Τετάρτη 17 Μαρτίου 2021

Η καρδιά του δέντρου

 


γράφει η Κυριακή Μπεϊόγλου

 

Στο πάρκο του Σκοπευτηρίου στέκεται μονάχο ένα παλιό δέντρο. Οι ρίζες-πλοκάμια του ψάχνοντας το φως επεκτείνονται γύρω του σαν προστατευτικός κλοιός. Ο κορμός του χρειάζεται την αγκαλιά τριών ανθρώπων, τουλάχιστον, για να μετρηθεί. Το ύψος του ξεπερνάει το πάρκο και είναι βέβαιο πως από κει θα μπορούσε κανείς να έχει μια πανοραμική εικόνα της πόλης. Είμαι σίγουρη πως είδε πολλά. Είδε ανθρώπους να οπλίζουν και να σκοτώνουν άλλους ανθρώπους, είδε γυναίκες χαράματα να ψάχνουν στο χώμα για το ίχνος ενός αγνοούμενου, είδε πως η κοιλάδα του αίματος έμεινε εκεί παρότι περνούσαν οι εποχές και γυρνούσαν οι χρονιές. Στον καιρό της απόστασης σταματώ πάντα εκεί, ακουμπάω με την παλάμη το γερό του σώμα.

 

Είμαστε δίπλα δίπλα, άνθρωπος και δέντρο. Ολόγυρα υπάρχει ένας κόσμος αβέβαιος για το μέλλον. Από τα πυκνά κλαδιά του φτάνει ένας αδύναμος ήλιος. Είναι Μάρτης μα δεν έχει ανθίσει ακόμα. Πιθανολογώ πως είναι βελανιδιά αλλά δεν είμαι και σίγουρη. Ούτε θέλω να μάθω. Για μένα είναι ένα συμπαγές σύμπαν που στέκεται όρθιο. Περιέχει μια καρδιά που οξυγονώνει αδιάκοπα τις απολήξεις του, γίνεται ολοένα και πιο δυνατό, ολοένα και πιο σοφό. Δεν γερνά ποτέ, και κανείς -εκτός από τον άνθρωπο- δεν το απειλεί. Αναρωτιέμαι αν αισθάνεται περιορισμένο, εγκλωβισμένο μόνιμα στην ίδια θέση. Ποιος ξέρει τι ιστορίες θα έλεγε αν μπορούσε να μιλήσει. Ενα χαρούμενο τσοπανόσκυλο τρέχει γύρω του, προκαλώντας το να παίξουν, του γαβγίζει, του μιλά. Ερχεται στα πόδια μου, παίρνει δυο χάδια και φεύγει σφαίρα. Το δέντρο αμίλητο, ώσπου δυο-τρία παπαγαλάκια των Αθηνών τιτιβίζουν και φλερτάρουν από κλαδί σε κλαδί. Είναι ακόμα νωρίς το πρωί. Σε λίγο το πάρκο θα γεμίσει. Παρέες παιδιών, εφήβων, νέων και μεγαλύτερων και τετράποδοι φίλοι τους θα ψάξουν για μια θέση στο γρασίδι. Στο δέντρο θα σκαρφαλώνουν μικροί Ιντιάνα Τζόουνς.

 

Μια μέρα ένας ρώτησε τη μαμά του γιατί το λένε Σκοπευτήριο. Εκείνη του είπε δυο λόγια μα ο μικρός δεν πολυκατάλαβε. Κοιτάζω το δέντρο, τον αμίλητο σιωπηλό μάρτυρα. Το ζηλεύω που εκείνο μπορεί να ριζώνει βαθιά στη γη. Εμάς μας ονόμασαν ανθρώπους. Επί πολλά χρόνια η ακριβής ετυμολογική ανάλυση του όρου έχει αποτελέσει πρόβλημα αλλά σίγουρα αναφέρεται σε ένα ον που δεν έχει ρίζες. Τραβά μπρος ή προς τον ουρανό. Κι αυτό σημαίνει ότι συχνά άγεται και φέρεται. Ναι, ζηλεύω τα δέντρα. Που υπομένουν αλλά επιμένουν στη ζωή. Το αφήνω, νιώθω πως μου έχει δώσει λίγη από τη δύναμή του. Ξέρω πως στα ψηλά κλαδιά του θροΐζει ο αιώνιος κόσμος κι οι ρίζες του είναι η απόδειξη ότι υπάρχει. Τίποτα δεν είναι πιο ιερό, τίποτα δεν είναι πιο αισιόδοξο από ένα όμορφο και δυνατό δέντρο.   






πηγή     

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *