Για να στριμωχτεί η κυβέρνηση
πρέπει η αντιπολίτευση να είναι σε θέση να αναδεικνύει θέματα ουσίας που καίνε
τους πολίτες και όχι να παίζει στο παιχνίδι της εκλογολογίας και της ανούσιας
εντυπωσιοθηρίας. Σε αυτά υπερτερεί η κυβερνητική προπαγάνδα
Του Γιώργου Καρελιά
Την ώρα που η κυβερνητική
προπαγάνδα «κάνει παπάδες» («μαύρα μέτωπα», κ.ά.) και καταφέρνει να απωθεί ή να
κρύβει τη σκληρή πραγματικότητα πίσω από τη ρητορική «καθαρή έξοδο από τα
μνημόνια» (ένα παράδειγμα αυτής της πραγματικότητας εδώ), η αντιπολίτευση είτε,
κατά το κοινώς λεγόμενον, μπλέκει τα μπούτια της σε δευτερεύοντα θέματα είτε
εκλογολογεί διαρκώς χωρίς νόημα. Ποιον βολεύουν αυτά;
Ας δούμε πρώτα πώς διαμορφώνεται
η (επικοινωνιακή) εικόνα:
Πρώτον, η κυβέρνηση φέρνει στη
Βουλή προς ψήφιση ορισμένα νομοσχέδια με προοδευτικό πρόσημο αλλά
δευτερεύσουσας σημασίας, στα οποία τα δύο συγκυβερνώντα κόμματα συγκρούονται,
λόγω άρνησης των δεξιόστροφων ΑΝΕΛ να τα ψηφίσουν. Και αντί αυτό να προκαλεί
πρόβλημα έστω στην κυβερνητική εικόνα, το θέμα μετατοπίζεται στο αλαλούμ που
προκαλείται στην αντιπολίτευση, λόγω αντιφατικών δηλώσεων και πράξεων και,
καμιά φορά, λόγω εξωπραγματικών «προβλέψεων».
Mια τέτοια εικόνα είχαμε τον
Οκτώβριο του 2017, όταν συζητήθηκε και ψηφίστηκε το νομοσχέδιο για την
αναγνώριση της ταυτότητας φύλου. Τότε ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΝΔ
Νίκος Δένδιας έκανε την πρωτοφανή δήλωση ότι, αν δεν ψήφιζαν υπέρ οι ΑΝΕΛ του
Πάνου Καμμένου, δεν θα υπήρχε κυβέρνηση (εδώ)! Ο Καμμένος δεν ψήφισε, αλλά η
κυβέρνηση είναι ακόμα στη θέση της! Τα γράφαμε και τότε, αλλά κάποιοι είτε
ονειροβατούν είτε δεν καταλαβαίνουν (εδώ).
Σήμερα κάποια πράγματα
επαναλαμβάνονται, με αφορμή το (παρόμοιο) νομοσχέδιο περί αναδοχής από ομόφυλα
ζευγάρια. Η θετική ψήφος του Ευάγγελου Βενιζέλου (και της Ντόρας Μπακογιάννη)
προκάλεσε τρικυμία εν κρανίω σε ορισμένους οι οποίοι είτε κατηγόρησαν τον
Βενιζέλο σαν (περίπου)… συνοδοιπόρο του ΣΥΡΙΖΑ (εδώ) είτε σαν κάτι χειρότερο
(εδώ). Oλα αυτά ανάγκασαν τον πρώην πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ να «απολογηθεί» για τα
αυτονόητα (εδώ).
Δεύτερον, συνεχίζεται ακάθεκτη η
εκλογολογία της αντιπολίτευσης και μάλιστα με εμφανώς αντιφατικές θέσεις, ενώ
και ο πιο αδαής περί το θέμα καταλαβαίνει ότι η κυβέρνηση ουδόλως σκοτίζεται,
αφού εκείνη κρατάει το πλεονέκτημα του χρόνου. Η ΝΔ φαίνεται ότι το κατάλαβε
και (έπειτα από ένα μακρόχρονο διάστημα που έλεγε συνεχώς «εκλογές, εκλογές»)
υπέβαλε ένα εύλογο αίτημα: αφού ολοκληρωθεί το τρέχον πρόγραμμα και έλθει η (όποια)
«έξοδος» του Αυγούστου, να αποφασίσει ο λαός ποιος θέλει να τον οδηγήσει στη
μεταμνημονιακή περίοδο (εδώ). Μπορεί να μην είναι η καλύτερη λύση, αλλά είναι
θεμιτή.
Oμως, αμέσως μετά, έτσι «στα
ξεκούδουνα», ήρθε το αίτημα της Φώφης Γεννηματά για «εκλογές εδώ και τώρα».
Ουδείς νουνεχής άνθρωπος κατάλαβε τη λογική του. Δηλαδή, να αφήσουμε στη μέση
τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει η χώρα (αξιολόγηση, κ.ά.) και να προκηρύξουμε
εκλογές τον Ιούνιο για «να αποφασίσει ο λαός τους όρους και τις εγγυήσεις για
βιώσιμη έξοδο από την κρίση», όπως εξήγησε ή πρόεδρος του Κινήματος Αλλαγής
(εδώ). Πέρα από την αδιαμφισβήτητη μπαχαλοποίηση που θα έφερνε μια τέτοια
εξέλιξη, η μεγάλη αντίφαση είναι προφανέστατη. Δεν ήταν η κυβέρνηση
Σαμαρά-Βενιζέλου, στην οποία μετείχε η κυρία Γεννηματά, που προσπαθούσε με
νύχια και με δόντια να αποφύγει τις εκλογές το 2014, ώστε να ολοκληρώσει το
τότε μνημονιακό πρόγραμμα; Η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου δεν ήταν που εγκαλούσε
-και πολύ σωστά- τον Αλέξη Τσίπρα και τους συν αυτώ για ανευθυνότητα, επειδή
προκάλεσαν τότε πρόωρες εκλογές μόνο και μόνο για τις καρέκλες της εξουσίας; Τι
άλλαξε και ένα πρώην κυβερνητικό κόμμα μιμείται σήμερα τον ΣΥΡΙΖΑ του 2014; Προφανώς,
το μόνο που έχει αλλάξει είναι ότι γνωρίζει πως δεν πρόκειται να γίνουν τέτοιες
εκλογές, και επομένως το αίτημα εντάσσεται στον επικοινωνιακό (δήθεν)
εντυπωσιασμό.
Είναι απορίας άξιον γιατί η
αντιπολίτευση επιμένει να αντιπολιτεύεται σε δευτερεύοντα ζητήματα, τα οποία
περισσότερο σύγχυση προκαλούν για την ίδια παρά δυσκολεύουν την κυβέρνηση.
Επίσης, τι νόημα έχει αυτή η αέναη εκλογολογία, όταν γνωρίζει ότι ούτε την
κοινή γνώμη συγκινεί ούτε μπορεί να έχει κάποια ευνοϊκή για την ίδια κατάληξη;
Πιστεύει κανείς ότι ο κ. Τσίπρας θα κάνει τις εκλογές σε χρονική συγκυρία που
(θα) βολεύει την αντιπολίτευση; Αν υπάρχει έστω και ένας τέτοιος αφελής, ας
αλλάξει πλευρό.
Ετσι, λοιπόν, ούτε πέφτει ούτε
ζορίζεται η κυβέρνηση. Θα ζοριζόταν αν η αντιπολίτευση αναδείκνυε τις ζοφερές
πλευρές της πραγματικότητας, τις οποίες θέλει να κρύψει ο κ. Τσίπρας και οι
οποίες θα μας συνοδεύουν για χρόνια, αν όσοι φιλοδοξούν να διαδεχθούν τον κ.
Τσίπρα στην κυβέρνηση (θα γίνει αργά ή γρήγορα) δεν ξέρουν πώς να τις
αντιμετωπίσουν. Τελευταίο παράδειγμα: ο μισθός των 1.500 ευρώ, που ήταν
αυτονόητος για μεγάλο μέρος εργαζομένων πριν από την κρίση, αποτελεί πλέον
όνειρο απατηλό. Και φέρνει εφιάλτες για τους ανθρώπους που… τολμούν να σκεφθούν
τι είδους σύνταξη θα πάρουν. Για δε τους νέους ας το αφήσουμε καλύτερα (εδώ).
Με αυτά θα στριμωχτεί ο κ.
Τσίπρας. Και όχι με ανοησίες του τύπου ότι απειλείται η θρησκεία και η
οικογένεια από τις όποιες αλλαγές στο μάθημα των Θρησκευτικών ή από την ψήφιση
αυτονόητων ρυθμίσεων σε εντελώς δευτερεύοντα θέματα.
Αλλά για να στριμωχτεί η
κυβέρνηση πρέπει η αντιπολίτευση να είναι σε θέση να κάνει αυτό που δεν κάνει
μέχρι τώρα: αντιπολίτευση ουσίας σε θέματα που καίνε τους πολίτες και όχι
καταφυγή στην εντυπωσιοθηρία. Σε αυτήν είναι καλύτερη η κυβερνητική προπαγάνδα.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου