Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2018

Θεοδωράκης και μπόι


Οπως τον οδηγούσαν στην εξέδρα έλεγα μέσα μου: «Αντε να αρχίσει πάλι για τη γερμανική μπότα, αυτή που επικαλέστηκε και η Περιστέρα». Ομως αυτή τη φορά: «Ναι, είμαι πατριώτης διεθνιστής»! Είναι στη φύση μας όσο μεγαλώνουμε να κονταίνουμε. Ο Θεοδωράκης όμως ξανατίναξε μπόι

γράφει η Ρέα Βιτάλη

Μακριά ιστορία. Πώς την κόβεις μικρή; Θα το προσπαθήσω με ιστορικά άλματα. Αρχικά ήταν εκείνη η ταράτσα. Στη Λαμία. Και με το που έπιανε ζέστη, «σήμερα σκάει ο τζίτζικας» το έλεγαν, έπαιρναν τα στρώματά τους στον ώμο και άπλωναν «στρωματσάδα». Καταλαβαίνεις για μένα, την καλεσμένη τους από την Αθήνα, τι μαγεία είχε η σκηνή! Κι άρχιζαν ανάμεσα στις φρεσκοποτισμένες καμέλιες και γαρδένιες και δίπλα στις άλλες σκεπές σπιτιών, το τραγούδι. Ταράτσα με ταράτσα. Μέχρι που….«Πάνω στην άαααμο την ξανθή….».

«Σουτ! Είναι στ΄απαγορευμένα. Πας γυρεύοντας για κακό;», «Άσε μας, ρε γυναίκα. Τι θα μου κάνουν;» έλεγε ο Παγούρας δήθεν ηρωικά. «Ακούς τι σου λέω; Χάθηκαν τα τραγούδια; Τον Θεοδωράκη ξεπόνεσες; Πες το γιλεκάκι που φορείς». Κι άλλαζε αυτόματα σκοπό η ταράτσα.

Μα εμένα με κέντριζε το «Απαγορευμένα» συνδεδεμένο με έναν «Μίκη Θεοδωράκη». Κι επέμενα «Αυτά να πείτε. Τα Απαγορευμένα!», «Δεν ξέρεις εσύ. Είσαι μικρή».

Μετά; Μετά, πλημμύρισαν τα στάδια κόσμο και κόκκινες σημαίες. Πήρε το κόκκινο εκδίκηση, όπως κάθε τι που φιμώνεις. Κι έγιναν «απαγορευμένα» τα τραγούδια του Πάριου… Αστειεύομαι.

Ηταν χρόνια παραγωγής ηρώων. Ολοι ήρωες σε μια νύχτα! Μα εκείνος, αληθινός, υπερβατικός. Διάβασα τον αυτοβιογραφία του «Ο δρόμος του αρχάγγελου». Τη ρούφηξα. Και μου έμεινε μια σκηνή να την κουβαλάω χρόνια και χρόνια. Περιέγραφε την αναχώρηση του καραβιού για την εξορία της Μακρονήσου. «Εξω», διηγείτο, «έκλαιγαν οι μάνες, οι συγγενείς, μα εμείς ήμασταν σε έξαψη καθώς σαλπάραμε με σκοπό να τρυπήσουμε τον ορίζοντα». Τι ιδιαίτερα όντα! Τι ιδιαίτερα χρόνια! Γι’ αυτό δεν μίσησαν τους βασανιστές τους. Είναι συγκλονιστικό αυτό! Τους θεωρούσαν μέρος της ηρωικής τους φύσης, του δικού «τους» παιχνιδιού με τον φόβο. Αν δεν υπήρχαν εκείνοι, «οι μικροί», πώς θα άπλωναν τα δικά τους ακραία «άφοβα» ετούτοι; Με ποιον θα εξασφάλιζαν αναμέτρηση;

Κι ενώ λοιπόν διάβαζα αργά, αργά στα χρόνια… Και μεγάλωνα μαζί… Ετυχε ένα ταξίδι μας στην Εφεσο. Και πέσαμε επάνω σε συναυλία «Χατζιδάκι- Θεοδωράκη-Λιβανελί». Και κατεγράφη σε αυτά που θα πω χίλια ευχαριστώ στην τύχη μου, όταν θα φύγω από τον όμορφο τούτο κόσμο. Ηταν τόση η συγκίνηση που καλέστηκε η ψυχή να γλείψει! Εκείνες οι ιωνικές κολόνες στη σειρά, με τις τούρκικες επάνω τους σημαίες… Πόσες σημαίες καταναλώνουν οι λαοί για να μασκαρέψουν την Ιστορία!

Και έπιασα θέση ανάμεσα σε πλήθος Τούρκων που ήξεραν τα τραγούδια του απ΄έξω, στη δική μου γλώσσα… Δεν θα το ξεχάσω… Κι άκουσα το ιερό τέρας Χατζιδάκι και θαύμασα το φίνο νοητό γυαλί που έστηνε ανάμεσα στον κόσμο και σε εκείνον. Στις αποστάσεις που αξιώθηκε γιατί τις επέβαλε σοφά.

Αλλά έζησα και το αντίθετό του. Εκείνο το μυθικό ον. Τον Θεοδωράκη. Να ταρακουνιέται και μαζί του το σύμπαν του σταδίου. Και στον Ζορμπά του να αγκομαχάνε οι καρδιές μας, να είναι έτοιμες να βγουν από τα στήθη μας! Πάνε οι τούρκικες σημαίες! Τις ξεκρέμασε, τις κορόιδεψε η μουσική του. Επρεπε να είσαι εκεί αναγνώστη να το ζήσεις!

Παράλληλα με την τέχνη του όμως, πάντα κατέθετε την πολιτική του άποψη. Ηταν όπως ο τρόπος που διηύθυνε. Με απλωσιά. Χωρίς σύνορα. Κι έτσι όπως ήταν πανύψηλος, σου έδινε μια σιγουριά ότι έβλεπε, πέρα απ΄όλους μας. Και δεν διαψεύδονταν. Μέχρι που… Ηρθαν τα χρόνια τα τελευταία. Της σούμας της Μεταπολίτευσης. Ο Μίκης εμφάνισε μάλιστα τον εγγονό του. Ιδιος Μίκης! Κοντά του στη «Σπίθα», μια «οργάνωση», που ήταν το πολιτικό του παραπαίδι. Η τελευταία σελίδα δηλαδή της πολιτικής του παρακαταθήκης.

Με απογοήτευσε. Μου ξέσκισε το είδωλο. Πόσο αίφνης μύωψ; Τι «γερμανικές μπότες»! Τι ευκολίες; Οι ξένοι «οι κακοί», εμείς «οι καλοί» και πονεμένοι. Τι αβάντα στον Τσίπρα; Πώς έκλεισε το οπτικό του πεδίο; Τι τρίψιμο με τον λαϊκισμό; Πώς καταδέχονταν αυτός που σε γενιές και γενιές πλάταινε την όραση, να τη μικραίνει τόσο στο εγγόνι του; Του θύμωσα. Πολύ.

Αυτό τον θυμό έβγαλα στο ΥΓ μου, στο κείμενό μου «Συλλαλητηρίου ανάγνωσμα». Χθες, έτσι όπως τον έβλεπα να τον οδηγούν προς στην εξέδρα έλεγα μέσα μου φαρμακομύτικα «Μα, δεν χόρτασε δόξα;». Πρόβλεπα «Αντε ν΄αρχίσει πάλι για τη γερμανική μπότα… Αυτή που επικαλέστηκε και η Περιστέρα». Αλλά… Χθες… Ξανά (επιτέλους!) ο Μίκης Θεοδωράκης… Από ταράτσα μέχρι το τώρα μας… «Ναι, είμαι πατριώτης διεθνιστής και συνάμα περιφρονώ και μάχομαι τον φασισμό σε όλες του τις μορφές και προπαντός στην πιο πολύ απατηλή και επικίνδυνη μορφή, την αριστερόστροφη, σαν αυτή με τις ομαδούλες των εξτρεμιστών που είναι σκέτοι δειλοί τρομοκράτες, σαν αυτή των μειοψηφιών που μας κυβερνούν και καταστρέφουν τη χώρα μας, οχυρωμένοι πίσω από τις εκλογικές αλχημείες των πολιτικών που είναι θλιβερές αποφύσεις ενός συστήματος που μας δαγκώνει και μας πονά επειδή πεθαίνει και το ξέρει και για αυτό είναι ακόμα πιο επικίνδυνο». Χθες ο Μίκης ξανασυνάντησε τον Θεοδωράκη. Είναι σαφώς στη φύση μας, ότι οι άνθρωποι, όσο μεγαλώνουν κονταίνουν, συρρικνώνονται. Ο Θεοδωράκης χθες ξανατίναξε μπόι.

ΥΓ Το πιο ενδιαφέρον!… Κληρικός ασπάσθηκε τη χείρα του Μίκη. Λατρεύω ελληνικό σουρεαλισμό. Και χθες είχα μπόλικο να καταναλώσω. Ερμε Κολοκοτρωνη… Ακόμα σε σένα αναφερόμαστε!


ΥΓ2. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι χθες παρακολουθήσαμε την τελευταία σκηνή του κινηματογραφικού έργου «Ζορμπας». Η καλλιτεχνική μας φύση   




























protagon.gr

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *