμο» στα κοινωνικά δίκτυα.
Κατανοητά εν μέρει όλα αυτά, τουλάχιστον για τις παλιότερες γενιές οπότε οι αδήριτες αναγκαιότητες της «εθνικής παιδείας» μας βασίζονταν σε θέσφατα που καθιστούσαν απαγορευτικό κάθε σχετικό διάλογο. Όταν έχεις απαγγείλει Παλαμά και παρελάσει ντυμένος τσολιάς στις σχολικές γιορτές, όταν έχει παίξει σε σκετς τους Σουλιώτες (αγνοώντας πλήρως φυσικά την αρβανίτικη καταγωγή τους), όταν μερικές από τις πρώτες σου ασπρόμαυρες τηλεοπτικές μνήμες είναι ο «Παπαφλέσσας» και η «Μαντώ Μαυρογένους», όταν έχεις γαλουχηθεί με τον μύθο ενός μικρού πλην ηρωικού έθνους που πάλεψε ενωμένο και κέρδισε μόνο του (με «δωδέκατο παίκτη» φυσικά τον Ύψιστο που, όπως διέδιδε κι ο Κολοκοτρώνης, είχε υπογράψει... ιδιοχείρως την ελευθερία της Ελλάδας) μια «πανίσχυρη» – παρότι ήδη υπό διάλυση - αυτοκρατορία, νιώθεις μια σχεδόν ενστικτώδη ενόχληση όταν σου θίγουν τέτοιες «θεμελιώδεις» βεβαιότητες, ακόμα κι αν έχεις υποψιαστεί ότι δεν στα λέγανε όλα σωστά στο σχολείο.
Η ελληνική επανάσταση είχε, αναμφίβολα, κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Δεν την καλοβλέπουν οι Μικρασιάτες Έλληνες, οι Φαναριώτες, ούτε βέβαια το Πατριαρχείο. Δεν ξεκινά στις 25 Μαρτίου στα Καλάβρυτα, όπως ορίστηκε σκόπιμα ώστε να συμπέσει με τη θρησκευτική γιορτή του Ευαγγελισμού, μήτε ξεσπά κάπου στον «εθνικό κορμό» αλλά εκατοντάδες χιλιόμετρα βορειότερα, στη Μολδοβλαχία. Δεν είναι καν πόλεμος κανονικός όπως αυτός που διεξήγαγαν τα ευρωπαϊκά έθνη την ίδια εποχή αλλά, στο μεγαλύτερο διάστημά του, ο πρώτος σύγχρονος ανταρτοπόλεμος - που παραλίγο κιόλα να χαθεί όχι από αδυναμία ή ανικανότητα μα από τους εμφύλιους, τη φαγωμάρα και τη διχόνοια. Από την άλλη, υπήρξε η πρώτη επιτυχημένη εθνική εξέγερση με φιλελεύθερο χαρακτήρα - όσο το επέτρεπαν οι παπάδες, δηλαδή -, που μάλιστα πλαισίωσε ένα από τα πιο ριζοσπαστικά Συντάγματα παγκοσμίως για εκείνη την εποχή (Επίδαυρος, 1822). Υπήρξε επίσης, τρόπον τινά, το «Βιετνάμ» της εποχής, προκαλώντας κύματα αλληλεγγύης σε Ευρώπη κι Αμερική – μεγάλοι ζωγράφοι όπως ο Φον Ες κι ο Ντελακρουά έδωσαν έναν υπερβατικό, μεταφυσικό σχεδόν χαρακτήρα στον αγώνα και πλήθος Φιλέλληνες έσπευσαν συνεπαρμένοι να βοηθήσουν προσωπικά, για να χαθούν άδοξα οι περισσότεροι ή να απογοητευθούν, άλλοτε από τις συνθήκες που συνάντησαν κι άλλοτε επειδή είχαν οι ίδιοι λανθασμένες περί Ελλάδας και Ελλήνων ιδεοληψίες.
Εντέλει οι ξένοι (βασικά οι Άγγλοι) ήταν που σώσανε την κατάσταση σαν έφτασε στο μη παρέκει, αρχικά με τα δάνειά τους - τα περισσότερα από τα οποία φαγώθηκαν για να βολευτούν οι αιώνιοι «ημέτεροι» -, τα οποία αποπληρώναμε μέχρι τα τέλη του 20ού αιώνα και τέλος με τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου. Και, ακόμα κι αν απώτερος στόχος των Μεγάλων Δυνάμεων δεν ήταν να γίνουμε ένα εξαρτημένο ευρωπαϊκό προτεκτοράτο, μια «τσίμπλα» στο μάτι των Οθωμανών, οι ίδιοι κάναμε σίγουρα ό,τι καλύτερο μπορούσαμε για να το πετύχουν. «Της ευγενείας» ο πληθυντικός φυσικά, αφού εθνική ελληνική συνείδηση ουσιαστικά δεν υπήρχε: Υπήρχαν βασικά «Ρωμιοί» κι ύστερα Ρουμελιώτες, Μωραϊτες, Μανιάτες, Νησιώτες, Ηπειρώτες, Αρβανίτες κ.λπ., αφόρητα τοπικιστές, ανταγωνιστικοί, αλληλοϋποβλεπόμενοι και με μόνο σχεδόν συνδετικό κρίκο τη θρησκεία – ούτε καν τη γλώσσα σε πολλές περιπτώσεις. Συχνά αποδίδουμε ως λαός τις σύγχρονες κακοδαιμονίες μας σε αυτά που κάναμε ή δεν κάναμε στη διάρκεια της «εθνικής παλιγγενεσίας». Που έμελλε να μας στοιχειώσει πολλές δεκαετίες ακόμα, με αποκορύφωμα τη Μεγάλη Ιδέα και τη συντριβή της. Και που έφτασε να γιορτάζεται στη μνημονιακή Ελλάδα με «κεκλεισμένων των θυρών» παρελάσεις για το φόβο διαμαρτυριών, με τους αστυνομικούς να είναι περισσότεροι από τους θεατές και τους παρελαύνοντες μαζί. Με το κράτος που προέκυψε από εκείνον τον ξεσηκωμό να είναι, λιγότερο από δύο αιώνες μετά, χρεωκοπημένο ξανά οικονομικά, πολιτικά και ηθικά, υποτελές καθ’ έξη τόσο σε ξένες δυνάμεις όσο και σε εγγενείς αδυναμίες.
Τι θα κρατούσα σήμερα ως ώριμος ενήλικας από την επέτειο της 25ης; Ούτε βέβαια τις παρελάσεις, ούτε τα γαλανόλευκα σημαιάκια, ούτε τις φουστανέλες (που και γι΄αυτές ακόμα ερίζουμε αν ήταν παραδοσιακή ελληνική φορεσιά ή αρβανίτικη), ούτε τα τουρκοφαγικά αισθήματα, ούτε τους ηρωικούς και πένθιμους λόγους και τα ποιήματα, ούτε φυσικά τα τόσα ιστορικά παραμύθια που μας φλόμωναν προκειμένου να σφυρηλατηθεί μια αμφίβολη εθνική συνείδηση. Το «όποιος συλλογάται ελεύθερα, συλλογάται καλά» από τον Θούριο του Ρήγα. Το διαχρονικά συγκινητικό σύνθημα των επαναστατημένων «ελευθερία ή θάνατος», που έρχεται ακριβώς να δικαιώσει το παραπάνω ρητό. Τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη αλλά και του Κολοκοτρώνη, μέσα από τις σελίδες των οποίων «διαβάζεις» κανονικά τους σημερινούς Έλληνες, με όλα τα προτερήματα και τα ελαττώματά τους. Μορφές όπως του Καραϊσκάκη γιατί ήταν αλητεία μεγάλη, της Μπουμπουλίνας γιατί υπήρξε αρχετυπική “Femen”, του λόρδου Βύρωνα, του κορυφαίου των Ρομαντικών που παράτησε μια άνετη, κοσμοπολίτικη ζωή προκειμένου να κυνηγήσει μέχρι τέλους μια χίμαιρα. Κάποια χρήσιμα ιστορικά διδάγματα. Α, και τον βακαλάο σκορδαλιά – εξαιρετικό πιάτο, μα την πίστη μου!
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου