Του Σταύρου Λυγερού
Μετά από μία πολύ επώδυνη πορεία,
η Ελλάδα βρίσκεται σε απόσταση λίγων μηνών από το τέλος των Mνημονίων, από αυτό
που ο Τσίπρας αρέσκεται να αποκαλεί «καθαρή έξοδος». Λόγω κυρίως της άρνησης
των Γερμανών, η κυβέρνηση δεν κατάφερε μέχρι τώρα να επιτύχει την ανακοίνωση
των μεσοπρόθεσμων μέτρων για την ελάφρυνση του χρέους και ως εκ τούτου δεν
μπόρεσε να συμμετάσχει στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής
Κεντρικής Τράπεζας, όπως διακαώς επιδίωκε.
Παρά τους αλλεπάλληλους επαίνους
που εισπράττει, με τελευταίους αυτούς του Γκουρία (επικεφαλής του ΟΟΣΑ), τα
δύσκολα είναι μπροστά και όχι πίσω. Η διαπραγμάτευση για το καθεστώς μετά τον
Αύγουστο θα αρχίσει επισήμως μετά την ολοκλήρωσης της 4ης αξιολόγησης. Και όλα
δείχνουν ότι η στάση των δανειστών θα παραμείνει ιδιαίτερα ανελαστική παρά τα
καλά τους λόγια.
Ακόμα, όμως, και εάν ισχύσει το
αισιόδοξο σενάριο, «καθαρή έξοδος» δεν υφίσταται. Στην πραγματικότητα,
πρόκειται για σύνθημα, με σκοπό την επικοινωνιακή εμβέλεια του σχετικού
πολιτικού αφηγήματος που σερβίρει ο Τσίπρας και το κόμμα του. Η Ελλάδα έχει
αναλάβει δύσκολες δεσμεύσεις για πολλά-πολλά χρόνια και θα παραμείνει σε καθεστώς
εποπτείας, έστω κι αν αυτή τη στιγμή δεν έχουν καθοριστεί οι λεπτομέρειες.
Εκτός κι αν «καθαρή έξοδος» θεωρηθεί το ότι δεν θα υπάρξει προληπτική πιστωτική
γραμμή. Οπότε η κυβέρνηση χρησιμοποιεί βολικό, αλλά λάθος όρο.
Από την άλλη πλευρά, είναι
αλήθεια ότι η κυβέρνηση, παρά τα λάθη της, επιδεικνύει μία σταθερότητα στις
επιλογές που προωθεί και στην εξωτερική πολιτική και στην οικονομία. Η σταδιακά
αναδυόμενη αυτή εικόνα της Αθήνας γίνεται ευνοϊκά αποδεκτή από ξένες
πρωτεύουσες. Η φιλολογία περί failed state και τα σενάρια περί Grexit έχουν προ
πολλού υποχωρήσει. Μένει να αποδειχθεί στην πράξη, όμως, εάν οι δανειστές θα
της δώσουν, έστω και με αργό ρυθμό, ευκαιρίες για διέξοδο από την παγίδα, στην
οποία έχει εγκλωβισθεί. Αυτό είναι που έχει τη σημασία.
Με σημαία τις πρόωρες εκλογές
Το θετικό αυτό κλίμα, πάντως,
έχει φέρει σε δυσχερή θέση την ηγεσία της ΝΔ, αλλά και του ΚΙΝΑΛ. Αμφότερες
έχουν «καταστροφολογήσει». Έχουν κατά κόρον ισχυρισθεί ότι αν είχαν παραμείνει
στο τιμόνι η Ελλάδα θα είχε προ πολλούς βγει από τα Μνημόνια και η Ελλάδα θα
είχε εισέλθει με πολύ καλύτερους όρους στη μεταμνημονιακή εποχή. Πρόκειται για
έναν ισχυρισμό, ο οποίος έχει επικοινωνιακό, αλλά όχι πρακτικά πολιτικό νόημα.
Η πραγματικότητα είναι πως οι
ψηφοφόροι τον Ιανουάριο του 2015 έδωσαν την εντολή στον ΣΥΡΙΖΑ και έξι μήνες
αργότερα στο δημοψήφισμα απέρριψαν με το εντυπωσιακό 62% την πρόταση του
ευρωιερατείου. Η αντιπολίτευση δεν χάνει ευκαιρία να υπενθυμίζει τα όσα έλεγε
και έκανε ο Τσίπρας ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και να τα
συγκρίνει με τα έργα του ως πρωθυπουργός. Από την πλευρά της καλά κάνει να
υπογραμμίζει τις κραυγαλέες αντιφάσεις του τότε με το τώρα. Δεν έχει άδικο και
ο Τσίπρας, όμως, όταν υπενθυμίζει πως το εκλογικό σώμα του ανανέωσε την εντολή στις
εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, μετά την υπογραφή του 3ου Μνημονίου.
Και τελικώς, παρά το γεγονός ότι
ο Μητσοτάκης αναγόρευσε την αποσταθεροποίηση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και την
επιβολή εκλογών σε κεντρικό αντιπολιτευτικό στόχο του, απέτυχε. Και απέτυχε,
έχοντας μεγάλη στήριξη από τα κατεστημένα Μίντια. Εκλογές, λοιπόν, δεν έγιναν
και είναι πλέον σαφές πως θα γίνουν όποτε το αποφασίσει το Μαξίμου. Ούτε οι
δανειστές, ούτε ο επιχειρηματικός κόσμος, άλλωστε, θέλουν να ακούσουν για
κάλπες. Αλλά και στο επίπεδο των πολιτών οι δημοσκοπήσεις δεν καταγράφουν
τέτοιο ρεύμα.
Είναι προφανές ότι η καθημαγμένη
από τα Μνημόνια Ελλάδα χρειάζεται σταθερότητα και σχέδιο για την επόμενη
περίοδο. Πολιτική σταθερότητα υφίσταται, αν και απειλείται από το κλίμα
πρωτοφανούς πόλωσης. Όσον αφορά δε το σχέδιο, η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι
διαθέτει και το διαπραγματεύεται με τους δανειστές. Στην πραγματικότητα, όμως,
αυτό που διαπραγματεύεται είναι ένα «χλωμό» πρόγραμμα για τη μεταμνημονιακή
περίοδο και όχι ένα ολοκληρωμένο σφαιρικό σχέδιο ανάταξης, το οποίο έχει ζωτική
ανάγκη η Ελλάδα.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου