γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα
Πώς να μιλήσει ένας πολίτης που
πιστεύει στη δημοκρατία –αυτήν την κουτσή που έχουμε–, που πιστεύει στον
άνθρωπο –με όλα τα ελαττώματά του–, που πιστεύει στην ελευθερία των ανθρώπων
και των ιδεών, αλλά ζει αυτά που ζει;
Βλέπει και ακούει αυτά που
συμβαίνουν γύρω του, σε μια χώρα καθημαγμένη από την οικονομική κρίση και τα
μνημόνια για χρόνια, από την πανδημία και την άθλια διαχείρισή της, που τελικά
είναι μόνο επικοινωνιακή –κι έτσι ακόμα αποτυχημένη–, και οικονομικά καταρρέουσα.
Τις οικογένειες που ζουν στην καλύτερη περίπτωση με 1.068 ευρώ λόγω αναστολής
συμβάσεων εργασίας (αν έχουν και οι δύο σύζυγοι μια επισφαλή θέση εργασίας –
παράδειγμα εξαρτημένων από τον μισθό τους πολιτών), τους επαγγελματίες που
περιμένουν τα δάνεια της επιστρεπτέας, όταν δίνονται κι αυτά, τους ενοικιαστές
που δεν μπορούν να πληρώσουν νοίκι-φως-νερό-τηλέφωνο, τα φροντιστήρια των
παιδιών τους.
Τους μαθητές που δεν μπορούν να
κάνουν μάθημα σωστά ή να ρωτήσουν μια απορία, γιατί μέχρι να προλάβουν να κάνουν
την ερώτηση έχει λήξει η ώρα της τηλεκπαίδευσης, τους φοιτητές που δεν μπορούν
να επιστρέψουν στο Πανεπιστήμιο με ασφάλεια.
Τους γιατρούς και τους νοσηλευτές
που ζητούν βοήθεια κι αυτή έρχεται –όταν έρχεται– με το σταγονόμετρο και
στερεύει αμέσως. Τους εκπαιδευτικούς, που δεν μπορούν να κάνουν τη δουλειά τους
όπως πρέπει και τους αρμόζει. Τους καλλιτέχνες που δεν μπορούν να δουλέψουν,
τους ανέργους, τους άστεγους, τους περιθωριοποιημένους, που το μέλλον τους κάθε
μέρα που περνάει γίνεται πιο ζοφερό.
Και όταν όλοι αυτοί, πολίτες
αυτής της χώρας, τολμήσουν να μιλήσουν, να διαμαρτυρηθούν, να ζητήσουν αυτό που
δικαιούνται, στην καλύτερη περίπτωση χλευάζονται και στη χειρότερη πέφτουν
θύματα της κρατικής βίας με αυξανόμενα περιστατικά ακραίας καταστολής. Οι ιδέες
και οι ιδεολογίες έχουν ποινικοποιηθεί, ξανά. Ποιοτικός δημόσιος λόγος είναι
μόνο ο κυβερνητικός, που ακροβατεί μεταξύ νουθεσίας και απειλών, ερμηνείας και
εφαρμογής των νόμων, αυξομείωσης των ορίων τους κατά το δοκούν – ίσως και κατά
το συμφέρον.
Λόγια δεν έχω. Δεν ξέρω αν αυτό
που αισθάνομαι είναι οργή ή απογοήτευση. Βλέπετε, είμαι κι εγώ ένας απλός,
μάλλον μετριοπαθής στις ιδέες του πολίτης, που σέβεται τον νόμο, σέβεται τον
διπλανό του, πληρώνει τους φόρους του και αυτό που επιθυμεί είναι μια κατά το
δυνατόν αξιοπρεπή ζωή. Αυτό που ζητά είναι την ίδια ώρα η ζωή και οι ελευθερίες
του να γίνονται σεβαστές και αυτοί που τον κυβερνούν –τους ψήφισε ή όχι δεν
έχει καμία σημασία– να μην τον εμπαίζουν και να μην τον προσβάλλουν.
Ισως δεν έχει σημασία τι θέλει ο
πολίτης στα μάτια όσων θεωρούν ότι είναι ισχυροί σε αυτόν τον κόσμο. Ισως να
μας θεωρούν ασήμαντες μονάδες. Ο καθένας μας ένας ΑΦΜ και ένας αριθμός
ταυτότητας. Ισως να ξεχνούν ότι αυτές οι μονάδες είναι άτομα με όνειρα,
ελπίδες, σχέδια για τη ζωή και πως οι πολλές μονάδες –κι αυτό είναι απλά
μαθηματικά– εύκολα γίνονται πλήθος.
Πολλά όνειρα, πολλά σχέδια,
πολλές ελπίδες έχουν χαθεί και καεί τα χρόνια που πέρασαν, πολλά συνεχίζουν να
καίγονται και να χάνονται σήμερα. Και δεν φταίει μόνο η πανδημία, που έγινε ο
εύκολος μανδύας πίσω από τον οποίο κρύβονται τα πάντα: η αστυνομική ασυδοσία, η
διαρκής καταστρατήγηση δικαιωμάτων και ελευθεριών, οι απευθείας αναθέσεις
δημοσίων συμβάσεων και ένα σωρό άλλα.
Είναι κουραστική κοινοτοπία, αλλά
επειδή είναι από τα αυτονόητα που διαρκώς καταστρατηγούνται, πρέπει να το
ξαναπούμε: Αυτοί που κυβερνούν πρέπει να θυμούνται ότι βρίσκονται εκεί για να
υπηρετούν, οφείλουν να εργάζονται για μας. Πρέπει να φροντίζουν για την υγεία,
την παιδεία και την ασφάλειά μας – επί της ουσίας. Η εξουσία τους πηγάζει από
εμάς, από αυτές τις μικρές κι ασήμαντες μονάδες. Πρέπει να μας ακούνε και αφού
πάρουν την ψήφο μας.
Κι εμείς μιλάμε, φωνάζουμε. Αν δεν θέλετε να ακούσετε τις φωνές μας, δεν είστε άξιοι να βρίσκεστε εκεί.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου