Και κερατάς και δαρμένος. Η λαϊκή παροιμία
φαίνεται να ταιριάζει απόλυτα στην υπόθεση του συστήματος C4I.
Πρόκειται για το διαβόητο, όπως αποδείχθηκε, σύστημα ασφάλειας των Ολυμπιακών
Αγώνων του 2004, το οποίο προμηθευτήκαμε από την εταιρεία SAIC (με υπεργολάβο τη Siemens) έναντι περίπου 260 εκατομμυρίων
ευρώ και το οποίο ουσιαστικά δεν δούλεψε ποτέ, τουλάχιστον για τον σκοπό για
τον οποίο αγοράστηκε!
Σήμερα όχι μόνο καλούμαστε να
πληρώσουμε «πρόστιμο» περίπου 40 εκατομμύρια ευρώ, αλλά είμαστε κι από πάνω
αναγκασμένοι να αποδεχθούμε το γεγονός πως δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε
σχεδόν κανέναν από τους τσουχτερά αγορασμένους εξοπλισμούς. Σε αυτό το
απογοητευτικό συμπέρασμα καταλήγει έκθεση που ήρθε σε γνώση της «Εφ.Συν.» και η
οποία υποβλήθηκε πριν από λίγο καιρό στον υπουργό Προστασίας του Πολίτη Νίκο
Τόσκα, όταν ο τελευταίος «ανακάλυψε» τα εγκαταλελειμμένα μηχανήματα και ζήτησε
να μάθει αν μπορούσε να τα εκμεταλλευτεί, εξοικονομώντας έτσι κάποιους πόρους.
Συνεκλήθη λοιπόν μια επιτροπή από τη νομική και την τεχνική υπηρεσία της ΕΛ.ΑΣ.
η οποία κατέγραψε την υφιστάμενη κατάσταση των υποσυστημάτων. Από αυτή
«φαίνεται αφ’ ενός η αχρήστευση του μεγαλύτερου μέρους του εξοπλισμού με την
πάροδο του χρόνου και της τεχνολογίας και αφ’ ετέρου η αδυναμία αξιοποίησης του
μέρους εκείνου που θα μπορούσε να περισωθεί και να χρησιμοποιηθεί κάτω από
οποιεσδήποτε συνθήκες είτε από την ΕΛ.ΑΣ. είτε από άλλους φορείς της δημόσιας
διοίκησης και Αυτοδιοίκησης».
Απαντώντας δε στο ερώτημα «ποια
είναι η μένουσα οικονομική αξία του αποθηκευμένου υλικού» υπογραμμίζεται πως
«είναι ζήτημα αν υπερβαίνει το 10% του κόστους (σ.σ.: αγοράς)». Τα μηχανήματα
του εξοπλισμού, όπως αναφέρεται στην έκθεση, «βρέθηκαν να “σαπίζουν” εν
αναμονή, υποτίθεται, της δικαστικής έκβασης στις κατά τόπους αστυνομικές
διευθύνσεις και στην Αμυγδαλέζα», με αποτέλεσμα η σημερινή κυβέρνηση να έχει
παραλάβει «αυτή την “καμένη γη” και την προδιαγεγραμμένη πορεία της δικαστικής διαμάχης,
χωρίς περιθώρια αντίδρασης», ενώ «καλείται, απλώς, να εκταμιεύσει την
επιδικασθείσα οφειλή».
Ευθύνες σε ΠΑΣΟΚ - ΝΔ
Οφειλή που, όπως είναι γνωστό εδώ
και περίπου έναν χρόνο, ανέρχεται κοντά στα 40 εκατομμύρια ευρώ και αφορά την
πληρωμή προς την εταιρεία LEIDOS
Inc (σ.σ.: όπως μετονομάστηκε η SAIC) του ποσού που επικύρωσε πέρυσι αμερικανικό
δικαστήριο εις βάρος της χώρας μας για την υπόθεση του C4I. Το
διαιτητικό δικαστήριο του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου (International Chamber of Commerce - ICC), συγκεκριμένα, είχε καταδικάσει τον Ιούλιο
του 2013 το ελληνικό Δημόσιο στο να της καταβάλει 39.818.595 ευρώ. Ποσό που
αποτελούνταν από το «υπόλοιπο οφειλής» για την εξόφληση της σύμβασης ύψους
35.844.739,37 ευρώ, συν τις εγγυητικές επιστολές που είχε (σ.σ.: παράνομα,
σύμφωνα με την ετυμηγορία του αμερικανικού δικαστηρίου) εισπράξει το ελληνικό
Δημόσιο.
Η εκτέλεση της απόφασης αρχικά
ανεστάλη, καθώς το Εφετείο της Αθήνας έκανε δεκτή την αγωγή του ελληνικού
Δημοσίου και ακύρωσε την απόφαση του ICC. Ωστόσο
η ετυμηγορία αυτή, ύστερα από σχετικό αίτημα της αμερικανικής εταιρείας,
αναιρέθηκε τον Νοέμβριο του 2016 από τον ‘Αρειο Πάγο, ο οποίος ζήτησε
επανεξέταση της υπόθεσης από το Εφετείο, με διαφορετική όμως σύνθεση δικαστών.
Τελικά, με την υπ’ αριθμόν 3567/2017 απόφασή του, το Εφετείο κατά πλειοψηφία
απέρριψε την ένδικη αγωγή του Δημοσίου. Μετά την παραπάνω εξέλιξη, τον Απρίλιο
του 2017 το αρμόδιο δικαστήριο των ΗΠΑ επικύρωσε ως άμεσα εκτελεστή την
καταβολή των χρημάτων από την Ελλάδα και πλέον υπάρχουν πληροφορίες ότι έχουν
κινηθεί διαδικασίες κατάσχεσης περιουσιακών στοιχείων του ελληνικού Δημοσίου
στις ΗΠΑ.
Στο μεταξύ, δεν έχουν ακόμη
καθοριστεί οι επόμενες κινήσεις της ελληνικής πλευράς, καθώς οι όποιες
ενέργειες που θα γίνουν, πιθανόν από το υπουργείο Οικονομικών σε συνεννόηση με
το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, δεν έχουν λάβει τελική μορφή. Πληροφορίες, εξάλλου,
αναφέρουν ότι για να καταβληθούν τα χρήματα στις ΗΠΑ από την ελληνική πλευρά
απαιτείται τελεσίδικη απόφαση ελληνικού δικαστηρίου. Αξίζει, μάλιστα, να
τονιστεί ότι στην έκθεση που υποβλήθηκε στον υπουργό Προστασίας του Πολίτη
επιρρίπτονται ευθύνες για το θέμα στη διακυβέρνηση τόσο του ΠΑΣΟΚ όσο και της
Νέας Δημοκρατίας, αφού δεν έκαναν ουσιαστικά τίποτα για να αποτρέψουν την
επερχόμενη ποινή. Συγκεκριμένα σε αυτήν τονίζεται: «Οσον αφορά την πρώτη
περίοδο διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, μέχρι την 7.3.2004, είναι σαφές ότι το
ελληνικό Δημόσιο με περισσή γενναιοδωρία όχι μόνο αποδέχθηκε μια υπερβολικά
δαπανηρή σύμβαση, αλλά και στη συνέχεια, ξεχνώντας την αφορμή της προμήθειας
(Ολυμπιακοί Αγώνες), έκλεισε τα μάτια σε κάθε στραβοτιμονιά, κάθε ασυνέπεια της
αναδόχου εταιρείας. »Αλλά και η διάδοχη κυβέρνηση της Ν.Δ. επέδειξε κραυγαλέα
αδιαφορία και εύνοια σκανδαλώδη προς τον ανάδοχο. Δεν είναι μόνο η 4ετής
παράταση μιας σύμβασης που είχε χρόνο εκτέλεσης 12 μήνες. Δεν είναι, ακόμη, ότι
το μόνο ενδιαφέρον της ηγεσίας του υπουργείου ήταν να παραλαμβάνει όπως όπως τα
διάφορα υποσυστήματα (τμηματικές παραλαβές) για να αποπληρώνει το παχυλό
τίμημα».
Εκεί που είναι τραγικές οι
ευθύνες των υπουργών της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ στη συνέχεια, την περίοδο
2009-2010, είναι στην τελική φάση της υποτιθέμενης ολοκλήρωσης και παραλαβής
του συνολικού έργου. Οπου ο μεν κ. Μαρκογιαννάκης (Ν.Δ.) εγκατέλειψε
κυριολεκτικά το θέμα στην τύχη του, χωρίς επ’ ουδενί να αναζητήσει τις ευθύνες
του αναδόχου ή τουλάχιστον να επιδιώξει κάποιον συμβιβασμό που θα ήταν πιο
επωφελής για το Δημόσιο από όσο με τη δικαστική του κατάληξη. »Ο δε κ. Οθωνας
(ΠΑΣΟΚ), με δεδομένη την προσφυγή του αναδόχου στη Διεθνή Διαιτησία, με
δεδομένη την τεράστια ζημία και την επαπειλούμενη διόγκωσή της, τι έκανε;
Κατάγγειλε εν μέρει τη σύμβαση κατόπιν εορτής, αποποιούμενος τάχα και
μετακυλίοντας τις ευθύνες, αφήνοντας στην πράξη το πεδίο ελεύθερο στους
προμηθευτές». Οι συντάκτες μάλιστα της έκθεσης δεν αφήνουν απ’ έξω ούτε τις
δικαστικές αρχές, υπογραμμίζοντας ότι: «Τραγικές είναι ωστόσο και οι ευθύνες
της Δικαιοσύνης, που ξεκίνησε μια ατέρμονη έρευνα, αφήνοντας τους κυρίως
υπαιτίους υπουργούς απ’ έξω και στρέφοντας τις υποψίες σε βάρος μεσαίων
στελεχών της Αστυνομίας».
Ωστόσο οι συντάκτες αφήνουν ένα
«παράθυρο διεξόδου» ώστε να συνεχιστούν οι δικαστικές διεκδικήσεις, καθώς -όπως
είναι επίσης γνωστό - το σκάνδαλο του C4I συνδέεται άμεσα με εκείνο της Siemens το οποίο βρίσκεται ακόμη εν
εξελίξει. «Οσον αφορά το ποινικό σκέλος της υπόθεσης Siemens, πτυχή της οποίας αποτελεί και η
σύναψη και εκτέλεση της σύμβασης προμήθειας των συστημάτων C4I
Ολυμπιακής Ασφάλειας, έχει εκδοθεί το υπ’ αριθ. 1732/2017 βούλευμα του
Συμβουλίου Εφετών Αθηνών με το οποίο παραπέμπονται να δικασθούν δέκα οκτώ
άτομα, μεταξύ των οποίων και στελέχη της SAIC (τώρα LEIDOS), αλλά και μέλη επιτροπών παραλαβής ενώπιον
του Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών», αναφέρεται συγκεκριμένα.
Παράλληλα, στην ακροτελεύτια
φράση της έκθεσης προτείνουν ότι το ζήτημα «δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί
παθητικά», ενώ προηγουμένως υπογραμμίζουν ότι «για την εξέλιξη της υποθέσεως
στην αλλοδαπή αρμόδιος είναι ο Σχηματισμός Δικαστηρίων αλλοδαπής του Νομικού
Συμβουλίου του Κράτους».
Ιστορικό
Με την από 12.6.2002 απόφαση της
Διυπουργικής Επιτροπής Συντονισμού Ολυμπιακής Προετοιμασίας (ΔΕΣΟΠ), το υπουργείο
Εθνικής Αμυνας (ΥΠΕΘΑ) ανέλαβε την υλοποίηση της προμήθειας συστημάτων για την
ασφάλεια των Ολυμπιακών Αγώνων «Αθήνα 2004», τα οποία στη συνέχεια ονομάστηκαν
Συστήματα Ολυμπιακής Ασφάλειας (C4I). Με την από 30.8.2002 απόφαση του υπουργού
Εθνικής Αμυνας (ΥΕΘΑ), το πρόγραμμα χαρακτηρίστηκε ειδικό εξοπλιστικό, απόρρητο
κατεπείγον, ενώ με την ίδια απόφαση ορίστηκε ότι το πρόγραμμα θα υλοποιηθεί από
τη Γενική Διεύθυνση Αμυντικών Εξοπλισμών (ΓΔΑΕ) του ΥΠΕΘΑ με τη διαδικασία του
κλειστού διαγωνισμού και ότι η επιλογή των μεν υποψηφίων θα γινόταν από τη
Διυπουργική Επιτροπή Συντονισμού Ολυμπιακής Προετοιμασίας (ΔΕΣΟΠ), του δε
αναδόχου από το Κυβερνητικό Συμβούλιο Εθνικής Αμυνας (ΚΥΣΕΑ), κατόπιν εισήγησης
του ΥΕΘΑ. Προσκλήθηκαν τρεις εταιρείες, κατατέθηκαν δύο προσφορές (από τη SAIC S.A., έδρας
ΗΠΑ, και την Thales
Raytheon Systems Company LLC (TRS), έδρας
ΗΠΑ, και έγινε αξιολόγηση και διαπραγμάτευση αυτών από την επιτροπή της Γενικής
Διεύθυνσης Αμυντικών Επενδύσεων (ΓΔΑΕ). Το ΚΥΣΕΑ επέλεξε στις 13.3.2003 τη SAIC ως ανάδοχο. Στις 19 Μαΐου 2003 μεταξύ του
ελληνικού Δημοσίου και της SAIC
S.A. συνήφθη η αρχική σύμβαση με προθεσμία
οριστικής παράδοσης και παραλαβής την 28η Μαΐου του 2004. Τον Ιούλιο του 2004
και ενώ το Δημόσιο δικαιούνταν να επιβάλει σε βάρος της εταιρείας τις
προβλεπόμενες στη σύμβαση κυρώσεις λόγω της μη παραλαβής του ολοκληρωμένου
συστήματος εν όψει των Αγώνων, το ΚΥΣΕΑ συμφώνησε την παράταση του χρόνου
παράδοσης του συστήματος, με την κατά χρήση παραλαβή του ως είχε για την
περίοδο των Αγώνων αυτών και τη μετέπειτα τελική δοκιμή του μέχρι την 1η
Οκτωβρίου 2004. Οι Ολυμπιακοί έγιναν και με την από 10.8.2006 Κοινή Υπουργική
Απόφαση των υπουργών Εθνικής Αμυνας και Δημόσιας Τάξης το έργο περιήλθε στο
τότε υπουργείο Δημόσιας Τάξης. Στις 29.3.2007 γίνεται η 5η τροποποίηση, όπου
εκτός από την παράταση του έργου C4I, μειώνεται το τίμημα κατά 3.491.379 ευρώ και
η σύμβαση διαμορφώνεται στα 255.540.871 ευρώ.
«Με το κλειδί στο χέρι»
Η ΕΕΠΠ (Επιτροπή Παρακολούθησης
και Παραλαβής) με το από 14 Νοεμβρίου 2008 πρωτόκολλο αποφάνθηκε ομόφωνα ότι το
σύστημα C4I πληρεί τους όρους της σύμβασης και δύναται
να παραληφθεί με ελλείψεις και αποκλίσεις. Στις 16.6.2009 υποβάλλεται η αίτηση
της SAIC στο
Διεθνές Δικαστήριο του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου. Στις 21.4.2010 με
απόφαση του υφυπουργού Προστασίας του Πολίτη, δεν εγκρίνεται η οριστική
παραλαβή και τελική αποδοχή του C4I, επειδή το σύστημα δεν ήταν σύμφωνα με τη
σύμβαση «ενιαίο και διαλειτουργικό» και δεν παραδόθηκε «με το κλειδί στο χέρι»,
δηλαδή «πλήρως λειτουργικό και έτοιμο για υπηρεσιακή χρήση». Στις 25.5.2010 με
έγγραφο του υφυπουργού Προστασίας του Πολίτη καταγγέλθηκε η σύμβαση, ενώ
παράλληλα ζητήθηκε η κατάπτωσή της και ακολούθησε η είσπραξη των εγγυητικών
επιστολών. Το Διαιτητικό Δικαστήριο συγκροτήθηκε στις 21 Ιουλίου 2010 και στις
3.7.2013 εκδόθηκε η απόφασή του.
Εφημερίδα των Συντακτών
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου